Στον κόντρα ρόλο του ανήθικου νταή σε 85 ταινίες: Το… κάθαρμα του ελληνικού σινεμά, τελικά ήταν λεβεντιά!

Όλοι ήθελαν να συνεργαστούν μαζί του

Το πλατύ κοινό τον γνώρισε μέσα από δεκάδες ρόλους στον κινηματογράφο (85 ταινίες) όπου υποδυόταν συνήθως τον μοχθηρό, υποχθόνιο, αδίστακτο και ανήθικο. Στην αληθινή ζωή του, όμως, ο Στέφανος Στρατηγός ήταν ακριβώς το αντίθετο ως άνθρωπος και οι ηθοποιοί που δούλεψαν μαζί του κάνουν λόγο για έναν τύπο «σπαθί» κι έναν πραγματικό λεβέντη.

Βέβαια, όσοι τον γνώρισαν μέσα από την πορεία του στο θεατρικό σανίδι και από την μεγάλη οθόνη, ήξεραν πολύ καλά ότι ο Στρατηγός είχε πολύ μεγαλύτερη γκάμα ρόλων αλλά και υποκριτική παιδεία υψηλότατου επιπέδου. Ουσιαστικά, θα έλεγε κανείς ότι ως ηθοποιός υπήρξε μια… διχασμένη προσωπικότητα, αφού η απόσταση που χώριζε τους χαρακτήρες που ενσάρκωνε στο θέατρο ήταν πολύ διαφορετικοί από εκείνους του σινεμά.

Γεννήθηκε το 1923 στην Αθήνα και αποτέλεσε την επιτομή της φράσης ότι το μήλο πέφτει κάτω από την μηλιά. Στην δική του περίπτωση, βέβαια, μιλάμε για… δύο μηλιές αφού τόσο ο πατέρας του όσο και η μητέρα του ήταν ηθοποιοί οι οποίοι μάλιστα είχαν τον δικό τους θίασο με τον οποίο περιόδευαν για να δώσουν παραστάσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα. Μοιραία, ο ίδιος και οι αδελφές του, Αλέκα, Στέλλα και Ρένα μεγάλωσαν μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον και από πολύ μικρή ηλιθία συνεισέφεραν στην… οικογενειακή επιχείρηση, κάποιες φορές με… ευτράπελα σχετικά με την ηλικία τους.

Μια τέτοια ιστορία ήθελε τα τέσσερα παιδιά να είναι τόσο κουρασμένα από τις μετακινήσεις που κατά την διάρκεια ενός μεγάλου σε έκταση μονολόγου του πατέρα τους, Βασίλη, τα πήρε ο ύπνος. Μάταια προσπαθούσε η μητέρα τους, Αμαλία, να τα ξυπνήσει για να παίξουν το ρόλο τους, με αποτέλεσμα ο μπαμπάς να επαναλάβει αρκετές φορές την ατάκα «άστραψαν οι ουρανοί», ανεβάζοντας συνεχώς την ένταση της φωνής του, μπας και ξυπνήσουν και συνεχιστεί η σκηνή σύμφωνα με το σενάριο. Τελικά, την τελευταία από αυτές, ο Στέφανος όντως ξύπνησε, αλλά χωρίς να έχει συναίσθηση του πού βρισκόταν, απάντησε με φυσικότητα «γιατί πατέρα, τι έγινε, έπεσε κεραυνός;»! Κάτι που φυσικά δεν υπήρχε στο σενάριο.

Στα χρόνια που έμεινε στον οικογενειακό θίασο κέρδισε τεράστιες εμπειρίες τις οποίες χρησιμοποίησε μετέπειτα, ενώ φρόντισε να πάρει και κλασική θεατρική παιδεία ως σπουδαστής του –τότε- Βασιλικού και σήμερα Εθνικού Θεάτρου. Εκεί έδειξε πολλές διαφορετικές πτυχές του ταλέντου του, ενώ δεν σταμάτησε να παίζει ακόμη και την περίοδο της Κατοχής, παρά το γεγονός ότι παράλληλα είχε οργανωθεί και στην ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων), συμμετέχοντας ενεργά στη μάχη κατά του ναζισμού.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε και η ώρα να ανοίξει τα φτερά του, αφήνοντας τον θίασο των γονιών του. Όπως είχε πει κάποτε και ο ίδιος, ήταν μια προσφορά που ήταν αδύνατο να αρνηθεί. Τον πλησίασε ο Βασίλης Λογοθετίδης κάνοντάς του πρόταση συνεργασίας, την οποία φυσικά και δέχτηκε. Στο πλευρό του μεγάλου ηθοποιού και θιασάρχη έμεινε για μεγάλο διάστημα της δεκαετίας του ’50, την ίδια ώρα που παράλληλα έπαιξε και δίπλα σε άλλα πολύ μεγάλα ονόματα όπως τον Βασίλη Αργυρόπουλο, την Χρυσούλα, τον Δημήτρη Δόξα, την Έλλη Λαμπέτη, του Ντίνου Hλιόπουλου αλλά και των Xατζίσκου, Σαμαρτζή και πολλών άλλων.

Την δεκαετία του ’60, όταν ένιωσε πλέον αρκετά έτοιμος και πλήρης για κάτι τέτοιο, έκανε και το επόμενο βήμα στήνοντας τον δικό του θίασο. Έτσι μπόρεσε να ανεβάσει πολύ σημαντικές παραστάσεις, υπογράφοντας ορισμένες φορές και την σκηνοθεσία και δίνοντας έτσι την δυνατότητα στο κοινό την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με κλασικά έργα. Δίχως ίχνος έπαρσης, συνέχισε ακόμη και τις περιοδείες θέλοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο να αποτίσει φόρο τιμής στα «μπουλούκια» από τα οποία είχε ξεπηδήσει και αυτός.

Εκείνο το διάστημα είναι απίστευτα ενεργός και δεν σταματάει λεπτό να δουλεύει. Στο θέατρο δουλεύει με… ηθοποιάρες όπως ο Παπαγιαννόπουλος, η Μαυροπούλου, ο Μοσχίδη, η Μαρίκα Κρεβατά, ο Χρήστος Νέγκας, η Ρία Δελούτση, ο Νίκος Τσούκας, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Ελένη Ανουσάκη, η Βίλμα Κύρου, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η Καίτη Παπανίκα, ο Γιώργος Φούντας, ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Θανάσης Βέγγος, η Μάρθα Βούρτση, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Πέτρος Φυσσούν και πολλοί άλλοι, ανεβάζοντας κυρίως έργα νεοελλήνων συγγραφέων και κάνοντας τουρνέ ακόμη και στο εξωτερικό.

Η επαφή του με τον κινηματογράφο είχε γίνει ήδη από το 1948 και το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», με τον Βασίλη Λογοθετίδη να είναι για άλλη μια φορά ο άνθρωπος-κλειδί στην καριέρα του. Καθώς το ελληνικό σινεμά έμπαινε στην χρυσή εποχή του, στο πρόσωπο του Στέφανου Στρατηγού οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί βρήκαν αυτόν που έψαχναν για να ενσαρκώσει ρόλους «κακών» και αυτός ανταποκρίθηκε πλήρως, όπως άλλωστε συνέβαινε και με οτιδήποτε άλλο καταπιανόταν.

Εκεί, στον κινηματογράφο δηλαδή, γνώρισε και τις δύο γυναίκες με τις οποίες μοιράστηκε την ζωή του, τουλάχιστον με γάμο, αφού ήταν γνωστός γυναικοκατακτητής. Η μοίρα, μάλιστα τα έφερε έτσι ώστε στην ταινία «Κατηγορώ την κοινωνία» μοιράστηκε το πλατό και με τις δύο. Τότε ήδη ήταν ζευγάρι για χρόνια με την επίσης ηθοποιό Γκέλυ Μαυροπούλου, αλλά ταυτόχρονα στο φιλμ συμμετείχε και η Μαρί Πανταζή που ήδη κυοφορούσε το παιδί του και αργότερα έφερε στον κόσμο τον μονάκριβο γιο του.

Υπήρξε ενεργός μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν και σταδιακά αποσύρθηκε, έχοντας μείνει και μόνος. To 2006, σε ηλικία 83 ετών πια, αντιμετώπιζε πλέον σοβαρά προβλήματα υγείας, με συνέπεια να νοσηλευτεί στον Ερυθρό Σταυρό. Στο πλευρό του στάθηκε η Γκέλυ Μαυροπούλου, με την οποία δεν είχαν την παραμικρή επαφή μετά τον χωρισμό τους. Όταν, όμως, χρειάστηκε, έσπευσε να του σταθεί μέχρι την ημέρα (6 Απριλίου) που άφησε την τελευταία πνοή του από λοίμωξη του αναπνευστικού…