Την αποκαλούσαν «Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν» εξαιτίας της «χίπικης» εμφάνισής της, που την ακολουθούσε ακόμα και στα στα τελευταία χρόνια της ζωής της, μολονότι αυτά απείχαν λίγο από τη συμπλήρωση ενός αιώνα. Ο Μάνος Χατζιδάκις την έλεγε «πασιονάρια της λαϊκής πίστας», δίνοντάς της έτσι τον πλέον ταιριαστό χαρακτηρισμό. Η Γιώτα Γιάννα, μοναδική και μονίμως παθιασμένη με την μουσική, συνέχιζε, έως ότου κλείσει για τελευταία φορά τα μάτια της, να γεμίζει με το πάθος των ερμηνειών της τα κενά της ψυχής μας.
Κάποτε εάν περνούσες έξω από τα μαγαζιά που τραγουδούσε, από τις μπουάτ της Πλάκας και τα μαγαζιά της παραλιακής μέχρι και τα ξενυχτάδικα της Εθνικής Οδού, είχες την εντύπωση πως γινόταν νυχτερινή διαδήλωση… Ο κόσμος έκανε ουρές για να την απολαύσει να λέει γνωστά τραγούδια που είχαν γραφτεί για άλλους καλλιτέχνες, με τρόπο ανώτερο και από εκείνους. Κάθε της εμφάνιση έκρυβε κι ένα κομμάτι υπερφυσικής εμπειρίας. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους, η Γιώτα Γιάννα δεν έβλεπε (ίσως να μην το έκανε ποτέ) το τραγούδι ως μια διεκπεραίωση. Πάνω στην σκηνή, πάνω στην πίστα ξεδίπλωνε με μοναδικό τρόπο το ταλέντο της κάνοντάς σε πολύ σύντομα να αντιληφθείς ότι η λαϊκή μουσική και οι στίχοι που έφταναν ως τα αυτιά σου δεν ήταν τίποτα λιγότερο από το soundtrack της πολυτάραχης και ασυμβίβαστης ζωής της…
Κάποτε είχε κάνει την συγχωρεμένη Μαλβίνα Κάραλη να αναρωτηθεί «ποια είναι αυτή με το σκαμμένο πρόσωπο κι αυτή τη φωνή»; Και να σπεύσει να διαπιστώσει ότι «μέσα σε αυτές τις ρυτίδες κρύβεται ολόκληρη η ζωή της». Και ήταν μια δύσκολη ζωή για την οποία η Γιώτα Γιάννα δεν ανοιγόταν εύκολα. Ξέρουμε πως γεννήθηκε στους Αμπελόκηπους ως Παναγιώτα Γιαννέλου και στην ίδια περιοχή συνεχίζει να μένει έως και την εκδημία της, κοινώς επί 96 χρόνια. Βλέπεις, τις συνήθειές της δεν τις άλλαζε εύκολα. Δεν οδηγούσε αυτοκίνητο και προτιμούσε το ποδήλατο, όπως έκανε από την εποχή που έπαιζε φυσαρμόνικα δίπλα στην Σοφία Βέμπο. Δεν έτρωγε ποτέ κρέας και δεν κάπνιζε ποτέ (ένα από τα μυστικά που κράτησαν την φωνή της), αλλά θα την έβλεπες να κυκλοφορεί μονίμως με μια ταμπακιέρα, μέσα στην οποία υπήρχε πάντα ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο που όπως οτιδήποτε σχετιζόταν με την Γιώτα Γιάννα, είχε κι αυτό την δική του ξεχωριστή ιστορία.
«Δεν είμαι καπνίστρια. Είναι η ταμπακιέρα και η μάρκα του Δημήτρη. Δεν τον αποχωρίζομαι ποτέ. Το ’74, δεκαεννιά χρόνων χάθηκε στην Κύπρο. Μπήκε στη μάχη, δεκαεννιά χρόνων, τι να κάνανε; Δεν πήγα ποτέ. Δεν το αντέχω. Βάζω το τσιγάρο στο στόμα. Κάνω την κίνηση. Κι αν ανάψω τσιγάρο, δεν πάω τον καπνό κάτω. Γι’ αυτό έχω φωνή ακόμα. Ποτέ δε σταμάτησα το τσιγάρο του Δημήτρη. Το κρατώ. Τον αισθάνομαι εδώ». Με αυτά τα λόγια περιέγραφε η ίδια τον χαμό του ενός αδελφού της, που η μοίρα τον έστειλε να πολεμήσει κατά την εισβολή του Αττίλα στην «Μεγαλόνησο». Ακόμη μία οικογενειακή τραγωδία για την Ελληνίδα καλλιτέχνιδα η οποία δεν πρόλαβε καλά-καλά να γνωρίσει την μητέρα της την οποία έχασε σε πολύ νεαρή ηλικία.
Αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές δυσκολίες που βρήκε μπροστά της. Και την ξεπέρασε, όπως όλες, ακολουθώντας εκείνο που πρόσταζε η ασυμβίβαστη ψυχή της. Έκανε τα πάντα με τον δικό της τρόπο, με την δική της λογική, φτάνοντας σε σημείο, τελικά, να μπορεί να υπερηφανεύεται ότι ο δικός της ο κόσμος δεν ήταν φανταχτερός και προκάτ, όπως συχνά συμβαίνει με τους «copy-paste» καλλιτέχνες. Ο δικός της ο κόσμος ήταν βασανιστικά και υπέροχα αυθεντικός και «χειροποίητος», σμιλευμένος από τα χέρια της.
Για δεκαετίες την ύπαρξή της γνώριζε μόνο το αθηναϊκό κοινό. Κάτι που θα ήταν δυνατό να έχει αλλάξει πολλές φορές. Όσες αρνήθηκε και η ίδια προτάσεις από συνθέτες για έναν δίσκο. «Μόλις μου είπανε στην εταιρεία, πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέμε, έφυγα, και ακολούθησα τον δρόμο μου», είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή της κάποτε. Ακόμη κι όταν βρισκόταν κοντά σε μια δισκογραφική που θα εκτόξευε την καριέρα της, κάτι συνέβαινε, με αποτέλεσμα η Γιώτα Γιάννα να επιστρέφει στην θέση που λάτρευε. Πάνω στο πάλκο, να ανοίγει το πρόγραμμά της με μια φυσαρμόνικα που με τα χρόνια έγινε σήμα κατατεθέν της και μέσα σε ένα πέπλο καπνού να κάνει δικά της τραγούδια που είχαν γραφτεί για άλλους… Ο θρύλος λέει ότι ανάμεσα σε άλλα, εκείνη ήταν και η πρώτη επιλογή του Κώστα Χατζή, αντί της Μαρινέλλας, για το «Ρεσιτάλ» του 1976. Μια «ευκαιρία», ακόμη μία, που την προσπέρασε, αφήνοντας –όπως έκανε πάντα- τον δρόμο ανοιχτό σε άλλους με φιλοδοξίες διαφορετικές από τις δικές της.
Τελικά αποφάσισε να σταματήσει να… αμύνεται και είπε το μεγάλο «ναι» για την πρώτη προσωπική της δουλειά όταν έφτασε πλέον στα 80 της. Κάποιοι, κρίνοντας από την ηλικία, θα έκαναν λόγο για έναν δίσκο «τιμής ένεκεν» για την προσφορά της στον χώρο. Διαψεύστηκαν οικτρά, καθώς εκείνο το άλμπουμ αποτέλεσε την αφετηρία για μια μικρή παράκαμψη στην κατά καιρούς μοναχική πορεία της. Περισσότερος κόσμος έμαθε –επιτέλους- την ύπαρξή της, ακολούθησαν τηλεοπτικές εμφανίσεις και αφιερώματα. Τίποτα από αυτά βέβαια δεν άλλαξαν στο ελάχιστο τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά της. Μέχρι την ακροτελεύτια αναπνοή της, σε ηλικία 96 ετών, συνέχιζε με την μπαντάνα στο κεφάλι, το καθηλωτικό βλέμμα της και τη μοναδική παρουσία της να αποδεικνύει ότι εκείνος που περπάτησε το μονοπάτι του με το δικό του βήμα δεν έχει να φοβάται τίποτα.