Οι πέντε μήνες από το Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 1985 ήταν από τις πιο ταραχώδεις και αγωνιώδεις περιόδους της ευρύτερης περιοχής του Λος Άντζελες. Ήταν η εποχή που οι πολίτες κλειδαμπάρωναν τα σπίτια τους και προμηθεύονταν μαζικά όπλα, καθώς και μόνο στο άκουσμα της φράσης «Night Stalker» το αίμα τους πάγωνε.
Βγαλμένος από το πιο ευφάνταστο σενάριο κινηματογραφικού θρίλερ, ο εκ των πιο διαβόητων serial killer στην ιστορία των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Ραμίρες, είχε γίνει ο φόβος και τρόμος του πεδίου δράσης του, με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του σε σπίτια, που κατέληγαν σχεδόν κατά κανόνα σε δολοφονίες και βιασμούς.
Ο Ραμίρεζ χτυπούσε πάντα νύχτα και σχεδόν πάντα κατόπιν εισβολής στα σπίτια των υποψήφιων θυμάτων του, από τα οποία φεύγοντας άφηνε πίσω του ένα σκηνικό φρίκης. Το «Night Stalker» (νυχτερινός καταδιώκτης) απηχούσε ακριβώς σε αυτή την προτίμησή του, ενώ το είδος και η συχνότητα των επιθέσεων συνέθεσαν το προφίλ ενός από τους πιο ιδιαίτερους serial killer που έζησαν ποτέ.
Ο 25χρονος εκείνη την περίοδο Τεξανός δεν εξαιρούσε κανένα έγκλημα από το ρεπερτόριο του. Έδρασε ως δολοφόνος, βιαστής, παιδόφιλος, απαγωγέας, διαρρήκτης και ληστής, ενώ ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν τα σατανιστικά σύμβολα που άφηνε σουβενίρ, συνήθως γραμμένα σε τοίχους, στους τόπους των εγκλημάτων του. Μαζί και η παροιμιώδης μοχθηρία του, για την οποία ένας δικαστής έχει δηλώσει ότι «ξεπερνούσε τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης»
Για 14 μήνες ήταν το «φάντασμα του Λος Άντζελες». Έστηνε καρτέρι έξω από σπίτια και όταν έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία έμπαινε μέσα από παράθυρα ή πόρτες, σκότωνε, βίαζε, έκλεβε ό,τι πολύτιμο έβρισκε και αποχωρούσε σαν να είχε βγάλει το μεροκάματο, αφήνοντας ενίοτε κάποιο μήνυμα (πεντάλφα) στους τοίχους.
Η πορεία προς την παράνοια
Γεννημένος στο Ελ Πάσο, στα σύνορα με το Μεξικό, ο Ραμίρεζ, μεγάλωσε με έναν ιδιαίτερα αυταρχικό και βίαιο πατέρα, που κακοποιούσε συχνά τα πέντε παιδιά του και ένα βράδυ έδεσε για τιμωρία τον μικρό Ρίτσαρντ στο σταυρό ενός νεκροταφείου. Έκτοτε το μικρότερο παιδί της οικογένειας κοιμόταν συχνά εκεί για να αποφύγει τον πατέρα του.
Μεγαλώνοντας, άρχισε να κάνει παρέα με τον κατά πολύ μεγαλύτερο ξάδερφό του, Μιγκέλ, βετεράνο του πολέμου του Βιετνάμ, ο οποίος καυχιόταν επιδεικνύοντας του φωτογραφίες βιασμένων και σκοτωμένων Βιετναμέζων γυναικών – θύματα του ίδιου. Ο Μιγκέλ τον μύησε στη χρήση όπλων, σε μεθόδους πάλης και θανάτωσης, ενώ όταν Ρίτσαρντ ήταν 13 χρόνων σκότωσε μπροστά του τη σύζυγό του, Τζέσι, κατά τη διάρκεια ενός καυγά.
Όταν ο Μιγκέλ κατέληξε στη φυλακή, ο Ραμίρεζ πήγε να ζήσει με μία από τις αδελφές του. Σε ηλικία 15 ετών σταμάτησε το σχολείο και ξεκίνησε την παραβατική συμπεριφορά, που εκδηλώθηκε αρχικά με διαρρήξεις και κατοχή ναρκωτικών. Στα 17 συνελήφθη και φυλακίστηκε για λίγο σε ίδρυμα ανηλίκων, ενώ μετά την αποφυλάκισή του εντάχθηκε σε πρόγραμμα τριετούς επιτήρησης και εθελοντικής εργασίας.
Όταν το 1980 τελείωσε το πρόγραμμα, ο Ραμίρες έφυγε από το Ελ Πάσο για να αναζητήσει την «τύχη» του στην Καλιφόρνια. Κοιμόταν σε εγκαταλελειμμένα σπίτια, έκανε χρήση κοκαΐνης και έκλεβε σπίτια και αυτοκίνητα, προκειμένου να εξασφαλίζει την τροφή και τη δόση του.
Η εκδήλωση της δολοφονικής μανίας του
Στις 28 Ιουνίου 1984 χτύπησε για πρώτη φορά, δολοφονώντας μέσα στο σπίτι της με αλλεπάλληλες μαχαιριές μια 79χρονη. Πέρασαν εννέα μήνες για την επόμενη δολοφονική επίθεση του, αλλά από τότε που εκδηλώθηκε αυτή ακολούθησαν άλλες 11 και ισάριθμοι βιασμοί. Τους άνδρες τους σκότωνε αμέσως, ενώ τις γυναίκες ήταν καθαρά θέμα τύχης αν θα τις άφηνε να ζήσουν, αφού πρώτα τις κακοποιούσε και τις βίαζε.
Χρησιμοποιούσε οτιδήποτε για να σκοτώσει, συνήθως περίστροφο, ενώ σε μία από τις επιθέσεις του ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου μια 61χρονη και σε μια άλλη το όπλο του φόνου ήταν ένα σφυρί. Δύο φορές χρησιμοποίησε ματσέτα για να ακρωτηριάσει τα θύματά του.
Ήταν τόσο… μοναδικός στο είδος του, που σε μία από τις εισβολές του, το Φλεβάρη του ’85, μπήκε από το παράθυρο στο παιδικό δωμάτιο της 6χρονης Αναστασία Χρονάς, την απήγαγε και εξαφανίστηκε. Μισοκοιμισμένο καθώς ήταν, το μικρό κορίτσι νόμιζε ότι βρισκόταν στα ασφαλή χέρια κάποιου συγγενή και δεν αντέδρασε. Όταν μέσα στο αυτοκίνητο ξύπνησε, ήρθε φάτσα με τη χειρότερη εκδοχή του τρόμου. Ο Ραμίρεζ της είπε να ανοίξει το ντουλαπάκι, αποκαλύπτοντας ότι μέσα υπήρχε ένα όπλο. «Απλά να ξέρεις ότι βρίσκεται εκεί» της είπε, ζητώντας της κατόπιν «να τον κοιτάξει και να τον αγγίξει».
Η μικρή μεταφέρθηκε με σάκο σε ένα βρώμικο, σκοτεινό και παράξενο δωμάτιο. Παρά τις εκκλήσεις της να σταματήσει «γιατί πονάει», η κακοποίηση της συνεχίστηκε εκεί για ώρες. Κάποια στιγμή όμως ο Ραμίρεζ έβαλε ξανά το 6χρονο κορίτσι σε ένα σάκο, τη μετέφερε έως την πόρτα ενός φαρμακείου και της είπε να μπει μέσα και να ζητήσει να ειδοποιήσουν τους γονείς της για να έρθουν να την πάρουν. Ποτέ δεν έμαθε για ποιο λόγο την άφησε να φύγει.
Η σύλληψη και ο ρόλος της 6χρονης στην καταδίκη
Έξι μήνες μετά, η μικρή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αναγνώριση του Ραμίρεζ, όταν ζητήθηκε από τους γονείς της να συνεργαστεί με τις αρχές. O καταζητούμενος συνελήφθη τον Αύγουστο του ’85, όταν κάποια στοιχεία οδήγησαν στην ταυτοποίηση του και στη δημοσιοποίηση της φωτογραφίας του. Περπατώντας στη μεξικάνικη συνοικία του Λος Άντζελες, αναγνωρίστηκε από τους πελάτες ενός μίνι μάρκετ, οι οποίοι δεν δίστασαν να τον κυνηγήσουν. Ο Ραμίρεζ τράπηκε σε φυγή, αλλά ο αριθμός των πολιτών που είχαν βρεθεί στο κατόπι του αυξανόταν διαρκώς κι έτσι έπεσε στα χέρια τους. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί, ουσιαστικά του έσωσαν τη ζωή αφού ο όχλος τον ξυλοκοπούσε αλύπητα.
Λίγες ημέρες αργότερα, η Αναστασία μετέβη στο τμήμα για να «επικυρώσει» την ενοχή του. Παρά τα όσα είχε υποστεί και το τεράστιο ψυχολογικό τραύμα, δεν δείλιασε ούτε στιγμή μπροστά στην ιδέα να δει ξανά τον βασανιστή της. Το κοριτσάκι ξεχώρισε κατευθείαν τον Ραμίρεζ μέσα από μια γραμμή αναγνώρισης υπόπτων, ενώ δήλωσε πρόθυμο να καταθέσει στο δικαστήριο «για να μην πάθει κανένα άλλο παιδάκι ό,τι έπαθα εγώ». Ο ντετέκτιβ Φρανκ Σαλέρνο χαρακτήρισε την ωριμότητα και γενναιότητά της «απίστευτη για 6χρονη», τελικά όμως δεν χρειάστηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, αφού τα στοιχεία έφταναν και περίσσευαν για να καταδικαστεί ο Ραμίρεζ με την εσχάτη των ποινών για δεκάδες άλλα εγκλήματα.
Το Netflix έκανε ντοκιμαντέρ σε τέσσερα επεισόδια την ιστορία του «Night Stalker», αναδεικνύοντας τη θαρραλέα στάση της Αναστασία Χρονάς, η οποία είναι σήμερα 41 ετών και έχει τη δική της οικογένεια με δύο παιδιά. «Προχώρησα μπροστά. Δεν άφησα αυτή την εμπειρία να με μετατρέψει σε ό,τι ήταν εκείνος», εμφανίζεται να λέει στην παραγωγή του Netflix.
Ο Ρίτσαρντ Ραμίρεζ δικάστηκε για 13 δολοφονίες, 5 απόπειρες δολοφονιών, 11 βιασμούς και 14 διαρρήξεις. Καταδικάστηκε 19 φορές σε θάνατο, αλλά έζησε 28 χρόνια στη φυλακή ως θανατοποινίτης και πέθανε τελικά από καρκίνο τον Μάιο του 2013.
Σε ένα θέμα με τίτλο «Οι 10 πιο παράφρονες serial killers της ιστορίας» στον ιστότοπο onlinepsychologydegree.info, ο Night Stalker επιλέχθηκε στο Νο. 10, αλλά δεδομένου του πολύ περιορισμένου χρόνου μέσα στον οποίο έκανε όσα έκανε, μάλλον… αδικείται από την ιεράρχηση.