Με μόλις 12 ταινίες στο ενεργητικό του ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης ένιωσε τόσο γεμάτος από την καριέρα του και όσα έζησε τα χρυσά χρόνια του ελληνικού σινεμά, που τελικά αποφάσισε να τα αφήσει όλα πίσω του και να εξαφανιστεί από το προσκήνιο.
Όπως είχε πει και ο ίδιος σε μια από τις σπάνιες (ο όρος είναι κυριολεκτικός) συνεντεύξεις του, είχε νιώσει ότι είχε έρθει η ώρα να αποχωρήσει από τον χώρο αφού για εκείνον ναι μεν η υποκριτική και η ηθοποιία αποτέλεσε ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα, αλλά παράλληλα στην πορεία συνειδητοποίησε ότι ήταν «απλά μια δουλειά»…
Βέβαια για να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα χρειάστηκε να κάνει θυσίες. Με μεγαλύτερη όλων ίσως την ρήξη με τον πατέρα του που επιθυμούσε να δεν τον γιο του να ακολουθήσει τα βήματά του και να αναλάβει το συνεργείο του (ήταν εργολάβος ελαιοχρωματιστής) και όχι να σπουδάσει υποκριτική. Όταν –τελικά- το πήρε χαμπάρι, ο νεαρός τότε Βαγγέλης έφυγε από το σπίτι και παράλληλα με τις σπουδές του στην σχολή Σταυράκου, χρειάστηκε να βρει άμεσα μια δουλειά για να συντηρήσει τον εαυτό του.
Εκείνο το κρίσιμο για το μέλλον του διάστημα είχε την τύχη να έχει δίπλα του τον Βύρωνα Παπαμιχάλη. Τον διευθυντή παραγωγής της κινηματογραφικής εταιρείας Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη, σκηνικά της οποίας συντηρούσε λόγω του επαγγέλματός του ο πατέρας του. Εκείνος ο άνθρωπος, που βοήθησε πολύ στα πρώτα βήματά του τον Βουλγαρίδη, του έδωσε και την πρώτη δουλειά του στο «σανίδι». Μπορεί να μην ήταν αυτό που ονειρευόταν, αλλά αποτέλεσε ουσιαστικά το διαβατήριό του για τον μαγικό κόσμο του θεάματος.
Μέσα από την γνωριμία τους, εμφανίστηκε ο Γιώργος Θεοδοσιάδης και του πρόσφερε τον πρώτο ρόλο του, δίπλα σε ονόματα όπως ο Κούρκουλος, ο Καρούσος και η Βεργή. Με την μόνη διαφορά ότι ο Βουλγαρίδης το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πατάει το play και το stop σε ένα κασσετοφωνάκι ώστε να αρχίσει και να σταματά η μουσική κατά την διάρκεια της παράστασης…
Ακόμη κι αυτό όμως του ήταν αρκετό. Όταν στο σενάριο προστέθηκε κι ένας βουβός ρόλος ενός ναύτη, ο 18χρονος Βαγγέλης ήταν εκεί γύρω για να τον αρπάξει. Από εκεί και πέρα δεν κοίταξε ποτέ πίσω του και συνειδητοποίησε ότι περπατούσε χωρίς να το γνωρίζει καν στον δρόμο της επιτυχίας και της καταξίωσης.
Θα κάνει το ντεμπούτο του στην μεγάλη οθόνη το 1960, σε ηλικία 20 ετών. Ήταν η ταινία «Νύχτες στο Μιραμάρε» με την οποία μπαίνει στο «μάτι» της «Φίνος Φιλμς», της κορυφαίας εταιρείας παραγωγής εκείνη την εποχή στην Ελλάδα που ήθελε έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να ενσαρκώσει με επιτυχία ρόλους «καλών παιδιών». Η ευγενική φυσιογνωμία, η μειλίχια ομιλία του και η ζεστή φωνή του κάλυπταν κενά στην υποκριτική ικανότητά του (όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος σε μία από τις σπανιότατες φορές που έσπασε την σιωπή του και μίλησε σε δημοσιογράφο).
Με το έργο «Κατήφορος» πρωταγωνιστεί στο πλευρό της Ζωής Λάσκαρη, (τον θεωρούσε απ’ τους καλύτερους παρτενέρ της) ενώ η καριέρα και των δύο απογειώνεται. Ουσιαστικά με αυτήν την ταινία «γεννιέται» ο χαρακτήρας που θα δει το κοινό τα επόμενα χρόνια, σε μερικές από τις πλέον εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών στο ελληνικό σινεμά.
Την επόμενη χρονιά πρωταγωνιστεί στο «Νόμος 4000» και στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο», εγκαινιάζοντας μετά την Λάσκαρη και τον Ζερβό την συνεργασία του με τον Γιάννη Δαλιανίδη και αργότερα με τον Πρέκα, τον Κούρκουλο αλλά και την Αλίκη Βουγιουκλάκη, μεταξύ άλλων. Το 1962 ακολουθεί το φιλμ «Τα Παλιόπαιδα» και ένα χρόνο αργότερα ο «Εγωισμός» και το «Δόλωμα», με το οποίο η καριέρα του απογειώνεται ακόμη περισσότερο. Υπακούοντας στην εσωτερική ανάγκη του να παίζει όποτε και όσο θέλει εκείνος, δίχως να νιώθει την πίεση να βγάλει περισσότερα χρήματα ή να συντηρήσει την εικόνα του ζεν πρεμιέ, ο Βουλγαρίδης τα επόμενα 7-8 χρόνια θα παίξει μόνο σε τρία φιλμ. Την «Κλεμμένη Αγάπη» το 1966, το «Νυφοπάζαρο» το 1969 και το «Ταγκο 2001» το 1973, το οποίο και αποτελεί το «κύκνειο άσμα» του στον κινηματογράφο.
Αργότερα θα μεταπηδήσει στο νέο μέσο της εποχής, την τηλεόραση, ως παρουσιαστής στο θρυλικό «Λούνα Παρκ», αντικαθιστώντας τον Τέρενς Κουίκ. Διατηρείται εκεί μέχρι το 1980 κι ενώ στο μεταξύ έχει εγκαταλείψει και το θέατρο. Στα 40 του χρόνια αντιλαμβάνεται ότι πλέον δεν τον καλύπτει ο χώρος του θεάματος κι έτσι εντελώς ξαφνικά, χωρίς φανφάρες και δηλώσεις, εξαφανίζεται και ελάχιστοι γνωρίζουν το τι κάνει. Όταν μετά από πολύ καιρό τον προσεγγίζει ο Νίκος Φώσκολος για να τον βγάλει από την «σιέστα» του, αποδεικνύεται ότι αυτή η συνεργασία δεν πηγαίνει καλά, με αποτέλεσμα ο Βουλγαρίδης να επιστρέψει στην… ησυχία του.
Τα τελευταία χρόνια προτιμά να φροντίζει τα φυτά του, στον κήπο του σπιτιού του κάπου στην Πελοπόννησο, με το χαμόγελο και την σιγουριά του ανθρώπου που έζησε όπως ακριβώς ήθελε. Δεν βλέπει καν τις ταινίες του. Όπως εκμυστηρεύτηκε, απλά τσεκάρει ότι παίζονται ακόμα…