Η απόκοσμη «στρίγγλα»: Το αμάξι-θηρίο του 57χρονου, θρυλικού Έλληνα ραλίστα που «κατάπιε» τη μεγάλη Πάρνηθα σε 6' και 38'

Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι στα χέρια του σερ Τζον

Ο μηχανοκίνητος αθλητισμός στην Ελλάδα δεν είναι τόσο δημοφιλής όσο (προφανώς) σε χώρες με τις κατάλληλες υποδομές για race, δικά τους κατασκευαστικά μηχανοκίνητα ταχύτητας και κατά συνέπεια οδηγούς – σημεία αναφοράς για την απήχηση του σπορ.

Δεδομένων αυτών των συνθηκών και της εκ των πραγμάτων έλλειψης χορηγιών, ο ελληνικός μηχανοκίνητος αθλητισμός κινούνταν πάντα σε αυστηρό ερασιτεχνικό πλαίσιο. Ακόμα και οι καλύτεροι του είδους δεν μπορούσαν να δουν την καψούρα τους ως κάτι περισσότερο από χόμπι. Ναι, το Ράλι Ακρόπολις, που «αναβίωσε» φέτος ύστερα από εφτά χρόνια, έχει προσελκύσει όλο τον καλό τον κόσμο που διέπρεψε πιλοτάροντας σε χωμάτινη διαδρομή, αλλά δεν υπήρξε ποτέ η κατάλληλη – σε επαγγελματικά πρότυπα – υποστήριξη από τις πανελλήνιες διοργανώσεις.

Η ερασιτεχνική ιδιότητα βέβαια δεν συνεπάγεται έλλειψη ικανότητας. Αν ρωτήσεις τους λίγους – μα πιστούς – fan του σπορ στην Ελλάδα θα σου αναφέρουν (με χρονολογική σειρά) τα ονόματα των Ιαβέρη, Τζίγγερ, Λεωνίδα Κύρκου, Άρη Βωβού, Γιάννη Παπαδημητρίου, Πάνου Χατζητσοπάνη, Λάμπρου Αθανασούλα. Οι παλαιότεροι όμως, οι πιο… ρομαντικοί θα ξεχώρισαν ως αυτούς που είχαν όλα τα προσόντα να κάνουν διεθνή καριέρα τον Τζόνι Πεσματζόγλου και τον Γιώργο Ραπτόπουλο.

Ο πρώτος είναι και ένας από τους πιονέρους των αγώνων ράλι στην Ελλάδα. Ο μοναδικός Έλληνας που έχει κατακτήσει δύο φορές το Ράλι Ακρόπολις (1952, ’55), προτού βέβαια αυτό ενταχθεί στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα και ο ανταγωνισμός με τους ξένους επαγγελματίες οδηγούς, που είχαν μαζί τους πιο κατάλληλα αυτοκίνητα και ομάδες μηχανικής υποστήριξης, γίνει άνισος.

Η νίκη του ’52 για τον δημοσιογράφο στο επάγγελμα Πεσμαζόγλου και πρώτο αντιπρόσωπο στην Ελλάδα των αυτοκινήτων της Οpel, της Cadillac και της Chevrolet, αποτέλεσε το εφαλτήριο για μια μεγάλη πορεία στο χώρο των αγώνων, που θα κρατούσε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.

Όταν το 1958 ο επιφανής πιλότος Βόλφγκανγκ Φον Τριπς ήρθε στην Ελλάδα για να συμμετάσχει με την Porsche του στην «μεγάλη» ανάβαση της Πάρνηθας, δεν πίστευε στα μάτια του βλέποντας ανάμεσα στις ελληνικές συμμετοχές μια τεραστίων διαστάσεων και βάρους Chevrolet V8. Tην επόμενη μέρα, ο Γερμανός νίκησε τον αγώνα με μια επίδοση-παντοτινό ρεκόρ για τη θρυλική διαδρομή (6 λεπτά, 30 δευτερόλεπτα, 9 δέκατα). Ωστόσο, ο Γερμανός κόμης – που δυστυχώς 3 χρόνια αργότερα σκοτώθηκε στο ιταλικό GP της Μόντσα, όπου θα διεκδικούσε με την Ferrari του τον παγκόσμιο τίτλο – δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για τον τρόπο που η λευκή Chevrolet ανέβαινε τις πλαγιές του βουνού και για την τόλμη του οδηγού της που έδειχνε να μην φοβάται κανέναν και τίποτα. Δέκα χρόνια αργότερα, ο οδηγός εκείνου του αυτοκίνητου – «γουρούνα», όπως αποκλήθηκε λόγω του όγκου του, ήταν και πάλι εκεί, στο τιμόνι αυτή τη φορά μιας θηριώδους για την εποχή Chevrolet Corvette Sting Ray.

Ήταν Απρίλιος του ‘68 όταν ο Τζόνι Πεσμαζόγλου έκανε τη δική του, ακατάρριπτη για τα ελληνικά δεδομένα, επίδοση στην Πάρνηθα, με χρόνο 6 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα. Μοιάζει απίστευτο, αλλά ήταν τότε 57 ετών!

Εκείνη η «τρελή» κούρσα στα 10 χιλιόμετρα της «μεγάλης» Πάρνηθας του χάρισε μια για πάντα το προσωνύμιο «Σερ Τζον». Σήμα κατατεθέν του για πολλά χρόνια η θρυλική Chevrolet Corvette Sting Ray, η «στρίγγλα» όπως επονομάστηκε, λόγω του απόκοσμου ήχου που έβγαζαν οι διπλές ελεύθερες εξατμίσεις του αγωνιστικού V8 κινητήρα της.

Πρόκειται για ένα από τα πιο διάσημα αυτοκίνητα στην ιστορία των ελληνικών αγώνων και βρίσκεται σήμερα στον 5ο όροφο του Ελληνικού Μουσείου Αυτοκινήτου.

Ο Πεσμαζόγλου «έτρεξε» συνολικά 34 φορές στο Ακρόπολις και για περίπου 15 χρόνια παρέμεινε από τους επιφανείς οδηγούς του Ράλι, με διαπρεπείς τερματισμούς ανάμεσα στους πρώτους. Έχοντας πάντα το μειονέκτημα της ηλικίας, αφού στα δικά του «παραγωγικά» χρόνια (από 25 έως 40) η Ελλάδα ζούσε κατοχή και εμφύλιο. Γεννηθείς το 1911, ουσιαστικά μπήκε στα 40 του στο μηχανοκίνητο αθλητισμό καθώς δεν υπήρχε τέτοιος στην Ελλάδα πριν τις αρχές της δεκαετίας του ’50.

Κι όμως, έστω κι έτσι σε πανελλήνιο επίπεδο κατέκτησε τα πάντα, γράφοντας ιστορία στα σιρκουί πόλης της περιόδου ’50-’60 και στο αεροδρόμιο του Tατοΐου, είτε με την τετράπορτη «γουρούνα», είτε με τη λευκή «στρίγγλα».

Ήταν τέτοιο το πάθος του «Σερ Τζον» για την αγωνιστική οδήγηση που δεν τον ένοιαζε η θέση στην κατάταξη, αλλά απλά να είναι εκεί και να τρέχει. Η τελευταία συμμετοχή του στο Ακρόπολις έγινε το 1987 σε ηλικία 76 ετών! Δηλαδή σε ηλικία που άλλοι σκέφτονται να παρατήσουν τη συμβατική οδήγηση, εκείνος «έφτιαξε» ένα Opel Kaddett CSi για να είναι παρών στο μεγαλύτερο event μηχανοκίνητου αθλητισμού στη χώρα του.

Και κάπως έτσι όταν έφτασε το 2000, υποβασταζόμενος, για να δείξει τιμητικά τη σημαία της εκκίνησης σε κάποιους από τους συμμετέχοντες στο 48ο Ράλι Ακρόπολις, απέσπασε το πιο ζεστό χειροκρότημα από τους χιλιάδες φίλους του αυτοκινήτου που βρίσκονταν εκεί και που στην πλειονότητά τους δεν είχαν προλάβει να τον δουν να αγωνίζεται. Περισσότερο ακόμα και από τους σύγχρονους διεθνείς αστέρες του WRC. Αυτός έμελλε να είναι και ο τελευταίος αποχαιρετισμός, η τελευταία δημόσια εκδήλωση σεβασμού στο πρόσωπο ενός όνομα και… πράγμα Σερ, που ένα χρόνο αργότερα έφυγε από τη ζωή, συγκινώντας ακόμα και πολύ κόσμο που καμία σχέση δεν είχε με τους αγώνες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν υπάρχουν καρό σημαίες εκεί ψηλά, το πόδι του Τζόνι Πεσμαζόγλου δεν έχει σταματήσει ποτέ να σανιδώνει το γκάζι…