Μήπως είναι ο Λίαμ Νίσον ο πιο άτυχος ηθοποιός στην ιστορία;

Η χρονιά που δύο τεράστιες προσωπικότητες «συγκρούστηκαν»...

Επιμέλεια: Μάριος Αγγελέτος 

Την πορεία και την ιστορία του Λίαμ Νίσον λίγο πολύ την γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος. Με ρόλους όπως του Ρας Αλ Γκουλ στο «Batman Begins», του Μπράιαν Μιλς στο «Taken», ακόμα και αυτό του σοφού τζεντάι Κουάι-Γκον Τζιν στο «Star Wars», έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πιο γνωστούς «μάτσο» ηθοποιούς του αμερικανικού κινηματογράφου και της αμερικανικής κουλτούρας.

Παρ’ όλα αυτά ο 68χρονος πλέον Νίσον αδικείται, και μάλιστα πολύ. Η ημερομηνία που έδειξε όντως για το τι είναι ικανός ήταν στις 30 Νοεμβρίου του 1993. Η μέρα που έκανε την επίσημη πρεμιέρα της η «Λίστα του Σίντλερ» στη Νέα Υόρκη. Το θέμα της ταινίας δυστυχώς δεν μπορεί να μην είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο. Οι λέξεις Άουσβιτς, Νταχάου και Μαουτχάουζεν κρύβουν όλες από πίσω ένα πολύ σκοτεινό παρελθόν.

Ένα παρελθόν που βάφτηκε κόκκινο με το αίμα των αθώων Εβραίων, οι οποίοι θυσιάστηκαν στο βωμό της ματαιοδοξίας και του μίσους που έτρεφε ο Χίτλερ για όσους ήταν διαφορετικοί από εκείνον. Μέσα στο απύθμενο μίσος, υπήρξε μόνο ένας άνθρωπος που έκανε την διαφορά, αυτός ήταν ο Όσκαρ Σίντλερ.

Ένας Γερμανός που αρχικά χρησιμοποίησε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τα φθηνά εργατικά χέρια των Εβραίων για να πλουτίσει στην Πολωνία και συγκεκριμένα στην Κρακοβία. Έτσι ξεκίνησε η σχέση του με το Ολοκαύτωμα, ένας ήταν όμως ο άνθρωπος που έγινε ο συνδετικός κρίκος του Σίντλερ με την μοίρα των Εβραίων.

Ο Ιτζακ Στερν ήταν ένας Εβραίος λογιστής που είχε επαφές με την κοινότητα της Κρακοβίας, όπως και με την μαύρη αγορά. Μία σχέση που ωφελεί και τις δύο πλευρές, με τον Σίντλερ να κερδίζει από τα φθηνά εργατικά χέρια της εβραϊκής κοινότητας, ενώ ο Στερν με αυτό τον τρόπο μπορούσε να σώσει όλο και περισσότερους ανθρώπους από τα χέρια των Ναζί και των SS.

Όλα βαίνουν καλώς, μέχρι να φτάσει στην Κρακοβία ο Άμον Γκετ, νέος υπεύθυνος για το στρατόπεδο συγκέντρωσης των Εβραίων. Ο Γκετ προσωποποιεί όλο το μίσος του Τρίτου Ράιχ για τις μειονότητες, καθώς και τις βάρβαρες μεθόδους εξόντωσης δίχως δεύτερη σκέψη.

Ο Σίντλερ γνωρίζει πως ο δρόμος για την τσέπη του περνάει μέσα από το γραφείο του Γκετ, εξ ου και οι ολοένα και περισσότερες επαφές των δύο. Το πρώτο σοκ για τον Όσκαρ είναι όταν αντικρίζει μία μέρα την στάχτη πάνω στο αμάξι του, στάχτη που λίγο αργότερα έμαθε πως ήταν από τα πτώματα των Εβραίων που έκαιγαν οι στρατιώτες.

Ένας στρατιώτης ουρλιάζει μπροστά από τον λόφο με τα πτώματα «Βαλχάλα», κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Εικόνες που θα μπορούσες να φανταστείς διαβάζοντας μόνο σκανδιναβικές σάγκες για θηριώδεις πολεμιστές και το τέλος τους, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση είναι τα άψυχα σώματα χιλιάδων βασανισμένων ανθρώπων.

Ο ίδιος αργά η γρήγορα μαθαίνει για το επερχόμενο τέλος τους, το Άουσβιτς «καλεί» τους εργάτες του Σίντλερ. Τότε είναι που εκείνος μαζί με τον Στερν ετοιμάζουν την λίστα που έσωσε πάνω από 1.200 ανθρώπους, όλους με προσωπικά έξοδα και συνεχείς προσπάθειες του ίδιου του Σίντλερ.

Η μεταφορά τους στο εργοστάσιο του στο Σβιτάβι στην Τσεχοσλοβακία, η συντήρηση τους και η προσπάθεια του να παρουσιάσει ένα «ενεργό» εργοστάσιο τον κατέβαλε οικονομικά. Πλέον έφτασε το πολυαναμενόμενο τέλος του πολέμου, εκείνοι ήταν ελεύθεροι όμως εκείνος θεωρούταν εγκληματίας, έπρεπε να διαφύγει.

Η αποχαιρετιστήρια σκηνή του ίδιου με τους εργάτες ίσως να είναι και η πιο δυνατή της ταινίας, η στιγμή που ένας άνθρωπος που κατάφερε να σώσει 1.200 ψυχές νιώθει ένοχος, νιώθει ένοχος που δεν κατάφερε να σώσει ακόμα περισσότερες.

Το δαχτυλίδι που του έδωσαν έγραφε ένα απόσπασμα από το Ταλμούδ: «Όποιος σώζει μία ζωή, σώζει ολόκληρο τον κόσμο». Αυτός ήταν ο τρόπος να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους σε εκείνον. Ο Σίντλερ προσπάθησε να ορθοποδήσει στην ζωή του αλλά απέτυχε πολλές φορές, ο Γκετ εκτελέστηκε για τα εγκλήματα πολέμου, ενώ οι «Εβραίοι του Σίντλερ» άρχισαν και πάλι να στέκονται στα πόδια τους. Μέχρι και σήμερα έχει γίνει γνωστό πως υπάρχουν πάνω από 8.500 απόγονοι και συγγενείς των ανθρώπων που έσωσε ο Σίντλερ, όλα με κίνδυνο της ζωής του.

Μία τόσο σπουδαία και δραματική ιστορία χρειάζεται και τα ανάλογα άτομα, για να μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ «έκοβε και έραβε» από την καρέκλα του σκηνοθέτη, ενώ ο Τζον Γουίλιαμς κατάφερε για άλλη μία φορά με την μουσική του να εντείνει την δραματικότητα της ταινίας. Οι Μπεν Κίνγκσλεϊ και Ρέι Φάινς, που ενσάρκωσαν τους Ιτζακ Στερν και Άμον Γκετ, ήταν αξιοι συμπαραστάτες δίπλα στον μεγάλο χαμένο της ταινίας, τον Λίαμ Νίσον. Την χρονιά που ο ίδιος έδωσε την καλύτερη εμφάνιση της κινηματογραφικής του καριέρας, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Τομ Χανκς και το «Φιλαδέλφεια».

Μπορεί η ταινία του να κέρδισε συνολικά επτά Όσκαρ, όμως έχασε αυτό που πολλοί θεωρούσαν το πιο σίγουρο, αυτό του Α’ Ανδρικού Ρόλου. Εκείνη την χρονιά έδωσε και ο Χανκς μία από τις καλύτερες, μπορεί και την καλύτερη, ερμηνείες της ζωής του.

Για όποιον και να κέρδιζε θα ήταν δίκαιο, για όποιον και να έχανε θα ήταν άδικο, έτυχε εκείνη την φορά να είναι ο Νίσον στην πλευρά των «ηττημένων». Και οι δύο ήθελαν να περάσουν ένα μήνυμα μέσα από τις ταινίες τους, να πουν μία ιστορία, κάτι που κατάφεραν αμφότεροι σε μεγάλο βαθμό.

Σε μία σκηνή της ταινίας, ο Σίντλερ απευθύνεται στην γυναίκα του και λέει το εξής: «Όλοι θα τον θυμούνται, έκανε κάτι αξιοσημείωτο, κάτι που δεν έκανε κανένας άλλος». Τελικά το κατάφερε! Όχι όπως θα περίμενε ο ίδιος στην αρχή, αλλά όπως θα ήθελε η ανθρώπινη πλευρά του.

Δεν είναι εύκολο να μεταφέρεις στην μεγάλη οθόνη την ιστορία και τις προσπάθειες ενός εκ των μεγαλύτερων ηρώων στην ανθρώπινη ιστορία. Όμως ο Νίσον το κατάφερε, κρίμα μονάχα που επέλεξε αργότερα στην καριέρα του να αλλάξει πορεία, ίσως κάποια μέρα η Ακαδημία να ξεπλήρωνε απέναντι του το χρέος που υπάρχει από το 1993.