Ελάχιστοι ερμηνευτές ή ερμηνεύτριες έχουν ταυτιστεί στον ελληνικό κινηματογράφο τόσο με ένα ρόλο όσο η Μαίρη Αρώνη στον απολαυστικό της Πάστα Φλώρα στο μια «Τρελή, τρελή οικογένεια». Θα υπέθετε κανείς ότι η σπουδαία ηθοποιός θα εξαργύρωνε αυτή την επιτυχία και μια σειρά από αξέχαστες ατάκες (όπως τα «αχ Στέλιο, ήρθες, πότε ήρθες» και «Στέλιο πρέπει να κλάψω;») με μια μεγάλη καριέρα στον κινηματογράφο, ωστόσο έκτοτε έκανε μόλις δύο ταινίες, έχοντας και άλλη μία νωρίτερα από τη μεγάλη επιτυχία του 1965.
Δεν ήταν όμως κάτι συγκυριακό, αλλά ζήτημα επιλογής, καθώς επρόκειτο για μια γεννημένη θεατρίνα, που δεν άλλαζε με τίποτα το σανίδι και αφιερώθηκε σε αυτό, διαπρέποντας με το πληθωρικό ταλέντό της και την ευρύτατη γκάμα ρεπερτορίου. Μπορεί να μην λογάριαζε τίποτα μπροστά στο θέατρο, αλλά η ζωή της ήταν αμιγώς… κινηματογραφική, που διακρίθηκε από μικρούς τραγικούς ρόλους. Η Αρώνη, της οποίας το πατρικό όνομα ήταν Αρβανίτη, καταγόταν από εύπορη, μεγαλοαστική οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν Κωνσταντινουπολίτης, καθηγητής της μεγάλης του Γένους Σχολής και χρηματιστής. Όταν το 1929 συνέβη το μεγάλο οικονομικό «Κραχ» στις ΗΠΑ βρέθηκε υπερχρεωμένος και η απελπισία τον οδήγησε λίγο καιρό μετά στην αυτοχειρία. Η μικρή Μαίρη ήταν τότε 14 ετών και σύντομα θα αναγκαζόταν να εργαστεί στον οίκο ραπτικής που άνοιξε ξανά η μητέρα της, προκειμένου να συντηρήσει την «ακέφαλη», τετραμελή πια, οικογένεια.
Λίγο πριν την ενηλικίωση η δουλειά αυτή θα της φαινόταν αγγαρεία, αφού η καρδιά της ταξίδευε ήδη αλλού. Η μητέρα της δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για υποκριτική, αλλά η Αρώνη επιστράτευσε την έσχατη λύση προκειμένου να την αφήσει να δοκιμάσει στη δραματική σχολή: επιδόθηκε σε απεργία πείνας και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, πήρε το πράσινο φως. Έδωσε εξετάσεις και μπήκε στη δραματική σχολή, από την οποία αποφοίτησε με άριστα στην απαγγελία και τη φωνητική.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της γνώρισε τον ηθοποιό και μετέπειτα σύζυγό της Θεόδωρο Αρώνη, του οποίου το επίθετο υιοθέτησε στην καριέρα της.
Το ντεμπούτο σε παράσταση το κάνει στα 19 χρόνια της (1934) και είναι τόσο πειστική που τον επόμενο χρόνο η Μαρίκα Κοτοπούλη την παίρνει στο θίασό της. Η εξέλιξη της ήταν ραγδαία. Χρειάστηκε ελάχιστο χρόνο για να καθιερωθεί ως μία από τις μεγάλες πρωταγωνίστριες του θεάτρου. Ήδη στα 28 της ήταν συν-θιασάρχης με τον Δημήτρη Χορν, ενώ στα 30 της εντάχθηκε στο εθνικό θέατρο, ερμηνεύοντας και «απογειώνοντας» μια σειρά εμβληματικών, πρωταγωνιστικών ρόλων. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, η Αρώνη ξεκίνησε μαζί με τον σύζυγό της και την εξαδέλφη της Βάσω Μανωλίδου περιοδείες σε πόλεις του εξωτερικού με έντονο το ελληνικό στοιχείο. Εκείνη την περίοδο η ηθοποιός έχασε τη μητέρα της και λόγω της απόστασης δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην κηδεία της, κάτι φυσικά εξαιρετικά ψυχοφθόρο.
Στη δεκαετία του ’50 η Αρώνη ξεκίνησε να παίζει σε αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, αφήνοντας σταθερά τις καλύτερες εντυπώσεις στο κοινό. Το 1955 ο σύζυγός της διαγνώστηκε με καρκίνο και η Αρώνη ταξίδεψε μαζί του στο εξωτερικό, προκειμένου να εξαντλήσουν όλα τα ιατρικά περιθώρια. «Όταν αρρώστησε τού στάθηκα όσο κανείς, κοιμόμουν μαζί του στο νοσοκομείο, στο διπλανό κρεβάτι, για να μη μένει μόνος. Μέχρι και έρωτα του ζητούσα να κάνουμε, έτσι, για να αισθάνεται πως είναι ακόμα ζωντανός», είχε εκμυστηρευτεί η ηθοποιός. Το σοκ της απώλειας του συζύγου της το 1956 της προκάλεσε λεύκη, κάτι που για μια ηθοποιό είναι σοβαρό πρόβλημα και απαιτεί σταθερά μακιγιάρισμα στα σημεία αποχρωματισμού του δέρματος.
Ουδόλως βέβαια την πτόησε αυτό σε επίπεδο καριέρας, την οποία ευνοούσε και η αύρα της. Αρχοντική με ένα χαρακτηριστικό αστικό αξάν που της προσέδιδε έναν αριστροκρατικό αέρα, είχε μανία με την καθαριότητα -λέγεται ότι έκανε μπάνιο 4 με πέντε φορές τη μέρα- έτεινε σχεδόν πάντα το χέρι της για χειροφίλημα κάθε φορά που γνώριζε κάποιον, η Αρώνη ήταν ξεχωριστή τόσο επί σκηνής, όσο και μακριά από αυτήν.
Στη δουλειά της ήταν διάσημη για την ετοιμότητα να αντιμετωπίσει κάτι απρόοπτο και για τους αυτοσχεδιασμούς. Χαρακτηριστικό είναι κάτι που συνέβη λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, όπου η Αρώνη έπαιζε την πρώτη κορυφαία. Τη στιγμή της παρόδου ένα τεράστιο πράσινο σκαθάρι εμφανίστηκε στη μαρμάρινη ορχήστρα, σκορπώντας βουβό πανικό στις κοπέλες του Χορού. Εκείνη, αγέρωχη, μιλώντας, πλησίασε το έντομο και με μια απότομη θεατρική κίνηση το συνέθλιψε με τον επίχρυσο κόθορνο της. Μετά έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και ακούμπησε το χέρι της στο στήθος, κοιτώντας το κοινό, για να ακολουθήσει η αποθέωση.
Το 1965 έκανε και έναν δεύτερο γάμο, από έρωτα, με τον σκηνοθέτη Κωστή Μιχαηλίδη, όμως κράτησε ελάχιστα με αιτία την αγάπη του τελευταίου στον τζόγο. «Τον γνώριζαν καλά σε όλα τα μεγάλα Καζίνο της Ευρώπης. Γλίτωσα το σπίτι μου την τελευταία στιγμή. Δύο χρόνια μετά τον γάμο μας του έδωσα τα παπούτσια στο χέρι», είχε πει για ακόμα μία τραυματική περίοδο της ζωής της.
Η Αρώνη έγινε καθολικά γνωστή βεβαίως με το «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» (1965) και τον ρόλο της – εκτός τόπου και χρόνου – Πάστα Φλώρας, ο οποίος είχε αρχικά προταθεί στη Ρένα Βλαχοπούλου. Ωστόσο η ντίβα του ελληνικού κινηματογράφου δεν ήθελε στα 48 της να υποδυθεί τη μητέρα της 33χρονης τότε Καρέζη κι έτσι πήρε τη δουλειά η συνομήλική της Αρώνη.
Στον κινηματογράφο θα εμφανιστεί άλλες δύο φορές σε ταινίες του 1966 («Η γυναίκα μου τρελάθηκε» και «Φουσκοθαλασσιές») και άμεσα θα επιστρέψει στη θαλπωρή του θεάτρου, το οποίο θα συνεχίσει να υπηρετεί έως το 1981. Αργότερα ασχολήθηκε και με το ραδιοφωνικό θέατρο.
Σταμάτησε να έχει όρεξη και πάθος για τη ζωή όταν το 1991 ο αγαπημένος της ανιψιός Λέανδρος έπεσε θύμα ενός ασυνείδητου οδηγού κι έμεινε κατάκοιτος, τετραπληγικός. Τότε, όσο και να… υποκρίθηκε ότι μπορεί να αντέξει, δεν τα κατάφερε. Μαράζωσε. Κατέρρευσε ψυχικά και εν τέλει σωματικά. Στις 16 Ιουλίου 1992, φιλοξενούμενη στο σπίτι της εξαδέλφης της Βασούλας, δεν ξύπνησε. Έφυγε όπως ήθελε. Από ανακοπή στον ύπνο της, έχοντας χορτάσει πόνο, αλλά και κάθε λογής ερμηνείες στην πολυτάραχη ζωή της.