«Ένα πράγμα να θυμάστε. Ο μεγαλύτερος και ο πιο σκληρός αγώνας είναι αυτός της ζωής. Παρά τα καθημερινά εμπόδια, δεν πρέπει να απογοητευόμαστε ούτε να λιγοψυχούμε. Αντίθετα, οφείλουμε να βρίσκουμε την δύναμη να στεκόμαστε στα πόδια μας και να μην το βάζουμε κάτω. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στον αθλητισμό. Γι’ αυτό λέω στα νέα παιδιά να μην φοβούνται. Η ζωή θέλει τόλμη, θάρρος και αποφασιστικότητα. Αν είμαστε δυνατοί και αληθινοί, δεν μπορεί να μας σταματήσει τίποτε και κανένας»…
Με τα παραπάνω λόγια προς τους συντάκτες της εφημερίδας «Espresso» έκλεινε ο θρυλικός Σαμψών μια συνέντευξη-αφιέρωμα σε αυτόν, σε μια από τις τελευταίες δημόσιες δηλώσεις του, όταν ήταν ήδη 86 ετών, τέσσερα χρόνια πριν τελικά φύγει από αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας πίσω του τον μύθο που ο ίδιος έχτισε για ολόκληρες δεκαετίες, με τις μοναδικές παραστάσεις του.
Γεννημένος στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης από Πόντιους πρόσφυγες, ο Γιάννης Κεσκελίδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, έλεγε πως είχε πάρει την υπεράνθρωπη δύναμή του από τον παππού του Παύλο ο οποίος ήταν παλαιστής στην Τραπεζούντα και ακολούθησε τόσο τα δικά του βήματα, όσο κι εκείνα του θρυλικού Κουταλιανού.
Είναι δύσκολο με σύγχρονους όρους να αντιληφθούμε το μεγαλείο αυτών των ανθρώπων (όπως και άλλων όπως ο Αρμάος ή ο Τρομάρας) τους οποίους το κοινό αποκαλούσε μασίστες. Δεν ήταν απλά αθλητές, αλλά υπεραθλητές που το ταλέντο και οι ικανότητές τους δεν αποτιμήθηκαν με μετάλλια σε μεγάλες διοργανώσεις ή με χρήματα. Το δικό τους μέγεθος μετρήθηκε με την αγάπη του κόσμου που γέμιζε πλατείες και πάρκα για να τους δει να κάνουν τα απίθανα κόλπα τους, πάντα αψηφώντας τον κίνδυνο και τις επιπτώσεις στην υγεία τους.
Ο Σαμψών μεσουράνησε στο Θησείο και στο Μοναστηράκι, αρχικά, και στη συνέχεια σε κάθε γωνιά της Ελλάδας την οποία «αλώνισε» για τις μοναδικές παραστάσεις του. Όταν η οικογένειά του κατέβηκε στην Αθήνα ασχολήθηκε με την πάλη, γράφτηκε μάλιστα στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Όμως η πάλη δεν έφερνε φαγητό στο τραπέζι, με αποτέλεσμα σύντομα να ασχοληθεί με τις περιοδείες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα σημεία της Γης. Οι συναθλητές του τα είχαν χάσει με την τεράστια μυϊκή δύναμή του, ταυτόχρονα όμως ο Σαμψών ήταν πολύ γρήγορος σπρίντερ, έριχνε σφαίρα με εντυπωσιακές επιδόσεις, διέθετε υψηλής ποιότητας κινησιολογία στην άρση βαρών, ήταν ικανός ακροβάτης και σπουδαίος κολυμβητής. Αν είχε γεννηθεί αργότερα και δεν έβαζε πάνω από όλα την ανάγκη να ζήσει την οικογένειά του, θα μιλάγαμε για ένα δεκαθλητή επιπέδου Ολυμπιακών Αγώνων.
Από την δεκαετία του ’50 και μετά (και για μισό αιώνα ακόμα) ο Σαμψών περιόδευσε όπου μπορεί να σκεφτεί κανείς για να δείξει τα απίθανα κόλπα του. Η εικόνα του με το κεφάλι γεμάτο αίματα και άλλους να σπάνε εκεί πάνω μάρμαρα με βαριοπούλες θα μείνει αλησμόνητη σε όσους την είχαν αντικρίσει. Ο ίδιος έλεγε ότι από αυτό το μόνιμο «ντεσού» των παραστάσεών του έχασε 8 πόντους σε ύψος, ενώ το πρόγραμμά του δεν σταματούσε εκεί.
Συνήθως ξεκινούσε σκίζοντας έναν τηλεφωνικό κατάλογο για προθέρμανση, πριν περάσει σε σκηνικά που έκοβαν την ανάσα. Ξάπλωνε για να περάσουν από πάνω του φορτηγά, τραβούσε οχήματα με τα χέρια, έσπαγε αλυσίδες… Στο μυαλό των ανθρώπων της εποχής δεν υπήρχε τίποτα που να μην μπορούσε να κάνει αυτός ο ήρωας. Την ίδια ώρα ο Σαμψών αναδεικνυόταν σε έναν παλαιστή της ίδιας της ζωής. Με τα χρήματα που μάζεψε με τον ιδρώτα και το αίμα του, αγόρασε ένα σπίτι, σπούδασε τα παιδιά του. Έκανε τους συντοπίτες του στη γειτονιά του να νιώθουν περήφανοι που αυτός ο άνθρωπος ζούσε και κινούταν ανάμεσά τους.
Όλοι είχαν να πουν μόνο καλά λόγια για το ήθος και τον χαρακτήρα του. Όταν τελικά έφυγε από την ζωή στα 90 του, πριν προλάβει να ξεπεράσει την απώλεια της συζύγου του, στη Νέα Ιωνία όλοι συμφώνησαν ότι ο Γιάννης Κεσκελίδης ήταν πρώτα Σαμψών στην ίδια την ζωή και μετά σε όλα τα άλλα…