Αν και μοιάζει με παραμύθι, η καριέρα του Ρόκι Μαρτιάνο δεν βασίστηκε σε ψέματα. Για την ακρίβεια, υπάρχουν μόνο 2-3 πραγματάκια που δεν ισχύουν στην πραγματικότητα σχετικά με την διαδρομή αυτού του μυθικού πυγμάχου που εγκατέλειψε τα ριγκ έχοντας αφήσει πίσω του μόνο πεσμένους αντιπάλους στο καναβάτσο.
Το πρώτο αναληθές στην βιογραφία του είναι το όνομά του. Γεννημένος ως Ρόκο Φράνσις Μαρκετζιάνο, την 1η Σεπτεμβρίου 1923 στο Μπρόκτον της Μασαχουσέτης, υιοθέτησε το πολύ πιο πιασάρικο Ρόκι Μαρτσιάνο, με το οποίο θα γινόταν τελικά διάσημος σε όλον τον κόσμο, έχοντας αφήσει ως απόλυτη παρακαταθήκη και κληρονομιά το γεγονός ότι είναι ο μοναδικός μποξέρ στην ιστορία της κατηγορίας των βαρέων βαρών που κρέμασε τα γάντια του έχοντας πετύχει μόνο νίκες. 49 σε ισάριθμους αγώνες και μάλιστα με 43 νοκ άουτ. Ο λόγος αυτής της αλλαγής ήταν η αδυναμία ενός παρουσιαστή να το προφέρει σωστά πριν από έναν αγώνα. Ο μάνατζέρ του πρότεινε το Ρόκι Μακ, εκείνος όμως προτίμησε το πολύ πιο «ιταλικό» Μαρτσιάνο για να τιμήσει την καταγωγή του.
Το δεύτερο ψέμα έχει να κάνει με τον αστικό μύθο ότι ο Σιλβέστερ Σταλόνε εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα Ρόκι για την ομώνυμη ταινία από αυτόν. Σήμερα ξέρουμε ότι αυτός ο τύπος ήταν ο Τσαπ Γουέπνερ, που κόντεψε να κάνει την μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, κόντεψε να βγάλει νοκ άουτ τον Μοχάμεντ Άλι (τον οποίο έριξε με την πλάτη στο καναβάτσο στο 9ο γύρο της μεταξύ τους αναμέτρησης σε αγώνα επίδειξης). Στην πραγματικότητα στο φιλμ ο ήρωας που ενσαρκώνει ο Σταλόνε έχει ως είδωλο τον ιταλοαμερικανό πυγμάχο, του οποίου τελικά παίρνει και το μικρό όνομά του εξαιτίας του θαυμασμού του για αυτόν.
Τέλος, ένας τρίτος μύθος, ή καλύτερα μια λανθασμένη εντύπωση, είναι ότι ο Μαρτσιάνο έφτασε εκεί που έφτασε λόγω τρομερής δύναμης ή φανταστικής τεχνικής. Αν και δεν τον έλεγες αδύναμο, φυσικά, ή «ατσούμπαλο», άλλο ήταν το στοιχείο που τον έκανε να ξεχωρίζει (κι έδωσε και ένα μέρος της έμπνευσης στον Σταλόνε για τον χαρακτήρα του Ρόκι). Το απίθανό σαγόνι του!
Ο «Βράχος του Μπρόκτον» άντεχε στο ξύλο. Καμιά φορά και πέρα από κάθε φαντασία. Έμενε εκεί στο κέντρο του ρινγκ ή στριμωγμένος στα σχοινιά, δεχόμενος το ένα χτύπημα πίσω από το άλλο, χωρίς όμως να τα παρατάει. Και δίχως να δίνει την ικανοποίηση στους αντιπάλους του ότι τον πονάνε ή ότι η κατάρρευσή του θα ήταν θέμα χρόνου. Με απίστευτες φυσικές αντοχές, πείσμα και αδιανόητη ανοχή στον πόνο, ο Μαρτσιάνο έφτανε στο σημείο να πανικοβάλει τους συναθλητές του και όταν ένιωθε ότι εκείνοι είχαν ήδη εξαντληθεί και ηττηθεί πνευματικά, εξαπέλυε την δική του επίθεση και κέρδιζε τον αγώνα. Κάτι που επανέλαβε για 49 φορές στην καριέρα του. Όσες δηλαδή και οι νίκες του στα ισάριθμα ματς που έδωσε ως επαγγελματίας και παρά το γεγονός ότι το ρεκόρ του ως ερασιτέχνης δεν ήταν καθόλου εντυπωσιακό (8-4).
Το παρουσιαστικό του δεν θύμιζε καν πυγμάχο κατηγορίας βαρέων βαρών, είχε όμως τον αθλητισμό και το πνεύμα του νικητή στο αίμα του από την εποχή που στο Λύκειο έπαιζε αμερικάνικο ποδόσφαιρο και μπέιζμπολ. Η θητεία του για χρόνια στον στρατό τον έκανε ακόμη πιο σκληρό, συμπληρώνοντας την «εκπαίδευση» στην τέχνη της επιβίωσης η οποία είχε ξεκινήσει από τις γειτονιές του Μπρόκτον και του Μπρούκλιν όπου ως νέος είχε κάνει σχεδόν οτιδήποτε. Οδηγός φορτηγού, εργάτης στους σιδηρόδρομους, ακόμη και τσαγκάρης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θέλησε να επιστρέψει στην παλιά του ζωή. Είδε μπροστά του ένα δρόμο. Αυτό του επαγγελματία πυγμάχου. Έδωσε τον πρώτο του αγώνα με νίκη επί του αήττητου τότε Χάρι Μπιλιζαριάν. Επικράτησε με νοκ άουτ, όπως άλλωστε σερί στους 16 πρώτους αγώνες του…
Ο Μαρτσιάνο χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να πάρει μια ευκαιρία για τον παγκόσμιο τίτλο. Είχε ρεκόρ 42-0 πριν τελικά σταθεί απέναντι στον Τζέρσι Τζο Γουόλκοτ στις 23 Σεπτεμβρίου 1952. Ήταν ένας από τους πλέον συγκλονιστικούς αγώνες στην ιστορία του αθλήματος… Στο ρινγκ που στήθηκε στη Φιλαδέλφεια (το γήπεδο αργότερα ονομάστηκε JFK προς τιμήν του δολοφονηθέντος προέδρου των ΗΠΑ), ο κάτοχος της ζώνης κυριάρχησε απέναντι στον Ιταλό. Κατά γενική ομολογία είχε τον έλεγχο του αγώνα, προηγούνταν καθαρά στα σημεία, ενώ είχε ρίξει νοκ ντάουν τον Ρόκι στον πρώτο –κιόλας- γύρο. Άγνωστο (ακόμη) πώς, ο αγώνας έφτασε στο 13ο, με τους θεατές να θεωρούν ότι κάθε φορά που ο Μαρτσιάνο επέστρεφε, κινδύνευε να… εξαφανιστεί από τα χτυπήματα του πρωταθλητή.
Και τότε, στον 13ο γύρο, ο άνθρωπος που ως τότε υπέφερε, βρήκε το άνοιγμα για ένα και μοναδικό «χουκ». Το περίφημο «Σούζι Κιου», όπως έμεινε στην ιστορία, το οποίο ισοπέδωσε τoν Γουόλκοτ και του χάρισε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Στην επιστροφή του στην πατρίδα του στην Μασαχουσέτη τον περίμεναν περίπου 100.000 άνθρωποι για να τον αποθεώσουν!
Υπερασπίστηκε τον τίτλο του στη ρεβάνς με τον Γουόλκοτ μερικούς μήνες αργότερα και στη συνέχεια απέναντι στον Λα Στάρτσα (στον πιο αμφιλεγόμενο αγώνα της καριέρας του), τον Τσαρλς, τον Κόκελ και έριξε αυλαία τον Σεπτέμβριο του 1955 κόντρα στον Άρτσι Μουρ. Όπως συνέβη και τόσες άλλες φορές στο παρελθόν, ο Μαρτσιάνο υπέφερε στην αρχή (έπεσε νοκ ντάουν στον 2ο γύρο), πριν «αναστηθεί» και τελικά νικήσει με νοκ άουτ στο 9ο γύρο. Μύθος…
Μετά την πυγμαχία ασχολήθηκε με την τηλεόραση ως σχολιαστής και διαιτητής αγώνων, ενώ αποδείχθηκε και καλός επιχειρηματίας, σε αντίθεση με πολλούς άλλους μποξέρ που βρέθηκαν να πεθαίνουν πάμφτωχοι. Εκείνος έζησε μια καλή ζωή και τελικά έφυγε μία μέρα πριν γιορτάσει τα 46α γενέθλιά του. Στις 31 Αυγούστου 1969, το ιδιωτικό του αεροπλάνο Τσέσνα, τον οποίο δεν πιλόταρε ο ίδιος, βγήκε εκτός του αεροδιαδρόμου κατά την προσγείωση του σε ένα μικρό αεροδρόμιο έξω από το Νιούτον της Αϊόβα, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω σε δέντρο. Ήταν το μοναδικό χτύπημα το οποίο δεν άντεξε ο «Βράχος»…