Εάν ήταν ποδοσφαιριστής πιθανότατα θα έμοιαζε με αυτά τα ακούραστα αμυντικά χαφ που καταπίνουν χιλιόμετρα, τρέχουν παντού και καλύπτουν όλους τους χώρους, ακούγοντάς τα πού και πού από την κερκίδα για την… αμπαλοσύνη του και αφήνοντας τα αστέρια της ομάδας να παίρνουν όλη την δόξα για τις γκολάρες και τις φαντεζί ενέργειές τους.
Όταν όμως η καριέρα του θα τελείωνε, μια πιο προσεχτική ματιά των πεπραγμένων του από ειδικούς και… φιλάθλους θα του έφερνε επιτέλους την δικαίωση και την αναγνώριση που του άξιζε, όταν ολοένα και περισσότεροι θα ήταν σε θέση να αντιληφθούν τον ρόλο του.
Και για τον Τάσο Ψωμόπουλο, που για τις ανάγκες της εισαγωγής του παρόντος κειμένου μετατράπηκε από ηθοποιό σε ποδοσφαιριστή, ο ρόλος ήταν πάντα δεύτερος, αλλά ποτέ αδιάφορος.
Οι περισσότεροι σήμερα ενδεχομένως να τον θυμούνται από τις τελευταίες… ομάδες της καριέρας του. Όταν, δηλαδή, άφησε πίσω τους τις μεγάλες… ΠΑΕ και τις ακριβές για την εποχή, παραγωγές για να βγάλει «μεροκάματο» αγωνιζόμενος σε πιο χαμηλές κατηγορίες –και στην δική μας περίπτωση- σε βιντεοταινίες.
Με περισσότερες από 150 συμμετοχές σε βιντεοκασέτες, ο γεννημένος το 1942 στη Θεσσαλονίκη ηθοποιός έχει ξεκάθαρη άποψη για εκείνο το κομμάτι της ζωής του. «Τις έβλεπα μετά και έλεγα ‘‘τι έκανα;’’ και ένιωθα ντροπή», είπε αργότερα σε συνέντευξή του, παραδεχόμενος ότι επρόκειτο για αρπαχτές, τις οποίες πάντως ακόμα κι αν μετάνιωσε για το καλλιτεχνικό και αισθητικό επίπεδό τους, γνώριζε καλά ότι έφεραν φαγητό στο τραπέζι σε μια περίοδο που οι ηθοποιοί ξέμεναν οι επιλογές. Εκείνος, μπορεί συνήθως στους ρόλους του να ενσάρκωνε κάποιον αγαθούλη ή ακόμη και κουτοπόνηρο μικροαπατεώνα, αλλά στην πραγματική ζωή ίσχυε ακριβώς το αντίθετο. Είχε απόλυτη αντίληψη και διορατικότητα.
Άλλωστε από τα νιάτα του κιόλας ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για την σύνταξη των ηθοποιών. Όταν τα χρήματα έρρεαν και οι ταινίες έκοβαν εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια ο Ψωμόπουλος ήταν από τους λίγους που έκοβαν ένσημα, αντιλαμβανόμενος όσα έρχονταν. Προέτρεπε, μάλιστα και τους συναδέλφους του να πράξουν ανάλογα, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ως συνδικαλιστής (υπήρξε γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών) είχε καταφέρει να πείσει την υπουργό Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, να εκχωρηθεί ένα κονδύλι σε παλαίμαχους ηθοποιούς ώστε να εξαγοράσουν τα ένσημά τους. Πολλά από τα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του σινεμά εξασφάλισαν αξιοπρεπή γεράματα χάρη σε αυτόν τον άνθρωπο.
Ίσως με αυτόν τον τρόπο επέστρεψε και ο ίδιος κάτι σε μερικά από τα ιερά τέρατα της υποκριτικής με τα οποία είχε συνεργαστεί στο σανίδι και την μεγάλη οθόνη. Από πού να ξεκινήσει και πού να τελειώσει κανείς τις αναφορές… Από τον Σταυρίδη, τον Παπαγιαννόπουλο, τον Ευθυμίου, τον Φωτόπουλο, τον Ηλιόπουλο, τον Αυλωνίτη, τον Ρίζο την Βλαχοπούλου, τον Κωνσταντίνου, την Καλουτά; Με τέτοιο παλμαρέ και βιογραφικό, πρακτικά ίσως να μην υπάρχει ούτε ένα σημαντικό όνομα με το οποίο να μην συνυπήρξαν έστω σε μία παραγωγή. Ίσως πάντως αξίζει να σταθούμε σε δύο. Στον Παπαγιαννόπουλο και τον Σταυρίδη. Ο πρώτος ήταν που άναψε το πράσινο φως για την πρόσληψή του όταν πέρασε από οντίσιον για μια παράσταση το 1963, όταν και κατέβηκε στην Αθήνα και βρήκε δουλειά πριν καν σπουδάσει ηθοποιός. Ο δεύτερος ήταν ο άνθρωπος που αποφάσισε να του δώσει μόνιμη θέση στον θίασό του και ουσιαστικά να του δώσει μια ευκαιρία διαρκείας προκειμένου να δείξει το ταλέντο του.
Ως παιδί ήθελε να γίνει γιατρός ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του. Όταν όμως απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις, επανήλθε σε όσα έκανε μικρός όταν έστηνε δικές του αυτοσχέδιες παραστάσεις ή διασκέδαζε τους κοντινούς του με ένα σωρό μιμήσεις. Ήταν γεννημένος για το θέαμα και όταν έγινε δεκτός στην δραματική σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, το νερό μπήκε στο αυλάκι.
Στον κινηματογράφο έκανε ντεμπούτο την δεκαετία του ’70 και μια απλή αναφορά στις συμμετοχές του θα γέμιζε… τόμους. Ωστόσο δεν θα ήταν δυνατό να μην τονίσει κανείς τα πεπραγμένα του στα φιλμ «Ομορφόπαιδα», «Δάκρυα για έναν αλήτη», «Μάρα η τσιγγάνα», «Σέργιος και Άννα», «Μπουζάνκα αλά ελληνικά», «Σπηλιά της αμαρτίας», «Υποψήφιοι βουλευτές και βουλευτίνες», «Έξοδος κινδύνου», «Ο σεξοκυνηγός», «Εγώ και το πουλί μου», «Ήταν άξιος», «Πάτερ Γκομένιος», «Πες τα βρωμόστομε», «Λαλάκης ο εισαγόμενος», «Ο ιππότης της λακκούβας», «Κλεφτρόνι και τζέντλεμαν» και φυσικά το αξεπέραστο «The Κόπανοι». Το απόλυτο cult διαμάντι του 1987, όπου διέπρεcε ως «σκατό» ή «υπόθετο», όπως χαρακτηρίζεται στο θρυλικό τραγούδι τίτλων που ερμηνεύει ο Γιώργος Κωνσταντίνου!
Πέρα από αυτές τις παραγωγές και τις πάνω από 150 βιντεοταινίες, ο Ψωμόπουλος συμμετείχε σε αρκετά σίριαλ της τηλεόρασης, σχεδόν από την ίδρυσή της, παίζοντας σε σειρές στην ΕΡΤ και την ΥΕΝΝΕΔ, ενώ παρέμεινε ενεργός μέχρι το 2004, επιλέγοντας τα τελευταία χρόνια της καριέρας του να επιστρέψει στην βάση του.
Ο Ψωμόπουλος επέστρεψε στη δεκαετία του 1990 στη συμπρωτεύουσα για να συνεργαστεί με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος όπου του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει την καλύτερη… μπάλα της ζωής του. Εκεί έβγαλε ένα εντελώς διαφορετικό υποκριτικό προφίλ παίζοντας σε σπουδαίες παραστάσεις όπως «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπρεχτ, «Οδυσσέα γύρισε σπίτι» του Καμπανέλλη, «Εξορία» του Μάτεσι, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη…
Η τελευταία θεατρική δουλειά του ήταν «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» το 2004, όταν και πήρε την απόφαση να κρεμάσει τα… παπούτσια του. Παρά τις παροτρύνσεις για το αντίθετο, εκείνος αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί (γευόμενος τους καρπούς του δικού του αγώνα για σύνταξη των ηθοποιών) και να αποσυρθεί στην Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης.
Εκεί, μπορεί τα φώτα να είχαν σβήσει, αλλά στο πρόσωπό του παρέμενε για πάντα χαραγμένο το στραβό χαμογελάκι και το πονηρό βλέμμα που τον έκανε έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους και αγαπημένους ρολίστες κι ας μην μπορούν πολλοί σήμερα να θυμηθούν το όνομά του. Αρκεί που μνημονεύουν την ακούραστη παρουσία του για 40 ολόκληρα χρόνια…