Σε διαδικτυακή ψηφοφορία που έγινε πριν από λίγα χρόνια για την αθλητική ιστοσελίδα bleacherreport για την ανάδειξη των 15 κορυφαίων Γάλλων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών, υπήρξε ένα… κενό σχεδόν 20ετιας, από την εποχή των Ζιστ Φοντέν και Ρεϊμόν Κοπά έως αυτή του Μισέλ Πλατινί.
Πράγματι, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έως και τα late 70’s το γαλλικό ποδόσφαιρο ήταν «άδειο» από μεγάλες μορφές. Έτσι εξηγείται και η «ξηρασία» σε διακρίσεις, από την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 έως την κατάκτηση του Euro το 1984, διά… ποδός της περίφημης «Le Carre Magique», όπως έμεινε στην ιστορία η μαγική τετράδα των χαφ, αποτελούμενη από τους Μισέλ Πλατινί, Ζαν Τιγκανά, Λουί Φερναντές και Αλέν Ζιρές.
Σε αυτό το διάστημα η Γαλλία δεν έβγαλε top class μεσοεπιθετικούς, ανέδειξε όμως κάποιους σπουδαίους αμυντικούς, που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν χωρίς το κατάλληλο supporting cast να οδηγήσουν τους «τρικολόρ» σε διεκδίκηση τροπαίων. Δύο εξ αυτών έτυχε να συναντηθούν την ίδια εποχή με το εθνόσημο στο στήθος και να συνθέσουν την επονομαζόμενη «la garde noire» («μαύρη φρουρά») στο κέντρο της άμυνας, που κατά γενική ομολογία δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τις αντίστοιχες των top εθνικών ομάδων του κόσμου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70. Για του λόγου το αληθές, ο… μετρ της θέσης, Φραντς Μπεκενμπάουερ, είχε χαρακτηρίσει το εν λόγω δίδυμο ως «ένα από τα καλύτερα που είχε “δει” ποτέ η Ευρώπη».
Το ένα μέλος του ήταν ο 71χρονος σήμερα Μάριους Τρεζόρ, που πρόλαβε στα τελειώματά του το «μαγικό κουαρτέτο», συμμετέχοντας στα Μουντιάλ του 1978 και του ’82. Και το άλλο ο κατά δύο χρόνια νεότερος του, Ζαν-Πιερ Άνταμς, που δυστυχώς η τραγική ιστορία του επισκίασε το status του ως ενός από τους πιο ταλαντούχους αμυντικούς που ανέδειξε το γαλλικό ποδόσφαιρο.
Ο Άνταμς, με καταγωγή από τη Σενεγάλη, έφυγε από το Ντακάρ για το Παρίσι σε ηλικία 10 ετών, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στη γιαγιά του, προσβλέποντας σε ένα καλύτερο μέλλον για αυτόν στη Γαλλία. Λόγω της φανατικής της πίστης όμως, πιθανόν και της απροθυμίας να αναθρέψει τον εγγόνο της, η γιαγιά του Άνταμς θα τον στείλει για διαμονή και εκπαίδευση σε θρησκευτικό (καθολικό) σχολείο, ουσιαστικά εγκαταλείποντάς τον.
Η οικογενειακή απόρριψη πάντως απέβη ευοίωνη για τον Άνταμς, ο οποίος υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι Γάλλων, που σε αντίθεση με τους γονείς, του πίσω στην πατρίδα, «αγκάλιασαν» την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Χρειάστηκε να ενταχθεί πάντως στο γαλλικό στρατό, σε ηλικία 19 ετών, για να προκύψει καθυστερημένα η αναγνώριση του ταλέντου του. Εντάσσεται στην ποδοσφαιρική ομάδα του στρατού και παίζει παράλληλα στην ερασιτεχνική Αντάντ, με την οποία αναδεικνύεται δύο σερί χρονιές (1968, ’69) δευτεραθλητής στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα της Γαλλίας, παίζοντας – ακόμα τότε – σε θέση επιθετικού.
Σε ένα από τα παιχνίδια της Αντάντ, το ’69, βρίσκεται στην εξέδρα, ως κυνηγός ταλέντων, ένας σκάουτερ της Νιμ, που ενημερώνει τον τότε τεχνικό της ομάδας, τον σπουδαίο Καντέρ Φυρού, ότι υπήρχε στο γήπεδο ένας παίκτης που ξεχώρισε εκτυφλωτικά από τους υπόλοιπους. Ο Φυρού τον δοκιμάζει σε ένα φιλικό και «βλέπει» στα εντυπωσιακά αθλητικά προσόντα του έναν «ογκόλιθο» στο κέντρο της άμυνας. Το όνειρο για τον Άνταμς είχε μόλις ξεκινήσει. Στα 22 χρόνια του, ηλικία δηλαδή που άλλοι θεωρούνται «τελειωμένα» ταλέντα, εκείνος θα υπογράψει το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιό του με τη Νιμ και μέσα σε δύο χρόνια θα βρεθεί από τις ερασιτεχνικές κατηγορίες στη βασική ενδεκάδα της Εθνικής Γαλλίας!
Στην πρώτη κιόλας σεζόν του στη μεγάλη κατηγορία ο Άνταμς αναγνωρίζεται ως o MVP της Νιμ, που τερματίζει στην καλύτερη θέση της ιστορίας της (2η) και 34 χρόνια μετά την ίδρυσή της παίρνει για πρώτη φορά το εισιτήριο για τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Η μετατροπή του, εν μια νυκτί, σε σέντερ μπακ αποδεικνύεται το «κλειδί» για την απογείωση της καριέρας του.
«Στην άμυνα της Νιμ υπάρχει ένας πυλώνας, ένας κολοσσός με ασυνήθιστη αθλητική δύναμη: Ο Ζαν-Πιερ Άνταμς είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της δύναμης της φύσης», δήλωνε τότε ένας αντίπαλός του, ο Αργεντίνος επιθετικός της Ναντ, Άνχελ Μάρκος.
Κάπως… έτσι, ο Γαλλοαφρικάνος αμυντικός ντεμπουτάρει στην Εθνική Γαλλίας τον Οκτώβριο του ’72, σε ηλικία 24 ετών. Το ντεμπούτο του συνδυάζεται με μεγάλη νίκη (1-0) επί της ισχυρής Σοβιετικής Ένωσης για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974.
Παίζει άλλες δύο σεζόν στη Νιμ και το καλοκαίρι του 1973 παίρνει μεταγραφή για τη Νις, όπου θα αγωνιστεί για μια τετραετία. Τη σεζόν 1975/76 η Νις είναι διεκδικήτρια του τίτλου, αλλά οι τραυματισμοί αρκετών παικτών, μεταξύ των οποίων και του Άνταμς, την αφήνουν στη δεύτερη θέση, πίσω από τη Σεντ Ετιέν. Είναι η χρονιά που ξεκινούν τα σοβαρά προβλήματα με τα γόνατα του Άνταμς, ο οποίος το καλοκαίρι του ’77 θα πάρει μεταγραφή στη (σχεδόν) νεοσύστατη τότε Παρί Σεν Ζερμέν, έχοντας παίξει τον τελευταίο αγώνα του με την Εθνική Γαλλίας λίγους μήνες νωρίτερα.
Αν και βασικό στέλεχος της Παρί για μια διετία, μένει ελεύθερος με τη λήξη του συμβολαίου του (1979), καθώς η ευπάθεια και οι ενοχλήσεις έχουν περιορίσει τις συμμετοχές του, αναγκάζοντας τον να χάσει 35 ματς σε αυτό το διάστημα. Στα 31 χρόνια του καμία μεγάλη ομάδα δεν παίρνει το ρίσκο να τον αποκτήσει και για τη χαρά του παιχνιδιού θα παίξει για λίγο στη μικρή Μιλούζ, ενώ θα ολοκληρώσει την καριέρα του στη Σαλόν.
Το 1981 παίρνει την απόφαση να ακολουθήσει καριέρα προπονητή και πηγαίνει στην Ντιζόν για το πρώτο στάδιο απόκτησης διπλώματος, μέσω ενός εβδομαδιαίου σεμιναρίου προπονητικής. Την τρίτη μέρα αισθάνεται ξανά ενόχληση στο πολύπαθο γόνατό του και επισκέπτεται νοσοκομείο της Λιόν, όπου οι γιατροί του συνιστούν να υποβληθεί σε επέμβαση για να αποκατασταθεί η ζημιά στον τένοντά του.
Ο Ζαν-Πιερ παίρνει την μοιραία απόφαση να μπει στο χειρουργείο και το ραντεβού κλείνεται για τις 17ης Μαρτίου του ’82. Παρότι πρόκειται για επέμβαση ρουτίνας, η σύζυγός του, Μπερναντέτ, με την οποία μοιράζεται τη ζωή του επί 23 χρόνια και είχαν αποκτήσει δύο γιους, έχει ένα κακό προαίσθημα εκείνο το «καταραμένο» πρωϊνό. Κατά τη διάρκεια της εγχείρησης τηλεφωνεί τρεις φορές στο νοσοκομείο για να μάθει νέα και την τρίτη την ειδοποιούν να σπεύσει άμεσα στο νοσοκομείο.
Ο Άνταμς δεν είχε ξυπνήσει. Ένα λάθος στη δοσολογία του αναισθητικού, που σύμφωνα με το νοσοκομείο προκλήθηκε απ’ το ότι η αναισθησιολόγος είχε την εποπτεία άλλων οκτώ εγχειρήσεων ταυτόχρονα, προκάλεσε υποξία στον οργανισμό του και τον βύθισε σε κώμα. Μια για πάντα. Ο εγκέφαλος του πρώην διεθνούς Γάλλου αμυντικού δεν ανέκαμψε ποτέ. Η Μπερναντέτ τον μετέφερε σε νοσοκομείο στη Σαλόν και αφότου και το εκεί ιατρικό προσωπικό την ενημέρωσε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα, πήρε τον σύζυγό της στο σπίτι τους. Το ονόμασε έκτοτε «το σπίτι του όμορφου κοιμώμενου αθλητή», αρνούμενη να αποδεχτεί το μοιραίο.
Επί 39 ολόκληρα χρόνια φρόντιζε καθημερινά τον ανήμπορο να επικοινωνήσει Άνταμς, προσδοκώντας ότι η… ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Η γαλλική ομοσπονδία της πρόσφερε το Δεκέμβρη του ’82 25.000 φράγκα και κάθε εβδομάδα της έδινε 6.000, ενώ διοργανώθηκαν πολλοί φιλανθρωπικοί αγώνες για να συγκεντρωθούν χρήματα προς βοήθειά της. Ο γιατρός της Παρί Σεν Ζερμέν «έσυρε» τους γιατρούς του νοσοκομείου της Λιόν στα δικαστήρια και 7 χρόνια μετά κρίθηκαν ένοχοι για ακούσιο τραυματισμό.
Το 2007 η Μπερναντέντ δήλωνε για τον αγαπημένο της σε συνέντευξη ότι «αισθάνεται, μυρίζει, ακούει, τινάζεται όταν γαβγίζει ένας σκύλος, αλλά δεν βλέπει». Για 39 χρόνια ήταν πάντα εκεί: πρωϊνό, μεσημεριανό, βραδινό, φυσικοθεραπείες, καθημερινό άλλαγμα ρούχων (αδιάλλακτη σε αυτό), βοηθός σε κάθε βιολογική ανάγκη. «Αν δεν τον φροντίσω εγώ, ποιος θα το κάνει(;)», συνήθιζε να ρωτάει τους δημοσιογράφους, στους οποίους είχε επιτρέψει ορισμένες φορές να δουν τον Άνταμς, συστήνοντάς τους με τη συνήθη προσφώνηση «αγάπη μου έχεις κοινό»! Το 2012 επιβεβαίωσε ότι μολονότι ο σύζυγός της δεν χρειάζεται αναπνευστική υποστήριξη, παραμένει σε κατάσταση φυτού. Το σενάριο της ευθανασίας το απέρριπτε κατηγορηματικά, αδιαφορώντας για τις συστάσεις συγγενικών και φιλικών προσώπων. «Είναι αδιανόητο. Δεν μπορεί καν να μιλήσει και θα αποφασίσω εγώ για εκείνον»;
Στο δράμα της γυναίκας με την Ιώβεια υπομονή και την ατσάλινη θέληση λειτούργησαν ως στηρίγματα οι δύο γιοί της, ο 52χρονος σήμερα Λοράν και ο 45χρονος Φρεντερίκ.
Το θαύμα στο οποίο προσδοκούσε η οικογένεια δεν ήρθε ποτέ. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 2021 ο Ζαν-Πιερ Άνταμς κοιμήθηκε για πάντα, αφήνοντας πίσω του, εκτός από τους δύο γιους του, και τέσσερα εγγόνια. Πάνω απ’ όλα όμως μια απαράμιλλη ιστορία αγάπης και έναν «άγγελο» που επί τέσσερις δεκαετίες φώτιζε όχι μόνο τη δική του ψυχή, αλλά και όλων εκείνων που «αξιώθηκαν» να συναναστραφούν μαζί… της. Τελικά το «θαύμα» ήταν το μεγαλείο ψυχής της Μπερναντέντ Άνταμς…