Ο κόσμος την γνώρισε ως καλλιτεχνικό ζευγάρι με τον Γιάννη Φλερύ όταν οι δυο τους μάγευαν επί σκηνής με τις χορευτικές ικανότητές τους. Ίσως κάποιοι να τους φαντάζονταν μαζί και στην προσωπική τους ζωή, όπως συμβαίνει συχνά στο χώρο του θεάματος. Η Λίντα Άλμα, όμως, ζούσε και ανέπνεε για τον μοναδικό άντρα στον οποίο είχε δοθεί ολοκληρωτικά, σε μια σχέση δίχως όρια. Τον επιβλητικό Μάνο Κατράκη.
Η ίδια είχε περιγράψει με τα πλέον κατάλληλα λόγια τα συναισθήματά της για τον μέγιστο ηθοποιό και αγωνιστή, όταν μίλησε το 1985 –ένα χρόνο μετά τον θάνατό του- στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». «Εγώ από τη στιγμή που γνώρισα τον Μάνο άρχισα να καταλαβαίνω διαφορετικά τη ζωή. Ως τότε μπορώ να πω ότι ήμουν ένα παιδί. Είχα βέβαια αγωνιστεί πολύ, είχα μάθει πολλά, αλλά όχι στο επίπεδο που με έμαθε ο Μάνος να υπερασπίζομαι τη ζωή μου και τη δουλειά μου, αυτά που κάνω να έχουν κάποιο σκοπό. Το χρέος που είχα απέναντι στον εαυτό μου και στη δουλειά μου, αυτός μου τα‘ μαθε» τόνισε, σκιαγραφώντας με αυτόν τον τρόπο τα περίπου 30 χρόνια που έμειναν ο ένας κοντά στον άλλον.
Εκείνο που δίνει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στα λεγόμενά της είναι το ίδιο το παρελθόν της. Η Λίντα Άλμα, το 1955 όταν γνώρισε τον Κατράκη, ήταν ήδη μια φτασμένη καλλιτέχνιδα. Τόσο ώστε να εντυπωσιάσει μέχρι και την Εντίθ Πιάφ. Η άφταστη Γαλλίδα τραγουδίστρια είχε βρεθεί στην Αθήνα το 1946 για να εμφανιστεί για δύο εβδομάδες στο κέντρο «Μαϊάμι», στο πρόγραμμα του οποίου θέση είχε και το χορευτικό ζευγάρι. Της άρεσε τόσο πολύ αυτό που είδε ώστε να τους ζητήσει να την ακολουθήσουν για μερικούς μήνες στο θέατρο «Ετουάλ» στο Παρίσι και στη συνέχεια σε περιοδείες σε ολόκληρο τον κόσμο για τα επόμενα πέντε χρόνια!
Το πραγματικό της όνομα ήταν Ελένη Μαλιούφα και όνειρό της ήταν να γίνει ηθοποιός. Ήδη η αδελφή της, Ιώ, είχε ασχοληθεί με την υποκριτική και είχε υιοθετήσει το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Κίττυ Άλμα, το οποίο υπήρξε ιδέα του Αττίκ. Η Ιώ αποχώρησε νωρίς από τον χώρο –κι ενώ για ένα διάστημα συνυπήρξε καλλιτεχνικά με την αδελφή της- αλλά για την Λίντα Άλμα η μοίρα είχε άλλα σχέδια.
Η γνωριμία που της άλλαξε την ζωή ήταν αυτή με τον Γιάννη Φλερύ. Μέχρι τότε η νεαρή –ακόμα- χορεύτρια είχε κάνει τις σπουδές της και ονειρευόταν μια καριέρα ως μπαλαρίνα στην Λυρική. Βλέποντας, όμως, τις δυσκολίες που υπήρχαν σε αυτό το πολύ κλειστό κλαμπ, στράφηκε στο βαριετέ και στο μουσικό θέατρο και για βιοποριστικούς λόγους. Εκεί την ανακάλυψε ο ήδη φτασμένος χορευτής. Μάλιστα, όπως παραδεχόταν η ίδια αυτός ήταν που της άνοιξε την πόρτα για τα υψηλότερης ποιότητας θεάματα και τις μεγάλες σκηνές.
«Ο Μίμης Κοκκίνης, ο κωμικός, είχε έρθει ένα βράδυ στο βαριετέ “Παναθήναια” όπου χόρευα. Έκανα ένα ντουέτο με την αδελφή μου. Του άρεσα και είπε στον Γιάννη να έρθει να με δει. Ήρθε κι από τότε δεν χωρίσαμε για 28 ολόκληρα χρόνια», είχε πει κάποτε η Λίντα, η οποία στη συνέχεια δεν έμεινε στις δάφνες της επιτυχίας της, αλλά δεν σταμάτησε να μαθαίνει την τέχνη του χορού και να τελειοποιεί την κίνησή της με νέες σπουδές, τόσο στη σχολή «Πρεομπραζένσκα» στο Παρίσι, και στις ΗΠΑ, δίπλα στους Γιασβίνσκι και Κέιτον.
Το 1955 γνωρίστηκε με τον Μάνο Κατράκη και η περιγραφή της είναι απολύτως χαρακτηριστική του «ηλεκτρισμού» που αναπτύχθηκε άμεσα ανάμεσά τους. «Έπαιζε στο Θέατρο Αθηνών το “Τέλος του ταξιδιού” του Σέριφ, μαζί με τον Κωνσταντάρα, που τον ήξερα πολύ καλά. “Έλα να δεις αυτή την παράσταση”, μου είπε. Εκεί τον πρωτοείδα. Μ’ εντυπωσίασε πολύ και σαν ηθοποιός και σαν παρουσία και θέλησα να τον γνωρίσω από κοντά. Με τα πρώτα λόγια που μου είπε, σαν να χτύπησε η καρδιά μου. Ήταν κάτι καινούργιο για μένα –κι ας είχα γνωρίσει με την Πιάφ τόσους μεγάλους. Έτσι αρχίσαμε…» εξομολογήθηκε…
Βέβαια ο έρωτας δεν υπήρξε μονόπλευρος, αφού και ο Μάνος Κατράκης ένιωσε ανάλογα. Μάλιστα σε παλαιότερη συνέντευξή του την αποθέωσε με τρόπο που θα ήθελε κάθε γυναίκα να ακούει από τον σύντροφό της. «Η Λίντα αντικατέστησε ό,τι είναι δυνατόν να υπάρξει αγαπημένο σ’ έναν άνθρωπο. Μάνα. Πατέρα. Ερωμένη. Σύζυγο. Φιλενάδα. Θύμα. Τι να σου πω. Υπηρέτη. Αφέντη. Τι να σου πω. Δηλαδή δε νομίζω ότι βρίσκονται εύκολα τέτοιοι άνθρωποι. Είναι ένα πλάσμα άλλου κόσμου… Εγώ της έδωσα μάλλον πίκρες. Όμως την λατρεύω. Και τελικά πέρα από τη Λίντα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πια. Ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει. Κι αυτό από τον πρώτο καιρό που την γνώρισα» αναφέρεταιγλαφυρά στην βιογραφία του ηθοποιού που έχει γράψει ο Αλέξης Κομνηνός!
Αυτή η σχέση ήταν και ο λόγος για τον οποίο τελικά η Λίντα Άλμα άφησε οριστικά πίσω της τις σκέψεις για διεθνή καριέρα και αφιερώθηκε στα ελληνικά δεδομένα καθώς ίδρυσε με τον Φλερύ τα «Μπαλέτα της Αθήνας», ενώ συνέχισε με διαφορετικές συνθήκες και όχι την ίδια επιτυχία είναι αλήθεια, μέχρι το 1979 όταν και αποσύρθηκε. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν με τον Μάνο Κατράκη, μετά από περίπου 25 χρόνια κοινής πορείας, η οποία διακόπηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1984, την ημέρα που ο ηθοποιός έφυγε από την ζωή. Εκείνη άφησε την τελευταία πνοή της στις 2 Αυγούστου 1999, χτυπημένη από καρκίνο σε ηλικία 73 ετών.