«Δίχως κανένα εφόδιο, δίχως θεατρικές ρίζες, με μοναδικό μου όπλο το ένστικτο, βάδισα σαν ένας Δον Κιχώτης. Ξιφούλκησα τους ανεμόμυλους, πάλεψα με το ιερό τέρας που λέγεται θέατρο, λύγισα, αλλά δεν έπεσα»… Με αυτά τα λόγια ο ίδιος ο Ζαννίνο σκιαγραφεί μια πορεία 60 χρόνων στο ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα. Κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, αυτός ο γίγαντας κατόρθωσε να «πάρει σύνταξη από το επάγγελμα του ηθοποιού», όπως έλεγε και να γράψει τις δικές του σελίδες στο βιβλίο της ιστορίας της υποκριτικής.
Αυτοδίδακτος, πηγαίος, άοκνος, τολμηρός, παθιασμένος και -παρά του παρουσιαστικό του που σε προδιάθετε για το αντίθετο- με ανεξάντλητο χιούμορ, ο Ζαννίνο υπήρξε μία περσόνα που δύσκολα βρίσκεις όμοιά της σε θέατρο και κινηματογράφο. Γεννημένος στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης το 1923, πολύ γρήγορα βρέθηκε με την οικογένειά του στην Δραπετσώνα και από το τριώροφο πατρικό σπίτι τους στην Πόλη, αναγκάστηκαν να στριμωχτούν, όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες, σε δυο πλινθόκτιστα δωματιάκια. Όμως ο πατέρας του, Θεόφιλος Παπαδόπουλος, δεν άντεξε και πολύ να ζει έτσι. Πρώην ιδιοκτήτης μπιραρίας, τουλουμπατζής (δηλαδή άμισθος πυροσβέστης, όπως έκαναν οι βαρύμαγκες της εποχής για να αποδείξουν την ανδρεία τους) και με κάμποσα «πάρε-δώσε» -μέσω των πελατών του- σε λαθρεμπόριο καπνού και όχι μόνο, σύντομα άλλαξε επίπεδο και φυσικά ζωή.
Μεγαλώνοντας, ο Ζαννίνο, που τότε λεγόταν ακόμη Γιάννης Παπαδόπουλος, συνειδητοποίησε ότι με τον μπαμπά του έκανε εν αγνοία του τα πρώτα νταλαβέρια! Μία στο τόσο κατέβαιναν μαζί στο λιμάνι του Πειραιά και έπαιρναν κάποια δεματάκια από τον καπετάνιο, τα οποία ο μικρός έχωνε στις ειδικά φτιαγμένες εσωτερικές τσέπες του παλτού του. Όμως αυτός ο τρόπος βιοπορισμού δεν κράτησε για πολύ αφού το 1937 ο «κυρ-Θεόφιλος» έφυγε από την ζωή και ο μόλις 13 ετών γιος του φορτώθηκε με βάρη που δεν ταιριάζουν σε ένα παιδί. Πάντως με ύψος 1.80 από τότε δεν έμοιαζε με τέτοιο. Η αγάπη του για το θέατρο ήταν ήδη τόσο μεγάλη που τον προστάτεψε από «ύποπτες» προτάσεις. Αντί για τον… υπόκοσμο, ο Γιάννης (ακόμα)… έμπλεξε με τα θεάματα καθώς έπιασε δουλειά ως χορευτής στα μπαλέτα Ραμασόφ, με πρώτο μεροκάματο 20 δραχμές.
Λίγο αργότερα «γεννήθηκε» και ο Ζαννίνο, με «νονό» τον θρυλικό Αττίκ. Το μπαλέτο θα έπαιζε στην Μάντρα και ο γνωστός καλλιτέχνης ήθελε να γνωρίσει τους καλλιτέχνες που θα φιλοξενούσε. Τον ρώτησε, λοιπόν, πώς τον λένε, για να εισπράξει την απάντηση «Γιάννης». Χαϊδευτικά, όμως, στον θίασο τον φώναζαν Νίνο, οπότε όταν έφτασε στα αυτιά του Αττίκ η πληροφορία, τον… βάφτισε! «Τι Γιάννης και κουραφέξαλα; Γιάννης ίσον Ζαν. Ζαν και Νίνο ίσον Ζαννίνο. Είσαι ο Ζαννίνο και έτσι θα σε παρουσιάσω στο κοινό» του είπε.
Στα επόμενα χρόνια ο Ζαννίνο χορεύει, παρουσιάζει παραστάσεις και κάνει μικρούς ρόλους σε διάφορα μαγαζιά, μέχρι που μπαίνει στον σκληρό κόσμο των μπουλουκιών που τότε έδιναν αγώνα ζωής και επιβίωσης, οργώνοντας την επαρχία. Εκεί έκανε κάθε πιθανό ή απίθανο σόου. Έπαιζε, σκηνοθετούσε, χόρευε, τραγουδούσε, έκανε ομιλίες, ταχυδακτυλουργικά… Τα πάντα! Με την υπόλοιπη οικογένεια στο πλευρό του αλλά και επί σκηνής και με αντίτιμο πολλές φορές ένα ποτήρι λάδι ή λίγο σιτάρι. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο γίγαντας από σωματική άποψη, θέριεψε πνευματικά, ατσαλώθηκε και βάζοντας το πείσμα, την αυτοπεποίθηση και το μεράκι πάνω από όλα, μεγαλούργησε.
Στο σινεμά αρχικά πήρε μικρούς ρόλους, ταιριαστούς με το παρουσιαστικό του. Κάποιες φορές μόνο ως παρουσία, στη συνέχεια με λίγες ατάκες και αργότερα ξεδίπλωσε το πηγαίο, από τα βάθη της καθαρής ψυχής του, χιούμορ του το οποίο γνωρίσαμε πιο καλά από ποτέ στις ταινίες «Πράκτωρ Θου-Βου», ως εκπαιδευτή του αξεπέραστου Θανάση Βέγγου!
Συνολικά συμμετείχε σε περισσότερες από 160 ταινίες, επίδοση που πιθανότατα συνιστά ρεκόρ, με τον ίδιο να λέει κάποτε πως αν του έδιναν ως δικαιώματα για κάθε μία προβολή φιλμ ένα λεμόνι κι ένα αυγό, θα αρκούσαν για να γίνει πλούσιος. Παράλληλα, συνεχίζει να ασχολείται πολύ ενεργά με το θέατρο, που πάντοτε ήταν το πάθος του, ενώ δεν σταματά να δίνει ευκαιρίες σε νέους, πιθανότατα αναλογιζόμενος όσα είχε περάσει ο ίδιος. Ανάμεσα στους ευεργετηθέντες και ο Χάρρυ Κλυνν, που τον πλησίασε ένα βράδυ και δειλά-δειλά και του ζήτησε να γράψει τις επιγραφές στον πίνακα αναγγελιών της παράστασης. Ο Ζαννίνο δέχτηκε και μάλιστα του απάντησε ότι αν κάνει καλή δουλειά, θα τον έμπαζε τσάμπα στο θέατρο. Τότε, ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης (όπως ήταν το πραγματικό όνομά του) αποκάλυψε ότι κάθε βράδυ πλήρωνε εισιτήριο για να τον δει και πήρε το θάρρος να κάνει και λίγες μιμήσεις επί σκηνής. Όπως κι έγινε, τελικά! Προς τιμήν του, όπως επιβεβαιώνουν και μέλη της οικογένειας του Ζαννίνο, δεν το ξέχασε ποτέ.
Στο πρόσωπο αυτού του γίγαντα ο κόσμος αναγνώριζε την γνήσια λαϊκότητα ενός ανθρώπου που το πάθος και το μεράκι κάλυπτε άλλα κενά. Γι’ αυτό και σε κάθε παρουσία του γινόταν χαμός μεγαλύτερος και από αυτόν για άλλους, πολύ πιο προβεβλημένους καλλιτέχνες. Επιπλέον ο Ζαννίνο έβγαζε σε κάθε ευκαιρία την αγάπη που είχε μέσα του για τα μέλη του θιάσου του, τους συνεργάτες του, αντιμετωπίζοντας τους πάντες ως μέλη της οικογένειάς του. Η «κληρονομιά» από τα δύσκολα χρόνια των «μπουλουκιών», με την σύζυγό του σχεδόν να γεννά επί σκηνής και αργότερα με τρεις γενιές «Ζαννίνων» να δίνουν παραστάσεις, αποτέλεσε το μυστικό συστατικό όχι μόνο για την επιτυχία του αλλά και για την ανθρωπιά του.
Παρά την επιτυχία του, πάντως, εντός των τειχών ο Ζαννίνο ακόμη αμφισβητείται από μέλη της εγχώριας ελίτ, παρά τα όσα έχει καταφέρει, μεταξύ αυτών και συνεργασίες με σκηνοθέτες του επιπέδου του Γιάννη Σμαραγδή. Η απάντηση στα κακεντρεχή σχόλιά τους περί «δεύτερου» θα έρθει το 1978 από έναν σκηνοθέτη που δεν είναι δυνατόν να ορθώσουν το λιλιπούτειο ανάστημά τους. Ο Άλαν Πάρκερ τον επιλέγει για το «Εξπρές του Μεσονυχτίου». Την ταινία-σταθμό που προτάθηκε για 6 Όσκαρ το 1978 και αποτέλεσε τεράστια διαχρονική επιτυχία, με τον Όλιβερ Στόουν να υπογράφει το σενάριο και τον Τζόρτζιο Μόροντερ την μουσική.
Εκεί, δίπλα σε αυτούς αλλά και τον επίσης «δικό μας», Μιχάλη Γιαννάτο, ο Ζαννίνο δίνει μια μοναδική παράσταση, σε έναν ρόλο που αποτελεί το απόλυτο κοντράστ σε σχέση με αυτό που υπήρξε ο ίδιος και τα όσα είχε περάσει η οικογένειά του. Υποδύεται τον απάνθρωπο, βλοσυρό Τούρκο αρχηγό της αστυνομίας που δεν δείχνει έλεος. Για να παίξει, στεγνώνει την ψυχή του. Ευτυχώς, αυτό συμβαίνει μόνο για όσο διαρκούν τα γυρίσματα, όταν και παθαίνει το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο. Όμως, ούτε αυτή η περιπέτεια υγείας είναι ικανή να σβήσει από τα χείλη του το χαμόγελο και την όρεξη για ζωή που επανέρχονται και τον συντροφεύουν μέχρι το τέλος της ζωής του το 1995, όταν έφυγε σε ηλικία μόλις 72 ετών.