Από το ζενίθ στο ναδίρ σε 24 ώρες: Ο παντοδύναμος Έλληνας επιχειρηματίας που έχασε 3 τράπεζες εν μια νυκτί

Σαν σενάριο ταινίας

Στην ιδιαίτερα ταραχώδη για την ελληνική πολιτική σκηνή δεκαετία του ’70 συνέβησαν πράγματα πρωτόγνωρα στην χώρα, που όμοιά της ίσως δεν ζήσουμε ποτέ ξανά. Μακάρι κιόλας, αφού αδιαμφισβήτητα κομβικό ρόλο έπαιξε η παρουσία της Χούντας των συνταγματαρχών και τα… απόνερα της τραγικής διακυβέρνησης μέσα στα οποία (ανάμεσα σε άλλα) χάθηκε και μισή Κύπρος.

Πέρα από την τραγική για το έθνος κατάσταση στην εξωτερική πολιτική την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπό το βάρος της εισβολής του Αττίλα, αντίστοιχο χάος υπήρχε και στο εσωτερικό της χώρας, με το κράτος και τις δομές του να έχουν παραλύσει, με το καθεστώς να ευνοεί διαρκώς «ημέτερους», με τον μανδύα της δήθεν φιλικής προς τις επενδύσεις πολιτικής του.

Πάντως ακόμη και στις μέρες μας παραμένουν συζητήσιμες μια σειρά από αποφάσεις και κινήσεις στις οποίες προχώρησε η τότε κυβέρνηση, ενώ για ορισμένες από αυτές η ιστορία έχει ήδη αποφανθεί, ξεκαθαρίζοντας ότι στην λεγόμενη «αποχουντοποίηση» έγιναν λάθη και παραλείψεις, ενώ παράλληλα αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε εν μέρει ως «εργαλείο» προκειμένου να εξυπηρετηθούν άλλα συμφέροντα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

Μία από αυτές θεωρείται σήμερα και η περίπτωση του Στρατή Ανδρεάδη ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ένα από τα σημαντικότερα ονόματα της οικονομικής ζωής του τόπου, δραστηριοποιούμενος σε μια ευρύτατη γκάμα επιχειρήσεων και με περιουσία που τον καθιστούσαν πραγματικό μεγιστάνα.

Οι επιχειρήσεις συμφερόντων Ανδρεάδη κάλυπταν ένα μεγάλο φάσμα το οποίο περιελάμβανε τομείς όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός, η βιομηχανία, οι συγκοινωνίες, η υγεία, οι ασφαλίσεις και -κυρίως-  το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η οικογένειά του είχε τον έλεγχο τριών ιστορικών τραπεζών και συγκεκριμένα της Εμπορικής, της Ιονικής και Λαϊκής αλλά και της Τράπεζας Επενδύσεων, οι οποίες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας, προσανατολίζοντας την δραστηριοποίησή τους στην χρηματοδότηση κυρίως επιχειρηματιών της αναδυόμενης αστικής τάξης.

Οι τράπεζες είχαν περάσει στην ιδιοκτησία της οικογένειας Ανδρεάδη από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ενώ αργότερα στην «φαρέτρα» προστέθηκαν και εκείνες της Πειραιώς και της Αττικής, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την θέση του επιχειρηματία αλλά και την δύναμή του στην γενικότερη ζωή στην Ελλάδα. Άλλωστε, ήδη από το 1945 διέθετε μεγάλο στόλο εμπορικών πλοίων, ο οποίος αυξανόταν διαρκώς μέσω της συνεργασίας του με την οικογένεια Λιβανού, την ίδια χρονιά ανέλαβε την λειτουργία του ΗΣΑΠ, ίδρυσε τα ναυπηγεία Ελευσίνας, το εργοστάσιο χημικών λιπασμάτων στην Νέα Καρβάλη Καβάλας, την Ελληνική Βιομηχανία Χυμών και Κονσερβών στο Βέλο Κορινθίας και τα Διυλιστήρια Πετρελαίου στα Μέγαρα, η λειτουργία των οποίων τελικά εμποδίστηκε. Επίσης ανέλαβε πρόεδρος των ασφαλιστικών εταιρειών «Φοίνιξ», «Ιονική» και «Γενικαί Ασφάλειαι της Ελλάδος». Το 1963 ο Ανδρεάδης ολοκλήρωσε και εγκαινίασε το ξενοδοχείο Χίλτον,ενώ, διατέλεσε και πρόεδρος του Δ.Σ. του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός»!

Και όλα αυτά ενώ ήδη είχε εκλεγεί μια φορά βουλευτής με την ΕΡΕ, χωρίς πάντως να ακολουθήσει καριέρα πολιτικού, και ακολούθως στράφηκε στην ακαδημαϊκή καριέρα καθώς εκλέχθηκε καθηγητής του Διοικητικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (σήμερα Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και υπήρξε και εκλεγμένος πρύτανης της ΑΣΟΕΕ, σε επτά περιόδους μεταξύ 1943 και 1968.

Όμως όλα αυτά άλλαξαν εν μία νυκτί και συγκεκριμένα στις 5 Δεκεμβρίου του 1975 όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (σε μια εποχή που οι «σύγχρονες» ιδέες περί οικονομικού φιλελευθερισμού δοκιμάζονταν μόνο από τις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής) πήρε μια σειρά από άκρως σοσιαλιστικά (όσο οξύμωρο κι αν μοιάζει αυτό) μέτρα. Με κορυφαίο όλων, βέβαια, την περίφημη κοινωνικοποίηση ή κρατικοποίηση μιας σειράς από επιχειρήσεων που με απλά λόγια σημαίνει την ανάληψη του ελέγχου ιδιωτικών «μαγαζιών» από το ίδιο το κράτος!

Αυτή ήταν και η τύχη των τριών μεγάλων τραπεζών του Στρατή Ανδρεάδη, δηλαδή Εμπορικής, Ιονικής και Λαϊκής, Επενδύσεων, ενώ την ίδια ώρα κάτι ανάλογο συνέβαινε και σχεδόν με κάθε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, με μοναδική εξαίρεση τις ναυτιλιακές εταιρείες που παρέμειναν στην ιδιοκτησία του.

Η κίνηση Καραμανλή ήταν εντελώς αιφνιδιαστική, πιάνοντας τους πάντες σχεδόν κυριολεκτικά στον ύπνο. Αργά το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 1975 εκδόθηκε η σχετική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, χωρίς να εμπλοκή της Βουλής, και αμέσως ελεγκτές της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαίωσαν στις τρεις τράπεζες σωρεία παραβάσεων και παρανομιών, όπως είχε υποδείξει σε έκθεσή του νωρίτερα ο τότε υποδιοικητής της ΤτΕ, Νίκος Κυριαζίδης, δικαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον πρωθυπουργό και καθορίζοντας με αυτόν τον τρόπο την μοίρα του Ανδρεάδη.

Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου επικαλούταν το άρθρο 44 του Συντάγματος για  έκτακτες περιπτώσεις επειγούσης και απροβλέπτου ανάγκης, ενώ η κυβέρνηση αιτιολόγησε τις πράξεις της ενισχύοντας αυτό που συζητιόταν ήδη, ότι δηλαδή η οικογένεια Ανδρεάδη ουσιαστικά «πλήρωνε» τις αγαστές σχέσεις της με τους δικτάτορες. Ο ίδιος ο Στρατής Ανδρεάδης πάντως που αναγκάστηκε από το επόμενο πρωί κιόλας να παραδώσει τις επιχειρήσεις του στο κράτος, επέμενε ότι επρόκειτο περισσότερο για μια εκδικητικού χαρακτήρα κίνηση από τον Καραμανλή λόγω του τεταμένου κλίματος μεταξύ των δύο ανδρών, θέση για την οποία εν μέρει δικαιώθηκε πολλά χρόνια αργότερα.

Ο ίδιος έφυγε από την ζωή στις 14 Φεβρουαρίου 1989 και δεν πρόλαβε να δει τις εξελίξεις από τις οποίες ευνοήθηκαν οι απόγονοί του. Συγκεκριμένα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε το ελληνικό δημόσιο και παράλληλα το υποχρέωσε για καταβολή μεγάλης χρηματικής αποζημίωσης στους κληρονόμους του.