Έχοντας συμμετάσχει σε αμέτρητες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και μοιράζοντας άφθονο γέλιο και από το θεατρικό σανίδι, ο Νίκος Σταυρίδης περίμενε κάτι καλύτερο από την πενιχρή σύνταξη που του έδωσε το ελληνικό κράτος, εντελώς δυσανάλογη της ανεκτίμητης προσφοράς του για ολόκληρες δεκαετίες.
Πολλοί ήταν εκείνοι που βλέποντας σχεδόν κάθε εβδομάδα μια ταινία του Νίκου Σταυρίδη στην τηλεόραση, θεωρούσαν ότι ο αγαπημένος ηθοποιός θα είχε μια οικονομική άνεση λόγω των δικαιωμάτων των ταινιών. Φευ! Η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική και την είχε αποκαλύψει ο ίδιος:
«Η τηλεόραση! Τα κανάλια βάζουν κάθε εβδομάδα ταινίες μου. Με τιμάνε, αλλά δεν παίρνω τίποτα. Τα χρήματα τα παίρνουν οι παραγωγοί. Τότε υπογράφαμε το βαρύ όρκο:”Και ουδεμίαν άλλη απαίτησιν έχω”. Αυτό βγάζει η τηλεόραση μπροστά. και δεν παίρνουμε πεντάρα. Να το παράπονό μου».
Γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου και του άρεσε να συστήνεται ως ο «πονηρός Σαμιώτης», τρέφοντας πολύ μεγάλη αγάπη για τον τόπο του. Στο νησί είχε και την πρώτη του, ταπεινή είναι η αλήθεια, επαφή με τον χώρο του θεάματος, ξεκινώντας από πολύ χαμηλά αφού ως παιδί έγινε βοηθός καραγκιοζοπαίχτη και μηχανικού προβολής. Παράλληλα, εντελώς ερασιτεχνικά , έπαιρνε μέρος σε παραστάσεις στις οποίες όχι μόνο έπαιζε αλλά και τραγουδούσε. Ποιος να το έλεγε ότι μερικά χρόνια αργότερα, στην Αθήνα πια, θα ερχόταν η καταξίωση…
Βρέθηκε στον χώρο από… σπόντα καθώς έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τρόπο για να βγάλει κάποιο χαρτζιλίκι αφού ο μισθός που έπαιρνε ως εργαζόμενος σε αποθήκη πολεμικού υλικού δεν έφτανε ούτε για… ζήτω. Απλά περνούσε τυχαία έξω από ένα θέατρο, μάζεψε το κουράγιο του και μπήκε μέσα να ζητήσει δουλειά. Όπως και τελικά έγινε.
Πρώτη του παράσταση καταγράφεται η «Λοβιτούρα» στα τέλη της δεκαετίας του ’20 όπου είχε το ρόλο του λουστράκου! Για την ακρίβεια, γυάλιζε τα παπούτσια του Αυλωνίτη και η παρθενική επαγγελματική ατάκα του ήταν: «μια δραχμή το καθάρισμα και 30 λεπτά το χαρτόσημο… 1,30», διακωμωδώντας την υποχρέωση που υπήρχε τότε να κολλούν παντού χαρτόσημα.
Η ιδιαίτερη φωνή του, το ξεχωριστό γέλιο του και η ακομπλεξάριστη παρουσία του του άνοιξε το δρόμο για το θέατρο όπου διακρίθηκε σε διάφορα είδη. Στη διαδρομή του συνεργάστηκε με πολλούς καταξιωμένους ηθοποιούς, έχοντας πάντα μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά τους για τις αδελφές Καλουτά που τότε μεσουρανούσαν.
Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο ήρθε αρκετά αργότερα και συγκεκριμένα την δεκαετία του ’50, όταν είχε ήδη παίξει πολλούς ρόλους στο σανίδι δίπλα σε ονόματα όπως η Μαρίκα Νέζερ, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, η Σοφία Βέμπο, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Ρένα Βλαχοπούλου και πολλοί άλλοι, σε μια εποχή που η επιθεώρηση μεσουρανούσε.
Στο σινεμά εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ταινία «Έλα στον Θείο», μια κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου το 1950, σε παραγωγή της Φίνος Φιλμς, με την οποία πάντως έκανε συνολικά μόλις τρεις ταινίες. Ήταν ένας από τους λίγους μεγάλους κωμικούς εκείνης της εποχής που δεν άνηκαν στο δυναμικό του Φίνου, αλλά αυτό δεν σήμανε και λιγότερες δουλειές. Παρέμενε περιζήτητος και συνήθιζε να έχει σχεδόν σταθερές συνεργασίες σε έργα του Τσιφόρου, του Λάσκου, του Σακελλάριου και άλλων γνωστών σκηνοθετών.
Συνολικά έπαιξε σε περισσότερα από 120 φιλμ, έχοντας πάντα ένα μοναδικό δικό του τρόπο για να προκαλεί το γέλιο στο κοινό. Αξέχαστες έμειναν βέβαια κάποιες συγκεκριμένες ερμηνείες, όπως για παράδειγμα εκείνη στην «Ωραία των Αθηνών» στο πλευρό της αξεπέραστης Γεωργίας Βασιλειάδου, του Βασίλη Αυλωνίτη και του Μίμη Φωτόπουλου.
Το μεγάλο όπλο του ήταν πάντοτε η ικανότητα να αυτοσχεδιάζει, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία ορισμένων από τις πλέον χαρακτηριστικές σκηνές όπως η κλασική με τον Γκιωνάκη και την προσπάθειά του να παραγγείλει μια… πορτοκαλάδα στα «Κίτρινα Γάντια», το σπαρταριστό «γλου-γλου-γλου» στο «Ευτυχώς Τρελάθηκα» και φυσικά ο διάλογός του με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην ταινία «Ο Εξυπνάκιας».
Αν και ο ίδιος μοίραζε απλόχερα το γέλιο είχε πολλές τραγικές προσωπικές ιστορίες οι οποίες σημάδεψαν την ζωή του. Έχασε και τους δύο γονείς του αλλά και τον αδελφό του ο οποίος μάλιστα «έφυγε» στην αγκαλιά της μητέρας του. Μάλιστα πληροφορήθηκε για τον χαμό του μπαμπά του ενόσω ήταν σε περιοδεία, ενώ ο ίδιος περιγράφει με δυσκολία όταν χρειάστηκε να παίξει μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του. Ήταν η Ντόρα Καριώτου, μια νέα και ταλαντούχος ηθοποιός που διαγνώστηκε με καρκίνο στο κεφάλι. Παρά τα ταξίδια στο εξωτερικό οι θεραπείες δεν βοήθησαν και ο Νίκος Σταυρίδης βίωσε έτσι ακόμη μία απώλεια.
Τα λόγια του για την πρώτη παράσταση μετά τον χαμό της είναι πραγματικά ανατριχιαστικά. «Γύρισα στην Θεσσαλονίκη σωστό ράκος. Έπαιζα τότε στο Μετροπόλ. Βγήκα στη σκηνή και το θέατρο ήταν κατάμεστο. Το γεγονός του θανάτου της συζύγου μου είχε μαθευτεί… Ξαφνικά την είδα σαν όραμα μπροστά μου… Έχασα τα λόγια μου. Στην πλατεία φάνηκαν τα πρώτα μαντίλια που σφούγγιζαν κλαμένα μάτια. Έπαιζα κωμωδία και αντί να γελάει ο κόσμος έκλαιγε και μάλιστα με λυγμούς. Πλησίαζε στο τέλος το νούμερό μου και όταν άρχισε να φτάνει στην πλατεία ένα βουητό… Φτάνει… Φτάνει… Φτάνει… Και μετά ένα ξέφρενο χειροκρότημα», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Νίκος Σταυρίδης παντρεύτηκε άλλες δύο φορές στη ζωή του ενώ αποφάσισε να αποχωρησει από το θέατρο για να λάβει μία από τις πλέον δυσάρεστες εκπλήξεις που δεν ήταν άλλη από το ύψος της σύνταξής του. Επτά χιλιάδες δραχμές… «Δεν θέλω σύνταξη παρηγοριάς. Προτιμώ να πεθάνω, πριν αναγκαστώ να πάρω αυτά τα χρήματα. Θα είναι μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια» έλεγε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Τελικά πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Σάμο όπου άφησε την τελευταία πνοή του στις 14 Δεκεμβρίου 1987 σε ηλικία 77 ετών.