Αν και συνήθως οι ρόλοι του δεν ξεπερνούσαν σε χρόνο τα μερικά λεπτά και οι ατάκες του έβγαιναν με το… σταγονόμετρο, ο Ράλλης Αγγελίδης κατάφερε να κερδίσει μια θέση στις μνήμες όσων λατρεύουν τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, με την χαρακτηριστική παρουσία του.
Ήταν μέλος της ακόμα –τότε- ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας της Οδησσού, στη σημερινή Ουκρανία, όπου γεννήθηκε το 1902. Σε νεαρή ηλικία όμως βρέθηκε στην Ελλάδα και από μικρός έδειξε την αγάπη του για την υποκριτική τέχνη. Έτσι τον συναντάμε ενεργό ως ηθοποιό ήδη από την δεκαετία του 1920, όπου εκμεταλλεύεται το πηγαίο χιούμορ του αλλά και τις φωνητικές ικανότητές του προκειμένου να διακριθεί κατά κύριο λόγο σε οπερέτες και επιθεωρήσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουν τα έργα «Ορλώφ», «Ένας Κλέφτης στον Παράδεισο», «Σαπουνόφουσκες», «Απ’ την Αλβανία στο Ρίμινι», «Φτωχοδιάβολοι» και άλλα.
Μετά την τραγική περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρχίζει να συνδέεται σχεδόν σε μόνιμη βάση με το θέατρο «Ακροπόλ» και από την επόμενη δεκαετία και μετά, «ανεβαίνει» στο «βαγόνι» του ακμάζοντος ελληνικού σινεμά.
Στο πρόσωπό του οι σκηνοθέτες της εποχής βρίσκουν έναν σωστό επαγγελματία, ικανό να παίξει μικρούς αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, δίπλα σε ιερά τέρατα του κινηματογράφου, χωρίς να κομπλάρει από το δικό τους υποκριτικό μέγεθος και χάρη και στην δική του συνεισφορά μας χαρίζει ορισμένες από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές!
Η πρώτη του παρουσία σε κινηματογραφικό πλατό καταγράφεται το μακρινό 1939, με το φιλμ «Νύχτα χωρίς ξημέρωμα», αλλά ουσιαστικά ενεργός γίνεται μετά το 1950 όταν και συμμετείχε στην σπουδαία ταινία «Ο μεθύστακας», με τον κορυφαίο Ορέστη Μακρή όπου υποδύεται τον ταβερνιάρη. Συνολικά εμφανίζεται σε 59 παραγωγές για περίπου μία εικοσαετία, μέχρι το 1968 όταν και παίζει για τελευταία φορά στο «Ένας κλέφτης με φιλότιμο».
Για την προσωπική ζωή του γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Το σίγουρο είναι ότι ο ίδιος δεν παντρεύτηκε ποτέ, ενώ είχε σχεδόν αδελφική σχέση με την Γεωργία Βασιλειάδου, με την οποία συνεργάστηκαν σε μεγάλες επιτυχίες της εποχής, όπως η «Καφετζού» και η «Θεία από το Σικάγο», ενώ καλή φίλη του υπήρξε και η Ρένα Ντιόρ.
Τον βλέπουμε πολύ συχνά στο πλευρό και άλλων σπουδαίων ηθοποιών εκείνης της περιόδου, σε ταινίες που αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο, όπως το θρυλικό «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» με τον Θανάση Βέγγο ή τον «Θησαυρό του Μακαρίτη», με Ρίζο, Αυλωνίτη και φυσικά την αγαπημένη του Βασιλειάδου, ενώ όλα εκείνα τα χρόνια παράλληλα παίζει και στο θέατρο, ακόμη και σε περιοδεύοντες θιάσους που γύριζαν ολόκληρη την Ελλάδα για παραστάσεις.
Δυστυχώς όμως αυτός ο ακούραστος εργάτης της υποκριτικής είχε άδοξο τέλος αφού νικήθηκε από έναν ύπουλο εχθρό. Τον σακχαρώδη διαβήτη… Εξαιτίας της κατάστασής του αναγκάστηκε να αφήσει την καριέρα του αλλά και την Αθήνα αφού το 1972 υπέστη ακρωτηριασμό και μετά από λίγους μήνες πούλησε το σπίτι του στην πρωτεύουσα και βρέθηκε στην Πάτμο όπου ζούσε η αδελφή του με την ανιψιά του. Τελικά άφησε στο νησί την τελευταία πνοή του το 1974 και ετάφη στο τοπικό νεκροταφείο…