Απ’ το Ζεϊμπέκικο στη φυλακή: Τα αντίποινα της χούντας στον σπουδαίο δημιουργό της μυθικής «Ευδοκίας»

Με μόλις 3 ταινίες πέρασε στην αιωνιότητα

Μπορεί ένας σκηνοθέτης με μόλις 3 ολοκληρωμένες ταινίες μεγάλου μήκους να αποδειχθεί καθοριστικός όχι μόνο για την γενιά του αλλά και για τις επόμενες; Η απάντηση είναι «ναι», εφόσον μιλάμε για τον Αλέξη Δαμιανό, τον δημιουργό της «Ευδοκίας», ενός φιλμ που με ελάχιστα «φτιασίδια» κατόρθωσε να αποκτήσει μυθική διάσταση στις συνειδήσεις των Ελλήνων.

Βέβαια η ταινία δεν έτυχε ανάλογης υποδοχής την περίοδο που βγήκε στις αίθουσες το 1971. Εκείνες τις ταραγμένες ημέρες της Χούντας, με την Ελλάδα στο «γύψο», έτσι κι αλλιώς ο Δαμιανός δεν ήταν από τις φιγούρες που θεωρούνταν ιδιαίτερα αρεστές. Το αγωνιστικό παρελθόν του, οι απόψεις, η ιδεολογία του και οι αδιαπραγμάτευτες αξίες του από τότε που εντάχθηκε στους «Ηνωμένους Καλλιτέχνες» το 1945, μαρτυρώντας ουσιαστικά τις αριστερές ιδέες του, τον μετέτρεψαν σε ανεπιθύμητο πρόσωπο στα ελληνικά δρώμενα.

Όμως ο Δαμιανός ήταν συνηθισμένος σε ανάλογες απογοητεύσεις. Όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο αλλά και σε καλλιτεχνικό, καθώς ο ίδιος είχε έλθει κάμποσες φορές σε αντιπαραθέσεις που σίγουρα του κόστισαν σε επαγγελματικό επίπεδο. Ωστόσο δεν στάθηκαν αρκετές για να κάμψουν την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του σκηνοθέτη και ηθοποιού του οποίου η πορεία θα μπορούσε να τον έχει κάνει πλούσιο και διάσημο.

Αλλά για τον Αλέξη Δαμιανό ουδέποτε τα χρήματα υπήρξαν στόχος ή κίνητρο. Η τέχνη, όμως, ήταν. Κι αυτή δίχως συμβιβασμούς και εκπτώσεις, με αποτέλεσμα στο βιογραφικό του να βρίσκει κανείς μόνο τρία φιλμ μεγάλου μήκους. Το ντεμπούτο του έγινε με το «Μέχρι το πλοίο» το 1966 και το «κύκνειο άσμα» του ήρθε το 1994 με τον «Ηνίοχο». Ενδιάμεσα, το 1971, ήρθε η θρυλική «Ευδοκία»… Το πρώτο του φιλμ διηγείται το πώς ένας βουνίσιος κατεβαίνει στον κάμπο και τελικά επιβιβάζεται σε πλοίο με προορισμό την Αυστραλία ως μετανάστης.  Έλαβε παμψηφεί το πρώτο βραβείο ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ και εξασφάλισε διανομή στο Παρίσι. Η αποθέωση που επιφύλαξαν για το φιλμ οι Γάλλοι κριτικοί «ανάγκασαν» τελικά και τους Έλληνες να συνταχθούν μαζί τους…

Λένε ότι η ιδέα για την «Ευδοκία» του καρφώθηκε στο μυαλό μετά από ένα περιστατικό στον Σχοινιά, όταν είδε ένα ζευγάρι «νεοελλήνων» πάνω σε μια μηχανή να προκαλούν μερικούς Αμερικανούς πεζοναύτες. Έμεινε ωστόσο για μερικά χρόνια στο βάθος του μυαλού του αφού για εκείνον προτεραιότητα είχε το θέατρο. Το αγνό ένα, ρηξικέλευθο, ριζοσπαστικό θέατρο που θα στηλίτευε τα σύγχρονα κακώς κείμενα και θα προωθούσε τα ιδεώδη του Έλληνα και της Ελλάδας, όπως τα οραματιζόταν ο ίδιος και όπως τα αποτύπωσαν στα έργα τους άλλοι δημιουργοί. Δυστυχώς, αυτό το τολμηρό εγχείρημα του άφησε (εκτός από θαυμασμό) και πολλά χρέη καθώς δεν άντεξε το κόστος του θεάτρου «Πορεία» που στήθηκε για αυτόν τον σκοπό, παρά την αναγνώριση και την επιτυχία. Ουσιαστικά ήταν η συνέχεια μιας προηγούμενης απόπειράς του με το «Πειραματικό Θέατρο», στο οποίο είχε ανεβάσει και έργα που έγραψε ο ίδιος.

Τα οικονομικά βάρη, σε συνδυασμό με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα η οποία ετοιμαζόταν να ολισθήσει στην απολυταρχία, τον οδηγούν μέχρι το Λονδίνο όπου τελικά ολοκληρώνει την συγγραφή του σεναρίου για εκείνη την ιδέα που είχε προ ετών. «Η πόρνη και ο στρατιώτης» ήταν ο αρχικός τίτλος, όμως ο Δαμιανός επιλέγει το «Ευδοκία», το όνομα της μάνας του και μαζί με την σύζυγό του ξεκινούν το κάστινγκ. Αντισυμβατικός και σε αυτόν τον τομέα, ξεχωρίζει μια νεαρή Κύπρια που ζούσε στην Αγγλία, την Μαρία Βασιλείου, έχοντας απλά δει μια φωτογραφία ανάμεσα σε άλλες που είχε λάβει από διαφημιστικό γραφείο!

Όσο για τον «στρατιώτη», αυτός έμελλε να είναι ο Γιώργος Κουτούζης. Ένας νεαρός άντρας 21 ετών δίχως την παραμικρή σχέση με την υποκριτική. Βρέθηκε να παλεύει για το μεροκάματο σε ένα γιαπί πάνω στην σκαλωσιά και είχε όλα όσα ήθελε ο Δαμιανός. Καθαρότητα, αυθορμητισμό, ντομπροσύνη, λεβεντιά… Για ένα διάστημα ο σκηνοθέτης με την σύζυγό του φιλοξενούν στο σπίτι τους τους πρωταγωνιστές και μαζί περνούν ώρες στις πρόβες για να μεταλαμπαδεύσει ο δημιουργός το όραμά του για μια ταινία απλή, λιτή και ξεκάθαρη όπου ο λυρισμός έρχεται να ντύσει την… επιμελή ατέλεια μιας σύγχρονης νεοελληνικής τραγωδίας. Ο Δαμιανός κατόρθωσε να βρει συμπαραγωγό από το εξωτερικό, δεν απέφυγε όμως το πετσόκομμα από τις επιτροπές λογοκρισίες. Ακόμη κι έτσι κουτσουρεμένη όπως βγήκε στις αίθουσες πέρασε τα μηνύματά της, αν και όπως πολύ συχνά συμβαίνει με αντίστοιχου τύπου «διαμάντια», η αξίας της αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων όταν το 1985  Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου, την ανακήρυξε σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών! Νωρίτερα, όμως, ο ίδιος ο Δαμιανός καταδικαζόταν από το δικτατορικό καθεστώς σε 6μηνη φυλάκιση καθώς θεωρήθηκε ότι προσέβαλε το στράτευμα με την εικόνα του λοχία!

Ενδεικτικό της αντιμετώπισης που είχε από τον χώρο είναι το γεγονός ότι χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 25 χρόνια για να επιστρέψει στο σινεμά με το φιλμ «Ηνίοχος». Στο μεσοδιάστημα είχε αποτραβηχτεί στην Εύβοια όπου ασχολήθηκε με καλλιέργειες ενώ το 1979 ανέβασε το «Ανοιχτό κλουβί», μόνο με ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι περισσότεροι αγρότες και κτηνοτρόφοι της περιοχής. Μέχρι που μια φωτιά έκαψε το σπίτι, τον κατέστρεψε οικονομικά και τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αθήνα. Για τον «Ηνίοχο» χρειάστηκε να βάλει ξανά το χέρι στην τσέπη αφού δεν έβρισκε χρηματοδότη, αλλά και η συνδρομή πολλών συντελεστών που δημιούργησαν ένα κίνημα αλληλεγγύης προς τον δημιουργό και τις δυσκολίες του.

Αυτή ήταν και η τελευταία ταινία του Αλέξη Δαμιανού. Τα προβλήματα της δικής του υγείας και η απώλεια της κόρης του θα τον καταβάλουν με αποτέλεσμα οι ιδέες του για ακόμα ένα φιλμ που θα εξιστορούσε την πορεία του Ερυσίχθονα να μείνουν στα χαρτιά. Έφυγε στις 4 Μαΐου 2006, σε ηλικία 85 χρονών. Γύρισε τρία φιλμ που αποδείχτηκαν αρκετά για να του χαρίσουν μια θέση στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου…