Ρόμπιν Φράιντεϊ: Ο βίος, η πολιτεία κι η κατρακύλα του «καλύτερου ποδοσφαιριστή που δεν είδατε ποτέ»

Ένας cult μύθος που «έσβησε» νωρίς

Το 1997 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που δεν είδατε ποτέ». Υπάρχουν σκέψεις να μεταφερθεί και στο σινεμά, με τoυς Σαμ Κλάφλιν και Ράσελ Μπραντ να είναι υποψήφιοι για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Πριν 26 χρόνια το συγκρότημα «Super Fury Animals» κυκλοφόρησε το κομμάτι «The Man Don’t Give A Fuck», αφιερωμένο στον άνθρωπο η εικόνα του οποίου «κοσμούσε» το εξώφυλλο του δίσκου. Ο λόγος για τον Ρόμπιν Φράιντεϊ, τον μυθικό επιθετικό της Ρέντινγκ, του οποίου ο βίος και η πολιτεία κάνουν ακόμη και αυτοκαταστροφικούς τύπους σαν τον Πολ Γκασκόιν να μοιάζουν με αθώα παιδάκια νηπιαγωγείου.

Γεννημένος στην περιοχή του Άκτον, στο δυτικό Λονδίνο, υπήρξε ο ορισμός του «ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος». Εκτός σχολείου και εντός φυλακής στα 15 του, σύζυγος και πατέρας στα 16, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στα 18, είδωλο των οπαδών στα 20, παλαίμαχος στα 25 και νεκρός στα 38 χρόνια του

Πολύ μικρός παράτησε το σχολείο και εργάστηκε σε δουλειές του ποδαριού. Καθάριζε τζάμια, έκανε τον οδηγό, πήγε σε οικοδομή. Έφυγε από το σπίτι χωρίς οι γονείς του να νοιαστούν ιδιαίτερα για το μέλλον του και σύντομα εμφάνισε τις πρώτες παραβατικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα σε ηλικία μόλις 15 ετών να συλληφθεί για μικροκλοπές και να περάσει 14 μήνες σε αναμορφωτήριο. Λίγο αφότου αποφυλακίστηκε ήρθε στη ζωή η κόρη του, ενώ τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε και την μέχρι τότε φιλενάδα του, Μαξίμ Ντούχαν. Πριν καν γίνει 17, ο Φράιντεϊ ήταν πατέρας, σύζυγος αλλά και παρίας αφού η γειτονιά στην οποία ζούσε δεν είδε με καλό μάτι το χρώμα της μιγάδας γυναίκας του.

Υπό αυτές τις συνθήκες τα ναρκωτικά μπήκαν στο προσκήνιο για τον νεαρό ο οποίος απεχθανόταν την «καθώς πρέπει» κοινωνία και φρόντιζε να το δείχνει σε κάθε ευκαιρία, ακόμη και μέσα στο γήπεδο. Είχε προσπαθήσει να μπει στις ακαδημίες ομάδων όπως η Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, η Τσέλσι (από τις οποίες πέρασε για λίγο) και η Κρίσταλ Πάλας, όμως καμία από αυτές δεν δέχτηκε να πάρει το ρίσκο και να επενδύσει σε έναν πιτσιρικά που είχε κάνει φυλακή και ακόμα και οι… πέτρες του Λονδίνου γνώριζαν ότι είναι χρήστης ουσιών. Και κάπως έτσι, ο Ρόμπιν που στο μεταξύ συνέχισε να μην έχει καν μόνιμη δουλειά, κατέληξε να παίζει ερασιτεχνικά σε διάφορα κλαμπ, μέχρι το 1973 που ο τεχνικός της Ρέντινγκ, Τσάρλι Χέρλι αποφάσισε να του δώσει μια ευκαιρία, παίρνοντάς τον χωρίς επαγγελματικό συμβόλαιο στον σύλλογο.

Λένε ότι στην πρώτη προπόνηση της Ρέντινγκ έστειλε 3 συμπαίκτες του στον γιατρό λόγω των χτυπημάτων που έκανε στο προπονητικό διπλό, αναγκάζοντας τον προπονητή του να τον βγάλει εκτός. Με την ομάδα όμως να έχει μόλις 2 νίκες σε 14 ματς, αναγκάστηκε ουσιαστικά να τον χρησιμοποιήσει στο δεύτερο μισό της σεζόν, με τον νεαρό να δείχνει εξ αρχής το ταλέντο του και να καταφέρνει με τις εμφανίσεις και τα γκολ του να εξασφαλίσει κανονικό επαγγελματικό συμβόλαιο, το πρώτο της ζωής του!

Θα περίμενε κανείς αυτή η εξέλιξη να τον έκανε να δει λιγάκι πιο σοβαρά την καριέρα και την ζωή του. Όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Ο Φράιντεϊ συνέχισε να ζει όπως θέλει και να ξοδεύει τις ώρες που δεν έπαιζε ή δεν προπονούνταν καταναλώνοντας απίθανες ποσότητες αλκοόλ, κάνοντας συνεχή χρήση ναρκωτικών και περνώντας τις νύχτες του σε κλαμπ μέχρι το πρωί. Μοιραία ήρθε και το διαζύγιο, με εκείνον πάντως να παντρεύεται σύντομα ξανά, παρά το γεγονός ότι είχε ακόμα περιστασιακά one night stands, σχεδόν κάθε βράδυ.

Όταν ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας ήταν ήδη είδωλο για τους οπαδούς της Ρέντινγκ που λάτρευαν την ικανότητά του στο γκολ, την οξυδέρκειά του στο γήπεδο, το πάθος του αλλά και τις μνημειώδεις αντιδράσεις του την ώρα του αγώνα, για τις οποίες όμως θα μιλήσουμε αργότερα.

Ο γάμος του, λοιπόν, αξιολογήθηκε ως σημαντικό γεγονός, με αποτέλεσμα ένα τοπικό κανάλι να καλύψει την τελετή και την δεξίωση που ακολούθησε. Σύμφωνα με το έθιμο, ο γαμπρός συνήθως περιμένει τη νύφη όρθιος, χαμογελαστός και κάπως νευρικός. Όχι ο Φράιντεϊ! Αντίθετα, ο τηλεοπτικός φακός τον κατέγραψε άνετο και χαλαρό να στρίβει έναν «μπάφο» και να την… πίνει. Μερικές ώρες αργότερα το πάρτι μετατράπηκε σε.. τσίρκο. Το αλκοόλ και οι καλεσμένοι (φίλοι του ποδοσφαιριστή που είχαν φέρει και τα δικά τους… καλούδια) αποδείχτηκε πολύ κακός συνδυασμός. Πολύ γρήγορα κατέληξαν σε ομαδικό καυγά, ενώ ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να κάνουν πλιάτσικο και να κλέψουν τα γαμήλια δώρα ή και σερβίτσια. Ο Φράιντεϊ αρκέστηκε να πει ότι στεναχωρήθηκε μόνο που χάθηκε ένας δίσκος με κάνναβη

Μέχρι εκείνη την περίοδο πάντως είχε ακόμη την ικανότητα να μην επηρεάζεται η απόδοσή του στα παιχνίδια από την έκλυτη ζωή του. Συνέχισε να μαγεύει με τα τέρματά του και να κάνει τον κόσμο να παραληρεί με τους πανηγυρισμούς του. Συνήθιζε μετά από κάποιο γκολ να δείχνει τα… όργανά του ή να αγγίζει συμπαίκτες σε απόκρυφα σημεία, επαινώντας τους με αυτό τον τρόπο ή σόκαρε τους πάντες φιλώντας τους στο στόμα. Σε ένα ματς το 1975 κόντρα στην Ρότσντεϊλ σκόραρε στο 90’ κι έτρεξε να φιλήσει έναν αστυνομικό που στεκόταν πίσω από την εστία! Το πλήθος τον λάτρεψε ακόμη περισσότερο και δεν σταμάτησε να φωνάζει το όνομά του.

Έζησε την απόλυτη αποθέωση σε έναν αγώνα απέναντι στην Τρανμίρ στις 31 Μαρτίου 1976 όταν έστειλε με ανάποδο ψαλίδι την μπάλα στο «Γ», αναγκάζοντας μέχρι και τον διαιτητή της αναμέτρησης, Κλάιβ Τόμας (ο οποίος ήταν διεθνής επιπέδου UEFA και FIFA) να του πει ότι δεν είχε δει ούτε παίκτες όπως ο Πελέ ή ο Κρόιφ να σκοράρουν τόσο με τόσο εντυπωσιακό τρόπο. Ο Φράιντεϊ του απάντησε αφοπλιστικά «τότε να περνάς πιο συχνά από τα μέρη μας, τέτοια βάζω κάθε βδομάδα»!

Καθώς ο καιρός περνούσε, τέτοιες εμφανίσεις πάντως γίνονταν ολοένα και πιο σπάνιες. Ο Χέρλι έφτασε στο σημείο να τον υποχρεώσει να μετακομίσει στην ίδια πολυκατοικία με τον φροντιστή του γηπέδου για να τον προσέχει. Χωρίς αποτέλεσμα, βέβαια, αφού ο Φράιντεϊ συνέχιζε να το σκάει για ξενύχτια κάθε βράδυ. Την ίδια περίοδο πέτυχε μια συμφωνία με τον εκκεντρικό σταρ της ομάδας του. Τουλάχιστον να μην πίνει οινοπνευματώδη 48 ώρες πριν το ματς. Και η αλήθεια είναι ότι ο Φράιντεϊ τήρησε τον λόγο του, με την μόνη διαφορά ότι αντί για αλκοόλ κατανάλωνε από Πέμπτη μέχρι λίγη ώρα πριν τους αγώνες το Σάββατο, LSD

Εκείνη την σεζόν η Ρέντινγκ κέρδισε την άνοδό της στην τρίτη κατηγορία και όπως επισήμανε ο Χέρλι, ο παίκτης του πρέπει να το διασκέδαζε όλο το καλοκαίρι. Εμφανίστηκε στην προετοιμασία σε κακή κατάσταση και ουσιαστικά από τον Αύγουστο του 1976 είχε τελειώσει για το κλαμπ. Ο προπονητής του έκανε μια τελευταία απόπειρα να τον πείσει να πάει σε κέντρο αποτοξίνωσης, του μίλησε και φέρθηκε σαν πατέρας, αλλά στο τέλος δεν είχε κανέναν τρόπο να τον υπερασπιστεί αφού και οι συμπαίκτες του δεν τον άντεχαν άλλο. Έτσι, μπήκε στην μεταγραφική λίστα, με αρκετές σπουδαίες ομάδες να τον παρακολουθούν, αλλά να μην τολμούν να τον κάνουν δικό τους. Τελικά εκείνος που πέταξε 28.000 λίρες και εκείνον ήταν ο Τζίμι Άντριους της Κάρντιφ.

Η καριέρα του στην Ουαλία άρχισε πολύ άσχημα και ουσιαστικά ήταν προάγγελος του τι θα ακολουθούσε. Έφτασε στην πόλη με τρένο και συνελήφθη επί τόπου αφού είχε ταξιδέψει χωρίς εισιτήριο, αναγκάζοντας τον νέο προπονητή του να χρειαστεί να πείσει την διοίκηση να τον βγάλει έξω με εγγύηση για να προπονηθεί… Έκανε το ντεμπούτο του την Πρωτοχρονιά του 1977 σε ένα ματς κόντρα στην Φούλαμ. Είχε επιστρέψει από το κλαμπ στις 5 τα ξημερώματα, αλλά το μεσημεράκι της ίδιας ημέρας πέτυχε 2 γκολ, κάνοντας μάλιστα «γιο-γιο» τον παγκόσμιο πρωταθλητή του 1966 και αρχηγό της εθνικής Αγγλίας, Μπόμπι Μουρ, που ήταν ο προσωπικός του αντίπαλος,  πανηγυρίζοντας μάλιστα προκλητικά μπροστά του.

Μερικούς μήνες αργότερα σε ένα παιχνίδι κόντρα στην Λούτον θα χαρίσει και την εικόνα που έγινε εξώφυλλο δίσκου. Σε εκείνο το ματς είχε αναπτύξει μια κόντρα με τον αντίπαλο τερματοφύλακα, Μιλίγια Άλεξιτς, ο οποίος είχε «κατεβάσει» μερικά «φαρμακερά» σουτ. Σε μία από τις επόμενες φάσεις, όμως, ο Φράιντεϊ τον ισοπέδωσε και πανηγύρισε το γκολ δείχνοντάς του τα δύο δάχτυλα, την χαρακτηριστική βρετανική κίνηση, ανάλογη του… μεσαίου δάχτυλου που χρησιμοποιεί ο υπόλοιπος κόσμος.

Ωστόσο στην Κάρντιφ δεν έβγαζε τόσο συχνά το καλό (από αγωνιστική άποψη) πρόσωπό του, καθώς βούταγε ολοένα και περισσότερο στις καταχρήσεις. Οι διενέξεις του με συμπαίκτες ακόμη και στην προπόνηση γίνονταν σε καθημερινή βάση, μια φορά χτύπησε έναν από αυτούς τόσο άσχημα ώστε να χρειαστεί να φοράει κολάρο για 2 εβδομάδες, ενώ πλέον μετά τα ματς δεν έκανε καν ντους στα αποδυτήρια, αλλά έβαζε απλά τα ρούχα του πάνω από την φανέλα και το σορτσάκι κι έφευγε. Ολοκλήρωσε την σεζόν με 6 γκολ σε 19 παιχνίδια και όλα έδειχναν ότι πλέον βάδιζε προς το τέλος των ημερών του ως παίκτης.

Την επόμενη σεζόν αγωνίστηκε μόλις σε 2 ματς και φρόντισε ώστε το «κύκνειο άσμα» του να μείνει αξέχαστο σε όλους. Στην τελευταία αξιομνημόνευτη ενέργειά του στο χορτάρι, η Κάρντιφ έπαιζε με την Μπράιτον και το μαρκάρισμά του ανέλαβε ο νεαρός τότε Μαρκ Λόρενσον, που μετέπειτα θα έκανε σπουδαία καριέρα στην Λίβερπουλ. Μετά από μια κοκορομαχία τους ο Φράιντεϊ τον χτύπησε στο πρόσωπο και αποβλήθηκε. Δεν έμεινε όμως εκεί, αλλά πέρασε από τα αποδυτήρια της Μπράιτον, βρήκε τον σάκο του προσωπικού αντιπάλου του και… αφόδευσε μέσα σε αυτόν, αφήνοντάς του ένα αποχαιρετιστήριο σουβενίρ της γνωριμίας τους! Ο ίδιος ο διεθνής σέντερ μπακ πάντως μίλησε μετά από χρόνια για το περισταρικό και υποστήριξε ότι δεν συνέβη ποτέ.

Δυο μήνες μετά το συμβόλαιό του λύθηκε και ο ίδιος γύρισε στο Άκτον και στο πατρικό του σπίτι. Ήταν μόλις 25 ετών όταν κρέμασε τα παπούτσια του και άφησε το ποδόσφαιρο για πάντα, για να επιστρέψει στις οικοδομές… Τις υπόλοιπες συνήθειές του εκτός μπάλας πάντως τις κράτησε. Παντρεύτηκε για τρίτη φορά και πέρασε ξανά το κατώφλι της φυλακής όταν συνελήφθη να παριστάνει τον αστυνομικό. Εμφανιζόταν με πλαστό σήμα σε πιάτσες τοξικομανών και τους αφαιρούσε τα ναρκωτικά που είχαν πάνω τους για να κάνει χρήση ο ίδιος. Έχοντας φτάσει σε αυτό το απόλυτο σημείο εξαθλίωσης, ο θάνατος ήρθε μάλλον φυσιολογικά (ενδεχομένως και λυτρωτικά) μερικά χρόνια αργότερα. Βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στις 22 Δεκεμβρίου 1990, με το επίσημο πόρισμα να κάνει λόγο για καρδιακή προσβολή, της οποίας φαίνεται ότι προηγήθηκε χρήση ηρωίνης.

Ο Ρόμπιν Φράιντεϊ ήταν τότε μόνο 38 ετών και πλέον είχε γίνει ήδη μια μακρινή ανάμνηση, αλλά και cult είδωλο των οπαδών της Ρέντινγκ που τον θεωρούν τον καλύτερο που έχει αγωνιστεί ποτέ στην ομάδα τους. Ένας παίκτης που σκόραρε όποτε ήθελε, ήταν τρομερά δύσκολο λόγω μεγέθους και χαρακτήρα να του πάρεις την μπάλα από τα πόδια, έφτιαχνε πολύ συχνά τους συμπαίκτες του και αν και σέντερ φορ, μάρκαρε ανελέητα τους αντιπάλους, έχοντας κερδίσει αμέτρητες φορές το χειροκρότημα για τα τάκλιν του.

Και οι δύο προπονητές που είχε στη ζωή του τον αποκάλεσαν «πληρέστερο επιθετικό» που είχαν δει ποτέ, με τον Τζίμι Άντριους να υποστηρίζει ότι μόνο ο Σίρερ μπορεί να συγκριθεί μαζί του, ενώ σύγχρονοί του ορκίζονται ότι ήταν μια κλάση ανώτερος από θρύλους όπως ο Τζον Όλντριτζ ή ο Ντιν Σόντερς. Δυστυχώς, όμως, αυτές οι συγκρίσεις έμειναν στην θεωρία. Όπως λέει και το τραγούδι που γράφτηκε για εκείνον, the man don’t give a fuck