Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του νεοελληνικού θεάτρου στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ο Μήτσος Μυράτ, ο ηθοποιός που «έλεγε το ‘’σ’ αγαπώ’’ καλύτερα από όλους», έκανε την ζωή του τέχνη και την τέχνη του ζωή, σε μια διαδρομή που σημαδεύτηκε από σημαντικά γεγονότα τα οποία διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και την καριέρα του.
Γεννήθηκε στην Σμύρνη στις 26 Δεκεμβρίου του 1878 και σε πολύ μικρή ηλικία βίωσε το επεισοδιακό διαζύγιο των γονιών του, βιώνοντας μία ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία για κάθε παιδί. Ο ίδιος και τα έξι αδέλφια του γίνονται αντικείμενα της έντονης διαμάχης των γονιών τους, η οποία καταλήγει στα δικαστήρια και ολοκληρώνεται με… μοιρασιά ανάμεσα στους δύο. Εκείνος καταλήγει δίπλα στον πατέρα του και εξελίσσεται σε εξελίσσεται ως «Απλός, αφελής, καταδεχτικός, ανοιχτοχέρης, σπάταλος, μουρλός. Όλες τις ιδιότητες του μποέμ και μέσα σ’ όλα και ερωτόληπτος μέχρι αηδίας», όπως περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του.
Αυτά τα λόγια σε τρίτο πρόσωπο τα διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία του η οποία κυκλοφόρησε το 1928 και ήταν η πρώτη τέτοια από εν ενεργεία ηθοποιό στην Ελλάδα! Σε αυτήν ο Μήτσος Μυράτ αφηγείται τα γεγονότα της ζωής του που καθοδήγησαν τα βήματά του μέχρι την καταξίωση και σταματά σε ακόμη έναν «τερματικό σταθμό». Το δικό του διαζύγιο με την μεγάλη πρωταγωνίστρια της εποχής, Κυβέλη, η οποία το 1906 αφήνει τον ίδιο και τα δυο παιδιά τους και αναχωρεί με προορισμό το Παρίσι, στο πλευρό του θεατρώνη, Κώστα Θεοδωρίδη.
Η κοσμική Αθήνα σοκάρεται από το «σκάνδαλο» και πληροφορείται τα «επεισόδια» αυτής της θυελλώδους σχέσης, την ώρα που ο Μυράτ προσπαθεί να βρει παρηγοριά και να πνίξει τον πόνο τους στις αγκαλιές των αιθέριων υπάρξεων των καφέ σαντάν της πρωτεύουσας. Τουλάχιστον μέχρι το 1908 όταν παντρεύεται για δεύτερη φορά την αδελφή της Μαρίκας Κοτοπούλη, Χρυσούλα, και μαζί της αποκτά –μετά τον Αλέξανδρο και την Μιράντα– άλλα δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Ρίτα.
Καθώς στέκεται ξανά στα πόδια του, ξαναμπαίνει σε «ράγες» και η θεατρική καριέρα του η οποία είχε ξεκινήσει στις αρχές του αιώνα. Τότε που παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του, αναχώρησε για σπουδές στο Παρίσι. Από την πρωτεύουσα της Γαλλίας πείστηκε να φύγει μόνο όταν πληροφορήθηκε τα σχέδια του Γεωργίου Α’ περί ίδρυσης στην Αθήνα Βασιλικής Θεατρικής Σχολής. Γίνεται αμέσως δεκτός ως μαθητής, σε μια περίοδο που οι ηθοποιοί αντιμετωπίζονται ως άτομα ελευθέρων ηθών, κάτι που φυσικά δεν τον πτοεί. Όταν μόλις τρεις μήνες αργότερα η σχολή κατεβάζει ρολά, η πρώτη του σκέψη ήταν να επιστρέψει στην γενέτειρά του, την Σμύρνη, όταν γνωρίζει τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο.
Ο σπουδαίος θεατράνθρωπος του δίνει νέα πνοή να ακολουθήσει τα όνειρά του με την ίδρυση της Νέας Σκηνής, προσφέροντάς του την δυνατότητα να συνεχίσει την μποέμικη ζωή στην Αθήνα, αλλά και να ενσαρκώσει ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου που τόσο λαχταρούσε. Εκεί, μάλιστα, θα εμφανιστεί και ως Ρωμαίος έχοντας στο πλευρό του ως Ιουλιέτα την γυναίκα που του έκλεψε την καρδιά και αργότερα του την πλήγωσε βαθιά, την Κυβέλη.
Από το 1907 έως το 1930 διαπρέπει με τον θίασο Κοτοπούλη, ενώ στη συνέχεια και μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εργάσθηκε στο «Βασιλικό Θέατρο Αθηνών» και παράλληλα μεταφράζει ξένα θεατρικά έργα και γράφει τα μυθιστορήματα «Το φως της σκηνής» και «Η τραγική ζωή ενός κωμικού», που δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες «Ελεύθερος άνθρωπος» και «Μακεδονία» με τον τίτλο «Εσύ και όχι άλλη», ενώ σε αυτήν την πιο μεστή και παραγωγική περίοδο της καριέρας του συνθέτει και τις οπερέτες, «Ο πρωταθλητής» και «Η χαρτορίχτρα», που παίχτηκαν από τον θίασο του Μακέδου.
Το 1950 θα εκδώσει ένα δεύτερο αυτοαναφορικό βιβλίο με τίτλο «Ο Μυράτ κι εγώ» στο οποίο καταγράφει άλλες πτυχές της ζωής του το νήμα της οποίας κόπηκε με τον θάνατό του το 1964 στην Αθήνα. Πάντως ακόμη πιο βαθιά ανάλυση της ψυχοσύνθεσης του επιχειρεί ο Αντρέας Δημητριάδης στο έργο του «Ο Μήτσος Μυράτ και η εργαλειοθήκη της υστεροφημίας» όπου αφού εντοπίζει τις ιστορικές ανακρίβειες της αυτοβιογραφίας, τονίζει την ουσία ότι «επί τριάντα χρόνια, σε κάθε εμφάνισή του στη σκηνή, είχε στο πλευρό του μία λαμπερή πρωταγωνίστρια που κέρδιζε οπωσδήποτε το μεγαλύτερο μερίδιο της προβολής»…