Μάγευε τα πλήθη: Η ξανθιά θεά στα τσιγάρα Sante ήταν η πιο ποθητή Ελληνίδα (Pics)

Πολλοί παλιοί την έχουν… κρατήσει στα χέρια τους

Επιλογή για… μεριακλήδες καπνιστές θεωρούνταν παλιότερα τα τσιγάρα «Sante», το κλασικό πακέτο των οποίων φιλοξενούσε μια από τις πιο μοιραίες Ελληνίδες όλων των εποχών. Την θρυλική Ζωζώ Νταλμάς, που πολλοί ονειρεύτηκαν να κάνουν δική τους, προσφέροντας περιουσίες στα πόδια της.

Κατά την διάρκεια της πολυτάραχης ζωής της έζησε καταστάσεις που άλλες δεν μπορούσαν να διανοηθούν καν. Γεννημένη το πολύ μακρινό 1906 στην Κωνσταντινούπολη, άλλωστε, οι πιθανότητες έλεγαν ότι θα ακολουθούσε τον βίο που προέβλεπε για τις γυναίκες η πολύ πιο κλειστή και συντηρητική κοινωνία της εποχής. Ένας γάμος, οικογένεια, παιδιά και… τέλος.

Για την Ζωή Σταυρινού, όμως, όπως ήταν το πραγματικό όνομά της, μια απλή και συνηθισμένη ζωή δεν αποτελούσε καν επιλογή. Άλλωστε αντιλήφθηκε ότι θα έπρεπε η ίδια να ορίσει την μοίρα της από πολύ νεαρή ηλικία. Ήταν ακόμη παιδί, μόλις 12 ετών, όταν ερωτεύτηκε τον 25χρονο αεροπόρο Νίκο Παγώνη στην Θεσσαλονίκη όπου βρέθηκε μετά τους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου στην Πόλη από τους Τούρκους. Μια διετία μετά, στα 14 της, παντρεύτηκε, μα αυτός ο γάμος δεν ήταν γραφτό να προχωρήσει. Έξι μήνες αργότερα χώρισε καθώς εκείνος δεν άντεχε στην ιδέα ότι θα την έβλεπε να ντύνεται και να συμπεριφέρεται με τρόπο που ο ίδιος θεωρούσε προκλητικό.

Οι έντονοι τσακωμοί και οι εντάσεις έγιναν καθημερινότητα, ενώ τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν απέκτησαν μαζί ένα παιδί το οποίο δεν επέζησε. Το δράμα ολοκληρώθηκε όταν μετά τον χωρισμό ο νεαρός αεροπόρος δοκίμασε να βάλει τέλος στην ζωή του με μια απόπειρα αυτοκτονίας, πυροβολώντας τον εαυτό του στο στήθος. Σύμφωνα, μάλιστα, με την δική της εξομολόγηση κάποια στιγμή νωρίτερα είχε στρέψει το όπλο προς αυτήν, με συνέπεια να αναγκαστεί να νοσηλευτεί για το τραύμα της.

Απαλλαγμένη από τα λάθη της εφηβεία της και μια εμπειρία και τσαγανό που δεν συναντούσες εύκολα, πήρε την ζωή της στα χέρια της, δίχως φόβο αλλά με περίσσιο πάθος. Αποφάσισε να γίνει αρτίστα και βρέθηκε στο Μιλάνο όπου δοκίμασε τις ικανότητές της ως τραγουδίστρια όπερας. Τελικά το 1922 επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη και πριν καν ενηλικιωθεί αντιλαμβάνεται την έλξη που προκαλεί στον αντρικό πληθυσμό που κάνει ουρές για να την θαυμάσει στην παράσταση «Χορ Χορ Αγάς» με τον θίασο της Ένκελ όπου χόρευε τον χορό της κοιλιάς.

Ωστόσο ο μύθος της θα εκτοξευθεί εκτός συνόρων, με την αρχή να γίνεται στην Αίγυπτο όπου βρέθηκε σε περιοδεία. Εκεί σαγήνευσε τον πρίγκιπα Χασάν ο οποίος έστειλε στο καμαρίνι της άνδρες της προσωπικής φρουράς του που άδειασαν στο δωμάτιο της ολόκληρα καλάθια γεμάτα με λουλούδια και ακριβά κοσμήματα. Εκείνη δεν έδωσε απάντηση στο αίτημά του να δειπνήσουν μαζί κι αυτός την επόμενη ημέρα κατά την διάρκεια της παράστασης γέμισε την αίθουσα με λευκά περιστέρια για να της δείξει τον θαυμασμό του… Η Ζωζώ πέρασε 6 μήνες στο πλευρό του ζώντας παραμυθένια ζωή και ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο ούσα σε ξεχωριστή και περίοπτη θέση σε σχέση με όλες τις άλλες γυναίκες που αποτελούσαν το χαρέμι του.

Λένε πως όταν επέστρεψε στην Ελλάδα είχε μαζί της 60 μπαούλα με δώρα, φορέματα, τιμαλφή και πολλά άλλα αντικείμενα με τα οποία προίκισε πολλά κορίτσια. Άλλωστε σε όλη την ζωή μοίραζε απλόχερα αυτά που της προσέφεραν οι ερωτοχτυπημένοι εστεμμένοι, πολιτικοί και επιχειρηματίες που εκλιπαρούσαν για την συντροφιά της. Κι εκείνη, απόλυτα συνειδητοποιημένη, έπραττε όπως ήθελε αδιαφορώντας για κακεντρεχή σχόλια και επικρίσεις. «Πολλές από τις σημερινές κάνουν τις σεμνές, αλλά ξέρουν να τα τρώνε από άλλους και να μην ξοδεύουν μια δεκάρα για κανέναν» είχε πει πολλά χρόνια αργότερα σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της.

Το 1928, επιστρέφοντας στην Αίγυπτο, είδε ακόμη και τον βασιλιά Φαούτ να σαγηνεύεται, όπως συνέβη και με τον διάδοχό του στον θρόνο, Φαρούκ, με αποτέλεσμα να έχει θέση στα δείπνα του παλατιού ουσιαστικά όποτε ήθελε. Μερικά χρόνια αργότερα, στην Κωνσταντινούπολη πια, ακόμη και αυτός ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ εντυπωσιάστηκε από τα κάλλη της και σύμφωνα με τον αστικό μύθο  την προσκάλεσε στο προεδρικό μέγαρο, ενώπιον των πιο ισχυρών προσώπων της Τουρκίας. Εκεί, αφού την συνόδευσε σε ένα απλό βαλς, την προκάλεσε να χορέψει γυμνή κι όταν εκείνη το έκανε, αυτός την πλησίασε και στο τέλος αφού την σκέπασε με το φράκο του, της έδωσε ένα χαρτονόμισμα χιλίων λιρών που έφερε την μορφή του. Προς τεράστια έκπληξή του, η Ζωζώ έσκισε το πρόσωπό του και κράτησε μόνο αυτό, περιφρονώντας τα χρήματα. «Θα κρατήσω μόνο αυτό αντί φωτογραφίας ως ανάμνηση» του είπε! Αν και για πολλά χρόνια οι κακές γλώσσες έκαναν λόγο για ερωτική σχέση με πολλά δώρα, εκείνη επέμενε ότι επρόκειτο για φιλία. Πάντως αυτή η πράξη της με τον γυμνό χορό είχε ως αποτέλεσμα να της αφαιρεθεί η άδεια από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών για ένα μικρό διάστημα. Βέβαια για την φλογερή Ελληνίδα με τις δυνατές γνωριμίες ήταν θέμα χρόνου η ανάκληση της απόφασης.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ουσιαστικά η Ζωζώ Νταλμάς ήταν το αντίστοιχο της «Μάτα Χάρι», ότι δηλαδή χάρη σε αυτές τις ιδιαίτερες σχέσεις με ισχυρούς (και συχνά εχθρούς της Ελλάδας) κατόρθωνε να αποσπά μυστικά τα οποία στη συνέχεια μετέφερε, αλλά ποτέ κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ή στοιχειοθετήθηκε από γεγονότα.

Για τα επόμενα χρόνια η θρυλική Ζωζώ συνέχισε τα ταξίδια, τις παραστάσεις, τις θυελλώδεις σχέσεις και τα αμύθητα δώρα, τα οποία σχεδόν πάντα κατέληγαν σε νεαρά κορίτσια πίσω στην πατρίδα. Ωστόσο για πολλούς από τους έρωτές της αποδείχθηκε η απόλυτη «φαμ φατάλ» αφού όταν τους χώριζε εκείνοι φλέρταραν με την οικονομική καταστροφή και την απελπισία που πλέον δεν θα την είχαν δική τους.

Πάντως τίποτα από όλα αυτά δεν έμεινε στα χέρια της. Πλησιάζοντας προς το τέλος της ζωής της κι έχοντας χάσει την ομορφιά της νιότης της, άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Όμως η εικόνα της ως απόλυτη ντίβα αποτυπώθηκε για πάντα σε ένα απίθανο μέρος. Πάνω σε ένα πακέτο τσιγάρα και συγκεκριμένα στα θρυλικά «Sante» που κυκλοφορούσαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια για να θυμίζουν τις μέρες της δόξας της. Λένε, μάλιστα πως αποτέλεσε έμπνευση για το τραγούδι του Τσιτσάνη «Ντερμπεντέρισσα» ο οποίος και αποτέλεσε τον ύμνο της χειραφετημένης γυναίκας.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε σε ένα μικρό σπίτι στην Κυψέλη, μακριά από τα πλούτη και την χλιδή που είχε γνωρίσει. Μοναδική της απόλαυση ήταν να επισκέπτεται στο Φάληρο το αναψυκτήριο «Αύρα» (αργότερα «Γαλάζιο Κύμα») όπου την γνώριζαν και την φρόντιζαν. Έφυγε μόνη και λησμονημένη, ζώντας με μια ταπεινή σύνταξη, το 1988…