100 ύποπτοι, κανένας δολοφόνος: Η υπόθεση «JFK της Ευρώπης» που εξακολουθεί να στοιχειώνει τη Σουηδία

Μία από τις μεγαλύτερες εγκληματολογικές υποθέσεις στην παγκόσμια ιστορία παραμένει ανοιχτή πληγή για την «ψυχή» της σκανδιναβικής χώρας

Τη βραδιά της 28ης Φεβρουαρίου του 1986, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ο Σουηδός πρωθυπουργός Ούλοφ Πάλμε βρίσκεται σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της Στοκχόλμης, επιστρέφοντας, πεζός, μαζί με τη σύζυγό του, Λίσμπετ, στο σπίτι του ύστερα από έξοδο σε κινηματογράφο.

Λίγο πριν έχει αποδεσμεύσει τους σωματοφύλακές του, τους οποίους σπανίως είχε μαζί του στις εξορμήσεις του κατά τη διάρκειας της ημέρας, θέλοντας να αισθάνεται και να συμπεριφέρεται ως ένας «κοινός θνητός».

Ένας άνδρας καραδοκεί και επωφελείται της συγκυρίας, αποδεικνύοντας με τραγικό τρόπο ότι ο κατά πολλούς «αρχιτέκτονας» της σύγχρονης Σουηδίας είναι όντως τέτοιος…

Δύο σφαίρες σημαδεύουν τον Πάλμε και άλλη μία τη σύζυγό του. Αργότερα, στο νοσοκομείο, ο πρωθυπουργός υποκύπτει στα τραύματά του, ενώ η Λίσμπετ Πάλμε γλυτώνει ελαφρά τραυματισμένη.

Ο δράστης προλαβαίνει να εξαφανιστεί προτού οι περίπου 20 αυτόπτες μάρτυρες καταφέρουν να δώσουν κάτι περισσότερο από το στοιχείο «ψηλός» στην περιγραφή τους.

Παρότι έχει δολοφονηθεί ο πολιτικός που κατέχει το υψηλότερο αξίωμα στη χώρα, οι έρευνες αρχικά καρκινοβατούν, κάτι που επικρίνεται εντόνως μέχρι σήμερα στη σκανδιναβική χώρα. Ο σοσιαλδημοκράτης Πάλμε, αναγνωρισμένος διεθνώς ως υπέρμαχος των δημοκρατικών ελευθεριών και εμπνευστής του κοινωνικού κράτους πρόνοιας της Σουηδίας – το οποίο ανέπτυξε μέσα από το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα με τον τίτλο «Ισότητα με θεμελιώδη μεταμόρφωση της κοινωνίας» – είναι έως και σήμερα ένας πολιτικός – σύμβολο ανθρωπισμού για τους περισσότερους Σουηδούς.

Ωστόσο οι ριζοσπαστικές θέσεις του Πάλμε και ο δυναμικός τρόπος με τον οποίο τις αναδείκνυε του είχε εξασφαλίσει ένα μεγάλο αριθμό εχθρών στο εξωτερικό: η οξεία κριτική του εναντίον των ΗΠΑ για τον πόλεμο του Βιετνάμ, οι εκστρατείες του εναντίον της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων, η καταδίκη του απαρτχάιντ και η συνηγορία υπέρ οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Νότιας Αφρικής, η υποστήριξή του – οικονομική και πολιτική – για το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) και την Οργάνωση Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (PLO) και η συνάντησή του με τον Φιντέλ Κάστρο κατέστησαν δεδομένο ότι δεν θα ήταν σε όλους αρεστός. Οι αριστερές απόψεις του δε, δημιούργησαν μεγάλη εχθρότητα από τους δεξιούς της Σουηδίας. Επιπλέον στην πατρίδα του είχε προκαλέσει την οργή ιδιοκτητών επιχειρήσεων εξαιτίας των μεταρρυθμίσεών του.

Ακόμα κι έτσι όμως, σε μια χώρα μετριοπαθών πολιτικών συγκρούσεων όπως η Σουηδία, η δολοφονία του αποτέλεσε ένα κοινωνικό τραύμα που παραμένει ανοιχτό έως σήμερα. Ακόμα μεγαλύτερη «πληγή» όμως και από την ίδια τη δολοφονία, είναι η αποτυχημένη έρευνα για την εξιχνίαση της.

Για 34 χρόνια ο φάκελος ήταν ανοιχτός και βάσει του όγκου του εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες εγκληματολογικές υποθέσεις στην παγκόσμια ιστορία. Πάνω από 22.000 ίχνη και στοιχεία τέθηκαν στη διάθεση των αρχών, συνολικά περίπου 90.000 άτομα συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα, ενώ περισσότερα από 10.000 ανακρίθηκαν σε αυτές τις τρεις και πλέον δεκαετίες. Το απίστευτο; 134 άτομα εξ αυτών διεκδίκησαν την ηθική αυτουργία της δολοφονίας, ομολογώντας αυτοβούλως – δείγμα του πόσοι εξτρεμιστές ήθελαν νεκρό τον επί μία 11ετία πρωθυπουργό (1969-1976, 1982-86). Μεταξύ αυτών, 29 ομολόγησαν απευθείας στην αστυνομία, αλλά ούτε αυτοί… έπεισαν ότι ήταν οι δράστες.

Η «υπόθεση JFK της Ευρώπης», όπως αναδείχτηκε από Σουηδούς εγκληματολόγους, έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη δολοφονία του προέδρου Κένεντι το 1963 στους δρόμους του Ντάλας, αλλά πάνω απ’ όλα το στοιχείο του ανεξιχνίαστου. Οι περισσότεροι Αμερικανοί θεωρούν ότι δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη, ενώ η πλειονότητα των Σουηδών είναι βέβαιοι για αυτό από τον Ιούνιο του 2020.

Τότε, ο εισαγγελέας Κρίστερ Πίτερσον, που ανέλαβε την υπόθεση το 2017, ανακοίνωσε το τέλος της έρευνας, θεωρώντας ως βασικό ύποπτο τον γραφίστα στο επάγγελμα Στιγκ Ένγκστρομ, που είχε φύγει όμως από τη ζωή το 2000.

«Το πρόσωπο είναι ο Στιγκ. Εξαιτίας όμως του γεγονότος ότι ο άνθρωπος έχει πεθάνει, δεν μπορώ να απαγγείλω κατηγορίες εναντίον του και αποφάσισα να κλείσω την έρευνα», δήλωσε τότε ο Πίτερσον, αναφερόμενος στον άνδρα που έμεινε γνωστός ως «Skandia Man» («Σκανδιναβός») καθώς εργαζόταν για την ασφαλιστική εταιρεία Skandia. Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου του 1986 ο Στιγκ βρισκόταν στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας, κοντά στον τόπο  του εγκλήματος. Το όνομα του ήταν πασίγνωστο και στις αρχές και στην κοινή γνώμη. Ήταν ένας από τους πρώτους που βρέθηκαν στη σκηνή της δολοφονίας και θεωρήθηκε αμέσως ως ύποπτος. Αν ήταν πράγματι αυτός ο δράστης, πήρε για πάντα το μυστικό μαζί του, καθώς αυτοκτόνησε το 2000.

Ο εισαγγελέας σημείωσε ότι ο Ένγκστρομ αντιπαθούσε τον Πάλμε και την πολιτική του, «φωτογραφίζοντας» ως κίνητρο το μίσος για τις αριστερές ιδέες του. Σε μεταγενέστερη φάση της έρευνας διαπιστώθηκε ότι είχε λάβει εκπαίδευση στα όπλα και ένα από αυτά για τα οποία είχε άδεια ήταν της ίδιας διαμέτρου με το περίστροφο 357 Magnum, που εκτέλεσε τον Πάλμε.

Ο ίδιος ο Ένγκστρομ είχε δηλώσει ότι ήταν παρών στον τόπο του εγκλήματος από την αρχή και ότι προσπάθησε να επαναφέρει στη ζωή τον Πάλμε, καθώς και ότι μίλησε με τη σύζυγό του και την αστυνομία.

Λίγο μετά τη δολοφονία, εμφανίστηκε στα σουηδικά μέσα ενημέρωσης και ανέπτυξε μια ολοένα και πιο λεπτομερή ιστορία για τη συμμετοχή του στα γεγονότα, ασκώντας κριτική στην αστυνομία. Ισχυρίστηκε ότι αυτοί οι μάρτυρες που περιέγραψαν τον δολοφόνο είχαν περιγράψει στην ουσία τον ίδιο, στην προσπάθειά του να γίνει ένα με τους αστυνομικούς που κυνηγούσαν τον δολοφόνο. Η μαρτυρία του δεν συμφωνούσε με αυτά που είχαν καταθέσει άλλοι μάρτυρες, ενώ υπέπεπτε σε αντιφάσεις. Παρότι όμως χαρακτηρίστηκε από την αστυνομία ως αναξιόπιστος και ασυνεπής μάρτυρας, απαλλάχθηκε για χρόνια με το status του «ατόμου χωρίς ενδιαφέρον». Το όνομα του επανήλθε στο προσκήνιο 18 χρόνια μετά τη δολοφονία, ύστερα από παρέμβαση του δημοσιογράφου Τόμας Πέτερσον, που ισχυρίστηκε ότι είχε στην κατοχή του νέα στοιχεία. Τότε όμως, ο Στιγκ είχε ήδη φύγει από τη ζωή.

Όλα αυτά τα χρόνια περισσότεροι από 100 άνθρωποι έχουν θεωρηθεί ύποπτοι για το έγκλημα, ενώ οι θεωρίες συνωμοσίας έδιναν και έπαιρνα, εμπλέκοντας ξένη παρέμβαση, άτομα δεξιάς ιδεολογίας εντός της σουηδικής αστυνομίας, αλλά και έναν μοναχικό σκοπευτή.

Οι έρευνες φάνηκε να αποδίδουν καρπούς τρία χρόνια μετά το συμβάν, το 1989. Τότε ο καταδικασμένος εγκληματίας Κρίστερ Πέτερσον (απλή συνεπωνυμία με τον εισαγγελέα!) μπήκε στη φυλακή με ισόβια ποινή, έχοντας αναγνωριστεί ανάμεσα σε άλλους υπόπτους από τη Λίζμπετ Πάλμε.

Όμως μετά την έφεση που άσκησε αφέθηκε γρήγορα ελεύθερος καθώς δεν είχε αποδειχτεί κάποιο κίνητρο και δεν είχε βρεθεί το όπλο που χρησιμοποιήθηκε για την δολοφονία του Πάλμε. Τελικά ο άνθρωπος αυτός πέθανε το 2004.

Ο τρόπος με τον οποίο τέθηκε η υπόθεση στο αρχείο αποτέλεσε μια τεράστια απογοήτευση για πολύ κόσμο στη Σουηδία και κυρίως για τους εμπειρογνώμονες. «Όχι, δεν τελείωσαν όλα. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, η υπόθεση είναι ζωντανή όσο ποτέ στο παρελθόν», δήλωσε λίγο καιρό μετά την ανακοίνωση της εισαγγελίας ο μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος, Τόμας Λάντεγκαρντ, ο οποίος θεωρεί ότι αν πάρει στα χέρια του τους ανακριτικούς φακέλους είναι πιθανό να αξιοποιηθεί με νέα στοιχεία η δική του έρευνα, την οποία δημοσίευσε σε βιβλίο του το 2016.

Η Λίζμπετ Πάλμε απεβίωσε το 2018. Δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο δολοφόνος του συζύγου της. Το ίδιο πιστεύουν και πάρα πολλοί, εν ζωή, πολίτες, που δεν πείστηκαν από τον εισαγγελέα Πέτερσον. Για όλους αυτούς, το τραύμα στη σουηδική ψυχή δεν επουλώθηκε ποτέ…