Απέρριπτε προτάσεις σωρηδόν: Η Ελληνίδα θεά του κινηματογράφου που έκανε την υπέρβαση με το ρόλο της ιερόδουλης

Μια πραγματικά χειραφετημένη γυναίκα

Άτομο με απαράμιλλη θεατρική παιδεία, χειραφετημένο, με έντονη προσωπικότητα και πολυεπίπεδη παρουσία στον καλλιτεχνικό χώρο (και όχι μόνο), η Κατερίνα Χέλμη ολοκλήρωσε την καριέρα της έχοντας στο βιογραφικό της 25 ταινίες και 4 παρουσίες στην τηλεόραση, πέρα βέβαια από την πορεία της και στο σανίδι.

Αυτά τα νούμερα θα μπορούσαν να είναι πολύ μεγαλύτερα, ειδικά στην περίπτωση της μεγάλης οθόνης, μιας και η Χέλμη εμφανίστηκε στα «χρυσά χρόνια» του ελληνικού κινηματογράφου και διέθετε όλο το «πακέτο» που χρειαζόταν για να εκτοξευθεί στα αστέρια. Με μια γνήσια αστική ομορφιά χάρη στα γονίδια αλλά και τον τρόπο ζωής των γονιών της, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και την Μικρά Ασία και μεγαλωμένη στην αριστοκρατική Πλάκα, αλλά και με σπουδές πάνω στο αντικείμενο που θα ζήλευε κάθε συνάδελφός της, θα μπορούσε να ενσαρκώσει οποιοδήποτε ρόλο επιθυμούσε και να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στα άλλα μεγάλα ονόματα της εποχής.

Εκείνη όμως επέλεγε μετά από πολλή πίεση κάθε κίνησή της. Απέρριπτε δίχως δεύτερη σκέψη προτάσεις σωρηδόν και αναζητούσε μονίμως την πρόκληση. Και ευτυχώς για εκείνη (αλλά και το κοινό) δεν φοβόταν να εκτεθεί ενσαρκώνοντας γυναίκες του περιθωρίου. Και το έκανε τόσο καλά ώστε να μείνει αξέχαστη μέσα από αυτές, δίχως η ίδια να στιγματιστεί ούτε να λερωθεί, ακόμη και στον ρόλο της πόρνης, τον οποίο αντίθετα τίμησε και αναβάθμισε σε δύο απαράμιλλες ερμηνείες.

Αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο στον περίφημο «Νόμο 4000» του Γιάννη Δαλιανίδη και στην κατά πολλούς κορυφαία ταινία του ελληνικού σινεμά, τα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, με κοινή συνισταμένη το γεγονός ότι και τις δύο φορές διέπρεψε ως ιερόδουλη. Σε έναν ρόλο, δηλαδή, που πρέσβευε τα αντίθετα από όσα η ίδια πίστευε, με αποτέλεσμα να τον παίξει με το τέτοιο τρόπο ώστε να μετατραπεί σε πόρνη που κέρδιζε τον σεβασμό όλων, ανεξάρτητα από το πώς ζούσε την ζωή της.

«Δεν θα πω τίποτα κύριε καθηγητή. Στην τιμή μου! Γιατί έχω κι εγώ τιμή, να εδώ μέσα»… Με αυτά τα λόγια, δείχνοντας την καρδιά της η ατιμασμένη πόρνη για την οποία ο Βασίλης Διαμαντόπουλος (ως αυστηρός Γυμνασιάρχης) μαζεύει υπογραφές για να εκδιωχθεί από την πολυκατοικία, ορκίζεται ότι θα κρατήσει κρυφή την εγκυμοσύνη της κόρης του στο «Νόμο 4000». Ενώ από τα μοναδικά «Κόκκινα Φανάρια» ξεχωρίζει η σπαραξικάρδια παράκληση προς τον (κινηματογραφικό) μαστρωπό της Κώστα Κούρτη, «Μην μ’ αφήνεις Ντορή μου, θα φαρμακωθώ», ούσα ερωτευμένη με τον ίδιο τον δυνάστη της…

Η Κατερίνα Χέλμη μπορούσε να αντεπεξέλθει σε ανάλογες απαιτητικές καταστάσεις, έχοντας στις καλλιτεχνικές «αποσκευές» της ευρύτατη κουλτούρα και την άνεση που φέρνει η ουσιαστική ανωτερότητα που πήγαζε από την καταγωγή, την ανατροφή και τις σπουδές της.

Πνεύμα ατίθασο και μπροστά από την εποχή της, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Μεγάλωσε στην Πλάκα και στην Κεφαλλονιά, με ανέσεις και τελείωσε το γνωστό ιδιωτικό γυμνάσιο Χιλλ, πριν αποφασίσει να ασχοληθεί με την υποκριτική. Εκεί, μάλιστα γνώρισε και τον άνθρωπο με τον οποίο τελικά μοιράστηκε την ζωή της, αν και χρειάστηκε να περάσουν πρώτα περίπου 30 χρόνια δεσμού πριν τελικά αποφασίσει να παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Σβωλόπουλο. Έναν «τιτάνα» του ακαδημαϊκού χώρου, συγγραφέα, ιστορικό και πολυπράγμονα πνευματικό άνθρωπο ο οποίος συμπλήρωσε την ευτυχία της και έμεινε στο πλευρό της μέχρι τον θάνατό του το 2019.

 

Τελείωσε με άριστα (τι άλλο;) τις σπουδές της στο Εθνικό, εντυπωσιάζοντας ακόμη και τον αξεπέραστο Δημήτρη Ροντήρη και συνέχισε μαθητεύοντας υπό τις οδηγίες του Καρόλου Κουν στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Με τον μεγάλο δάσκαλο ήρθε σε κόντρα όταν αποφάσισε να δοκιμάσει στο σινεμά, αφού εκείνος θεωρούσε υποδεέστερη (με ελάχιστες εξαιρέσεις) την μεγάλη οθόνη. Στα χέρια του, πάντως, έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα υποκριτικής, χρησιμοποιώντας αυτές τις γνώσεις αργότερα στον κινηματογράφο, ενώ ολοκλήρωσε την επιμόρφωσή της δίπλα στον Πέλλο Κατσέλη.

Όταν έγινε το κάστινγκ για τα θεατρικά «Κόκκινα Φανάρια» αρχικά προοριζόταν για τον ρόλο της «πριγκιπέσσας» ο οποίος κατέληξε στην μοναδική Τζένη Καρέζη, με την Χέλμη να ενσαρκώνει τελικά την υπέροχη «Μαρίνα», την πόρνη με την καθαρή ψυχή που μίλησε στις καρδιές όλων των γυναικών εκείνης της εποχής. Μάλιστα υπάρχει και μια ιστορία από αυτά τα δοκιμαστικά.

Η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη ήταν η Έρση Βαλαβάνη που όμως δεν έδειχνε να έχει το τσαγανό που απαιτούσε ο ρόλος μιας πόρνης. «Παίξε πιο δυνατά» την συμβούλεψε η Χέλμη, δίνοντάς της και ένα σπρώξιμο για να την αφυπνίσει. Αυτό το περιστατικό έγινε αντιληπτό από τον βοηθό σκηνοθέτη, Αλέξη Δαμιανό που σταμάτησε τις πρόβες και έκανε επί τόπου αλλαγή ρόλων. Όταν μετά από 3 χρόνια επιτυχίας το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, όλη η Ελλάδα έμαθε (και λάτρεψε) μια «ιερόδουλη»…

Παράλληλα ασχολήθηκε με την συγγραφή βιβλίων αλλά και με την πολιτική όπου εκλέχτηκε δημοτική σύμβουλος το 1994 με την παράταξη του Θεόδωρου Πάγκαλου που πρόσκειται στο ΠΑΣΟΚ, παρά ο γεγονός ότι ο συνοδοιπόρος της ζωής της, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος ήταν προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή και διευθυντής του ιδρύματος που φέρει το όνομά του. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Εκάλη.