20 χρόνια νο1 καταζητούμενος: Ο Έλληνας Εσκομπάρ της Ευρώπης που δολοφονήθηκε βάναυσα για να (μην) μιλήσει

Απασχόλησε για σχεδόν 20 χρόνια την ελληνική δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ μέχρι να γραφτεί το σύνηθες φινάλε ζωής για ανθρώπους όπως αυτός.

Αν έχεις διαβάσει κάποια πράγματα για τη ζωή και δράση του Πάμπλο Εσκομπάρ, ή έστω αν έχεις δει το Narcos και κάθε άλλη αποτύπωση της πορείας του στο σινεμά ή την τηλεόραση, θα έχεις πάρει κάποια μαθήματα.

Θα έχεις αντιληφθεί για παράδειγμα μερικές διαδεδομένες σήμερα τακτικές για το πώς διακινείται μια τεράστια ποσότητα ναρκωτικών.

Αυτά που σήμερα φαίνονται διαδεδομένα, κάποτε δεν ήταν. Κάποτε έπρεπε να τα σκεφτούν και να τα πράξουν άνθρωποι όπως ο Εσκομπάρ. Κι αν για την αμερικανική ήπειρο ήταν ο Κολομβιανός βαρόνος που αποτέλεσε μύθο στη διακίνηση, στην Ευρώπη υπάρχει, μεταξύ άλλων, κι ένας Έλληνας.

Ελληνοαιγύπτιος ήταν για την ακρίβεια ο Μίκαελ Αντόνιος που ήρθε στην Ελλάδα το 1988 από τις ΗΠΑ, σε μια εποχή δηλαδή που είχε αναπτυχθεί αρκετά το καρτέλ του Μεδεγίν και το δίκτυο του είχε απλωθεί σε πολλές περιοχές. Ο Αντόνιος είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με μέλη του καρτέλ κατά την φυλάκισή του τη δεκαετία του ’80 στη Νέα Ορλεάνη για διακίνηση και να πάρει πολλές από τις ιδέες του από πρόσωπα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονταν με τον Patron Pablo.

Έχοντας ανοίξει μια επιχείρηση-βιτρίνα μέσα από την οποία πωλούσε πολύτιμους λίθους, ο Αντόνιος είχε την ιδανική κάλυψη για να διακινεί ποσότητες που προσέγγιζαν ως και τον μισό τόνο κοκαΐνης κάθε φορά.

Σε μια τέτοιου μεγέθους διακίνηση το 1991 ήταν που η αστυνομία έφτασε στη σύλληψη μελών της σπείρας του και άκουσε την ομολογία τους για εμπόριο εκατοντάδων κιλών του ναρκωτικού των πλουσίων, όπως είχε πλασαριστεί τότε η κοκαΐνη.

Εκείνη τη φορά βέβαια όλα είχαν ξεκινήσει από ένα φορτηγό που οδηγούσε ο Ιταλός Τζουζέπε Καλιπάριο και είχε 8 κιλά αλεύρι. Οι αστυνομικοί που τον σταμάτησαν κάπου στην Ελευσίνα, θεώρησαν ότι πρόκειται για συγκάλυψη και τον συνέλαβαν μαζί με άλλους.

Εικάζεται ότι το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν στημένο εξ αρχής από τον Αντόνιος, ώστε να αποπροσανατολίσει την αστυνομία, να της προκαλέσει εφησυχασμό και την ίδια στιγμή να πραγματοποιήσει το εμπόριο του από άλλο δρομολόγιο. Ο λόγος που προκρίθηκε αυτή η υπόθεση, αφορά στο ότι η σπείρα πλήρωνε καλά δύο αστυνομικούς για να κάνουν τα στραβά μάτια. Ένας αμοιβόταν με 100.000 δολάρια ανά δρομολόγιο και ο έτερος είδε να του δίνουν δώρο ένα σπίτι στη Βούλα αξίας 150 εκατομμυρίων δραχμών.

Σε κάθε περίπτωση, ο Αντόνιος δεν ήταν ανάμεσα στα άτομα που συνελήφθησαν, ήταν όμως πρώτο όνομα στα 22 άτομα εναντίον των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία κατόπιν της ομολογίας για διακίνηση κοκαΐνης μέσα σε ψυγεία, στερεοφωνικά και έπιπλα!

Μαζί του ήταν και ο Ρομπέρτο Πεϊνάδο, συνεταίρος του που δρούσε από το Κίτο του Εκουαδόρ κι επομένως δεν μπορούσε να συλληφθεί από την ελληνική αστυνομία. Το ίδιο ίσχυσε και για τον άφαντο Αντόνιος μέχρι το 1998. Στο μεσοδιάστημα αυτών των 7 ετών, ο Αντόνιος είχε αναπτύξει τη δράση του στην Ιταλία και το Άμστερνταμ, με την Αθήνα να είναι ο ενδιάμεσος σταθμός. Το 1994 μάλιστα, ο εισαγγελέας της ολλανδικής πρωτεύουσας εξέδωσε ένταλμα σύλληψης ύστερα από εξιχνίαση μεταφοράς 860 κιλών ναρκωτικών.

Θεωρώντας πως η μπόρα έχει περάσει, ο Αντόνιος επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το 1991, αυτή τη φορά όμως συν γυναιξί και τέκνοις. Μαζί με την δεύτερη γυναίκα του Βερόνικα Ροσέρο, τις δύο κόρες τους και τον 20χρονο γιο του από τον πρώτο γάμο, κατοίκησαν ένα πολυτελές διαμέρισμα στη Βούλα, με το ενοίκιο να φτάνει τις 300.000 δραχμές, ποσό πολύ υψηλό για την εποχή.

Η δράση του συνεχίστηκε για μερικούς μήνες μέχρι που στις 12 Οκτωβρίου του 1998 η αστυνομία προχώρησε στον εντοπισμό και τη σύλληψή του, με το δικαστήριο να του επιβάλλει ισόβια κάθειρξη.

Το ζουμί της υπόθεσης του Αντόνιος όμως δεν τελειώνει εδώ. Ίσως από εδώ και μετά να ξεκινάει. Κι αυτό γιατί ο Ελληνοαιγύπτιος δεν επιχείρησε να διεκδικήσει στη δίκη μείωση της ποινής του. Αντιθέτως, έμοιαζε να θέλει να μείνει στη φυλακή όσο περισσότερο γίνεται.

Η τραγική του κατάληξη έδειξε πως γνώριζε τι τον περίμενε έξω από τη φυλακή επειδή είχε συλληφθεί και είχε αποτελέσει «διαρροή» για το καρτέλ.

Η θητεία του διήρκησε τελικά 11 χρόνια, στις φυλακές Κέρκυρας και μετά στην Αλικαρνασσό της Κρήτης. Σε αυτό το διάστημα η περιουσία του δαπανήθηκε σε δικαστικές διαδικασίες που κινούσε με σκοπό να μεταφερθεί σε φυλακή κοντά στο σπίτι του και σε ποσά που έφευγαν για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή του.

Είχε φτάσει κιόλας 64 ετών το 2009, όταν και γράφτηκε ο επίλογος σε αυτή την εγκληματικά περιπετειώδη ζωή.

Κατά την παρουσία του στην Αθήνα για 10 ημέρες άδειας που είχε πάρει, ο Αντόνιος απήχθη ένα βράδυ στην Ιασωνίδου, ενώπιον της γυναίκας του. Εκείνη ενημέρωσε την αστυνομία, όμως όλα είχαν κριθεί. Το επόμενο μεσημέρι θα έβρισκαν το πτώμα του με το κεφάλι κονιορτοποιημένο κάπου στη λεωφόρο Διονύσου.

Το μυστήριο των δολοφόνων του παρέμεινε μυστήριο και παραμένει ως σήμερα, με το πιθανότερο σενάριο να κάνει λόγο για προσπάθεια απόσπασης κάποιων πληροφοριών, κάτι που βασίζεται στο ότι δεν μιλάμε για επί τόπου δολοφονία, ενώ οι ερευνητές θεώρησαν πως η δολοφονία του ήρθε σαν το τρίτο χτύπημα μετά την εξαφάνιση και πιθανή δολοφονία δύο συνεργών του, του Αλέξανδρου Ζεκερίδη και του Ηλία Ορφανού.

Η δολοφονία του έβαλε τέλος σε ένα μεγάλο κεφάλαιο ερευνών για την ελληνική αστυνομία και σε έναν τρομακτικά αμύθητο αριθμό κιλών που διακίνησε σε αυτά τα σχεδόν 10 χρόνια της εν Ελλάδι δράσης του.