Τα μπουζούκια του Βάρλα έχουν δική τους ψυχή και μιλάνε σε αυτές των ανθρώπων
Βρείτε μας στο

«Σκάρτα σε μας μη φέρεσαι

άτιμη κενωνία

σ’ ένα μπουζούκι του Βαρλά

δώσε μας ευκαιρία».

Αυτό το αυτοσχέδιο τετράστιχο είναι μόνο μία (αλλά απολύτως χαρακτηριστική) από τις αμέτρητες αναφορές υπό μορφή κριτικής, που συναντά κανείς σε σχετικά με μουσικά όργανα –και συγκεκριμένα μπουζούκια– στο διαδίκτυο. Εκεί όπου η πιάτσα μιλάει ανοιχτά και αποκαλύπτει αυτό που γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με το βασικό εργαλείο της ελληνικής λαϊκής μουσικής.

Για τον γεννημένο στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς οργανοποιό, Παναγιώτη Βάρλα, δεν χρειάζεται βέβαια να μιλήσουν οι άνθρωποι για να καταλάβεις το ποιόν του και την ξεχωριστή θέση και σημασία που έχουν τα δημιουργήματά του. Αφού μιλούν από μόνα τους. Και όπως υπογραμμίζει κάποιος από τους τυχερούς που διαθέτουν ένα μπουζούκι φτιαγμένο από τα χέρια του «δεν έχει ούτε όστρακα ούτε κότες πάνω… είναι απλό και γ@μ… Θα τα πουλήσω τα άλλα μπουζούκια να παραγγείλω άλλα μόνο από τον Βάρλα»!

Τα μπουζούκια του Βάρλα έχουν δική τους ψυχή και μιλάνε σε αυτές των ανθρώπων

Βγήκε μπροστά στα δύσκολα: Ο Iron Man που πήρε στις πλάτες του την ΑΕΚ, κάνει σεζόν καριέρας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Βγήκε μπροστά στα δύσκολα: Ο Iron Man που πήρε στις πλάτες του την ΑΕΚ, κάνει σεζόν καριέρας

Από μικρός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δραστηριότητες που συνηθίσαμε να αποκαλούμε εξωσχολικές. Του άρεσε ο αθλητισμός και ειδικότερα η κολύμβηση, αλλά το πάθος του αποδείχτηκε ότι ήταν οι τέχνες. Έπαιζε στην φιλαρμονική του δήμου, ασχολήθηκε με την ζωγραφική αλλά και το ξύλο. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μετακόμισε στην Αθήνα, έμεινε στον ίδιο δρόμο και στα 17 του πια ασχολήθηκε ενεργά με τον χορό. Και έφτασε ψηλά, καθώς μετά τις σπουδές του στο κλασικό μπαλέτο, χόρεψε στην ομάδα της Ραλούς Μάνου, στην Λυρική Σκηνή, στο Ελληνικό Χορόδραμα και στο Πειραματικό Μπαλέτο Αθηνών.

Μετά από μερικά χρόνια, όμως, αποφάσισε ότι θα περάσει τον χρόνο του με την μεγαλύτερη από όλες τις «καψούρες» του. Την μετατροπή παλιών ξύλων σε μπουζούκια που από ό,τι φαίνεται διαθέτουν δική τους φωνή και ψυχή και καταφέρνουν να μιλάνε σε εκείνες των ανθρώπων.

Τα μπουζούκια του Βάρλα έχουν δική τους ψυχή και μιλάνε σε αυτές των ανθρώπων

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 δουλεύει ως οργανοποιός και σύντομα το μαγαζί του στην οδό Κωλέττη, στις παρυφές των Εξαρχείων, αρχίζει να μετατρέπεται σε πόλο έλξης απλών μπουζουξήδων, αλλά και ιερών τεράτων της πενιάς, όπως ο Χρήστος Νικολόπουλος. Παλιότερα υπήρχε μια φωτογραφία των δυο τους που ο μεγάλος συνθέτης του λαϊκού τραγουδιού και μαέστρος από τους ελάχιστους στο μπουζούκι του φιλάει τα χέρια. Τόσο μεγάλη ήταν η εκτίμηση και ο σεβασμός που του έδειχνε. Και για τους νεότερους αδιάψευστος μάρτυρας της σχέσης τους είναι ο ίδιος ο Νικολόπουλος που πριν μερικά χρόνια διαπίστωσε έντρομος ότι άγνωστοι είχαν κλέψει το όργανο από το καμαρίνι του σε νυχτερινό κέντρο όπου παρουσιαζόταν.

«Είναι ένα ιστορικό όργανο κατασκευής του Παναγιώτη Βάρλα. Με αυτό το όργανο έδωσα τη ψυχή μου παίζοντας, πολλά χρόνια, σε πολύ μεγάλες επιτυχίες, δικές μου αλλά και άλλων δημιουργών. Κάποια από τα τραγούδια που έχω γράψει με είναι το “Στων αγγέλων τα μπουζούκια”, το “Ξένος για σένανε”, το “Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά”, ενώ με αυτό έχω παίξει και στο τραγούδι “Δεν λες κουβέντα” του Δήμου Μούτση, και ένα σωρό άλλα» έλεγε τότε στα Media o Χρήστος Νικολόπουλος και κατέληξε με την απολύτως ενδεικτική ατάκα: «Με την κλοπή αυτού του οργάνου είναι σαν να έκλεψαν μέρος της ψυχής μου», είχε πει μέχρι ανακουφισμένος να ανακαλύψει μέσω τρίτου ότι το μπουζούκι βρέθηκε σε παλαιοπωλείο και επέστρεψε στον ιδιοκτήτη του.

Κατά την διάρκεια αυτών των ετών πολλές ήταν οι φίρμες που επισκέπτονταν το μαγαζί του Βάρλα ζητώντας μια παραγγελία. Κάποιοι εξ αυτών, όμως, δεν μπήκαν ποτέ στο κλαμπ των καλλιτεχνών που είχαν την τύχη να παίξουν με ένα όργανο που κατασκεύασε ή συντηρούσε ο περίφημος οργανοποιός. Βλέπετε ο αστικός μύθος τον ήθελε εκεί στο μαγαζί του στα Εξάρχεια, ανάμεσα σε παλιά ξύλα, να «κόβει» τους δυνητικούς πελάτες του, να φροντίζει να δίνει τιμή ανάλογη με το πορτοφόλι που είχε απέναντί του και να μην υποκύπτει ποτέ σε κανενός είδους «εκβιασμό» από οποιονδήποτε, ό,τι όνομα και να ‘χε στη νύχτα.

Και αυτή η φήμη διαδόθηκε πολύ γρήγορα για εκείνον. Ήταν ακριβός (όχι περισσότερο πάντως από άλλους γνωστούς οργανοποιούς), αλλά λειτουργούσε με τους δικούς του όρους και ρυθμούς. Αν εκείνο που σε ένοιαζε ήταν περισσότερο ο χρόνος της παράδοσης τότε μάλλον δεν ήσουν στο σωστό μέρος. Ο Βάρλας δεν τα πήγαινε καλά με ημερομηνίες και διορίες και για αυτό δεν πούλαγε φούμαρα ούτε έδινε υποσχέσεις. Κάποιοι ίσως να έλεγαν ότι δεν διέθετε αρκετά επαγγελματική ευσυνειδησία, αλλά στην πραγματικότητα ίσχυε ακριβώς το αντίθετο. Περίμενε υπομονετικά μέχρι να του μιλήσουν τα ξύλα που είχε μαζεμένα ώστε να τα μετατρέψει σε όργανα που θα είχαν την τιμή να φέρουν την επωνυμία του. Μια πατέντα που μόνο εκείνος έκανε, ακολουθώντας τα βήματα των διάσημων κατασκευαστών άλλων οργάνων όπως τα βιολιά και τα πιάνα.

Όπως κάποτε είχε πει σε συνέντευξή του στο ΦΩΣ έχει φτιάξει μπουζούκια στον Μαρούδα, στον Γενίτσαρη, στον Μαμαγκάκη, στον «Σπόρο» Γιάννη Σταματίου, στον Στουραΐτη, στον Μωραΐτη, στον Μαυρόπουλο, στον Πολυκανδριώτη, στον Χρήστο Κωνσταντίνου, στον Μαργιολά, στον Γιάννη Ρώτα, στον Δράμαλη, στον Τσιβγούλη, στον Ρακιτζή, στον Γκολέ, στον Αγάθωνα, στον Τζώρτζη, στον Λεμπέση, στον Ρόκα, στον Δημητριανάκη, στον Στεργίου, στον Καραντίνη, στον Σινάνη, στον Νικολίδη, στον Λαφτσή, στον Λίβανο, στον Τατασόπουλο, στους Κορακάκηδες, στον Αγγελίδη, στον Σκούτα, στον Πελέκα, στον Βλαβιανό, στον Τούφα, στον Στεφανάκη, στον Χρήστο Γκούβα και ένα σωρό άλλα ονόματα, ενώ στα χέρια του πήραν νέα ζωή και όργανα παλιότερων όπως ο Τσιτσάνης.

Ακόμη και τώρα υπάρχουν πολλοί που στέκονται με σεβασμό απέναντί του, όχι μόνο για το μοναδικό ταλέντο του, αλλά κυρίως για αυτή την στάση ζωής του. Καθόλου φιλοχρήματος, φιλότιμος, με γνήσιο ενδιαφέρον για τους πελάτες του, δεν θα διστάσει να τους πάρει σε ένα ταβερνάκι εκεί κοντά ώστε να κουβεντιάσουν ήρεμα και χαλαρά για την πορεία των εργασιών της παραγγελίας τους, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί. Εννοείται πως δεν θα αφήσει κανέναν από αυτούς να πληρώσει. Και ότι θα επαναλάβει πολλές φορές την ίδια διαδικασία, πολλές φορές καταβάλλοντας ένα αντίτιμο που υπερβαίνει ακόμη και το ποσό που είχε ζητήσει για να φτιάξει το μπουζούκι…