Σε μια από τις πιο θρυλικές σκηνές των ταινιών του ο Θανάσης Βέγγος υποδύθηκε τον μπαρμπέρη.
Ξύριζε υπό τους ήχους του «κουρέα της Σεβίλλης» τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο.
Και ανάμεσα στα κάδρα των (επίσης μπαρμπέρηδων) προγόνων του υπήρχε ένα… επαγγελματικού χαρακτήρα:
Αυτό που απεικόνιζε τον Σταμάτη Κόκοτα και μ’ ένα βελάκι να δείχνει απευθείας τις φαβορίτες του, έγραφε:
«ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΝ»!
Μπορεί λοιπόν οι φαβορίτες να μην έγιναν μόδα (όπως εύλογα φοβόταν ως κουρέας ο Βέγγος), ωστόσο είναι αναμφίβολο κάτι άλλο:
Μαζί με τη σπουδαία φωνή του τεράστιου ερμηνευτή, ιστορία έγραψε και το λουκ του.
Τα θρυλικά «μαξιλαράκια» που μόνο ο Έλβις Πρίσλεϊ είχε τολμήσει να λανσάρει στο παρελθόν.
Οι… «μπαρμπέτες ως τα νεφρά», όπως ξεκαρδιστικά είχε περιγράψει σε μια δική του ταινία ο Λάμπρος Κωνσταντάρας!
Όπως είναι λογικό λοιπόν, σε όλη την πορεία της σπουδαίας καριέρας του ο «Φρανκ Σινάτρα της Ελλάδας» (σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που του είχε αποδώσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης) καλούταν ν’ απαντά και γι’ αυτό.
Να εξηγεί πότε, γιατί και πώς υιοθέτησε την ιδιαίτερη αυτή εμφάνιση.
Και να ενοχλείται ενίοτε με τη χιλιοδιατυπωμένη ερώτηση:
«Δεν μπορούν να καταλάβουν ορισμένοι και μου λένε:
“Aμάν, Σταμάτη, σ’ αγαπάμε, σε κάνουμε, γιατί, αγόρι μου, αφήνεις τα μαλλιά σου”…
Τ’ αφήνω απλώς γιατί μου αρέσουν. Δεν τραγουδώ με τις φαβορίτες. Με τον λαιμό μου τραγουδάω».
Χαρακτηριστικό της υστερίας με την οποία αντιμετωπιζόταν το στιλ του είναι ο μύθος που κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή ότι τάχα άφηνε τις φαβορίτες επειδή… δεν είχε αυτιά.
Όπως και οι τίτλοι των εφημερίδων όταν διακρίθηκε σ’ ένα άλλο μεγάλο πάθος του εκτός από το τραγούδι, την οδήγηση.
Έχοντας πάρει λοιπόν μέρος σε αρκετά ράλι, ο Κόκοτας κέρδισε κάποια στιγμή τον 3ωρο αγώνα στο Τατόι.
Και το πρωτοσέλιδο που έκλεψε την παράσταση την επόμενη μέρα ανέφερε:
«Τα φαβορί πίσω, οι φαβορίτες μπροστά»!
Ήταν τέτοιος ο αντίκτυπος του τολμηρού στιλ του Κόκοτα, που όχι μόνο δεν «χάλαγε» το πλήθος των θαυμαστριών του, αλλά τις έκανε να τον λατρεύουν ακόμα περισσότερο:
«Ρωτήστε τι γινόταν για να με χωρίσουν από τις γυναίκες, μαλλιοτραβιόντουσαν. Είναι αλήθεια, δεν είναι ψέματα.
Κάθε βράδυ θα έμπαιναν στο καμαρίνι το λιγότερο 70-100 γυναίκες. Δεν βάζουμε αυτές που έρχονταν στην πίστα και τις τράβαγαν τα γκαρσόνια.
Μπορεί να είχε και δέκα παρεξηγήσεις κάθε βράδυ στο μαγαζί “γιατί δεν άφησε το γκαρσόνι τη γυναίκα να τον φιλήσει…”
Μπορώ να πω ότι αγαπήθηκα όσο κανένας άλλος και το λέω με υπερηφάνεια.
Έχω υπογράψει σε δέκα εκατομμύρια χέρια αυτόγραφα. Τσάντες; Πόσες τσάντες έχω υπογράψει; Χιλιάδες…
Κι όλα είναι αλήθεια», έχει περιγράψει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Παρόλο λοιπόν που και ενδυματολογικά έκανε ιδιαίτερες εμφανίσεις (με ακριβά κοστούμια, φαρδιές γραβάτες και κόκκινα ή μαύρα δερμάτινα τζάκετ), οι φαβορίτες παρέμεναν το απόλυτο trademark.
Σε βαθμό τέτοιο που από μόνες τους θα μπορούσαν να τον κάνουν εκατομμυριούχο!
Διότι κυκλοφόρησε τότε η φήμη (και επιβεβαιώθηκε στην πορεία των χρόνων από τον Κόκοτα) πως αμερικάνικη εταιρεία του έκανε πρόταση-μαμούθ για διαφήμιση.
Τον χρύσωνε κυριολεκτικά σχεδόν για ν’ αποχωριστεί τις φαβορίτες του με τα δικά της ξυραφάκια.
Όμως εκείνος την έστειλε… αδιάβαστη χωρίς καν το σκεφτεί:
«Είναι αλήθεια. Μου πρότειναν να μου δώσουν 50.000.000 δραχμές. Τότε έπαιρνες τη μισή Αθήνα.
Αυτές οι προτάσεις είναι για άλλους, δεν είναι για μένα.
Εγώ είμαι πολύ αυστηρός πρώτα με τον εαυτό μου και μετά με τους άλλους και τους φίλους μου», είχε πει σε εμφάνισή του στην εκπομπή του Γρηγόρη Αρναούτογλου.
Για να περιγράψει ακόμα πιο χαρακτηριστικά την απάντησή του, δηλώνοντας σε άλλες συνεντεύξεις του:
«Τις αγαπάω (σ.σ. τις φαβορίτες). Δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα. Για μένα δεν είχαν σημασία.
Απ’ την Αμερική ήρθαν και τους έστειλα πίσω. Είπα “σας ευχαριστώ πολύ, αλλά χτυπήσατε λάθος πόρτα”.
Τους έκανα αντιπρόταση να τους βάλω μες στο σιντριβάνι της Ομόνοιας να τους λούσω»!