Τέτοιες μέρες ήταν πριν από τέσσερα χρόνια, συγκεκριμένα στις 26 Ιουνίου, όταν ο κόσμος της πάλης και ο ελληνικός αθλητισμός ολότελα φόρεσαν το μαύρο χρώμα του πένθους.
Ένα «λιοντάρι» των ταπί, ο Μπάμπης Χολίδης, «έχασε» τη μεγαλύτερη μάχη και «έφυγε» στα 62 του. Ανήκει όμως στις προσωπικότητες που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Έγραψε ιστορία με το γερό κορμί του.
Ο Πόντιος αθληταράς, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα από την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση, βάδισε στα χνάρια των παλαιστών των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (1896), όπως επίσης σ’ εκείνα του Πέτρου Γαλακτόπουλου και του Στέλιου Μυγιάκη.
Είχε μεγαλώσει στο Γκούριεβ που τώρα ανήκει στο Καζακστάν και ονομάζεται Αταράου. Το φως της ζωής άναψε στη συγκεκριμένη πόλη την 30ή Σεπτεμβρίου 1956. Περίπου εννέα χρόνια αργότερα, στις 8 Ιουνίου 1965, ο Δημήτρης και η Ελένη Χολίδη πάτησαν σε μακεδονικό έδαφος με τα τέσσερα παιδιά τους. Μάλιστα, στο πλοίο που μετέφερε την οικογένεια με προορισμό την πατρίδα έμελλε να γεννηθεί ο μικρότερος αδερφός του.
Πρώτος σταθμός ήταν η Κατερίνη, όμως, δουλειές δεν υπήρχαν. Έξι μήνες αργότερα, το ζευγάρι αποφάσισε να κατηφορίσει στην Αθήνα και να εγκατασταθεί στην Καλλιθέα. Το σπίτι ήταν μικρό και φτιαγμένο από χαρτόκουτα.
Δημήτρης και Ελένη εργάστηκαν σκληρά, προκειμένου να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Παράλληλα, ο πατέρας παρότρυνε τον μικρό Μπάμπη να παρακολουθεί προπονήσεις πάλης. Η πολιτεία δεν παρείχε την απαιτούμενη υποστήριξη στους Έλληνες του Πόντου, ωστόσο ο ίδιος πάτησε γερά χάρη στις δικές του δυνάμεις.
Η ένταξη στον Άτλαντα Καλλιθέας έγινε το 1968 και πρώτος προπονητής ήταν ο θρυλικός Παράσχος Κοτίδης-Μπόρας. Τον πίστεψε, τον προετοίμασε και αργότερα τον έριξε στη μάχη. Εξάλλου ξεχώριζε από την εφηβεία του ακόμα. Η δικαίωση δεν άργησε να έρθει.
Στα 15 του και στα 16 του πρώτευσε στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, ενώ την ίδια εξέλιξη είχε και σε δύο Μεσογειακούς Αγώνες (1975, 1979). Στο ενδιάμεσο, το 1976, ο Χολίδης κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Λένινγκραντ. Καλύτερο πλασάρισμα κατέγραψε το 1983 στη Βουδαπέστη και το 1986 στην Αθήνα, καθώς σε αμφότερες τις περιπτώσεις κατέλαβε τη δεύτερη θέση.
Στο μεταξύ, συγκεκριμένα το 1979, ο Πόντιος υπεραθλητής είχε γίνει κάτοικος Αχαρνών. Έναν χρόνο νωρίτερα είχε ανέβει στο τρίτο σκαλί του βάθρου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Μεξικού, διαπρέποντας στα 52κ. της ελληνορωμαϊκής. Το ίδιο συνέβη και το 1986 στη Βουδαπέστη, με τη διαφορά ότι συμμετείχε στα 57κ.
Βέβαια, οι σημαντικότερες διακρίσεις της καριέρας του ήταν τα χάλκινα μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1984) και της Σεούλ (1988).
Στις ΗΠΑ άρχισε με τρεις νίκες κι ένα μπάι, προτού αντιμετωπίσει τον Μασάκι Έτο, ο οποίος είχε περάσει άνευ αγώνα στα ημιτελικά. Παρά τη δύσκολη μονομαχία που προηγήθηκε με τον Μπένι Λιούνγκμπεκ, ο Χολίδης προηγήθηκε 6-0. Δυστυχώς, η κόπωση εμφανίστηκε, ο αντίπαλος αντέδρασε, ισοφάρισε σε 6-6 και προκρίθηκε, καθώς είχε πάρει τελευταίος καλύτερα σημεία. Οι τότε κανονισμοί ευνόησαν τον Ιάπωνα.
Στον αγώνα για την τρίτη θέση του βάθρου, ο Έλληνας πρωταθλητής νίκησε τον Νικουλάε Ζαμφίρ με 2-1 στα σημεία και κατέκτησε το χάλκινο. Ο ίδιος υποστήριζε ότι αν δεν είχε δώσει παιχνίδι μόλις μισή ώρα νωρίτερα, δεν θα έχανε από τον Έτο. Ήταν καλά προπονημένος και πίστευε πολύ στο χρυσό.
«Μάτωσα, κουράστηκα, χτύπησα αλλά το πήρα. Είχα γίνει καλόγερος στη ζωή μου γι’ αυτό το μετάλλιο, έλειπε τότε από τη συλλογή μου», είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Η Ελπίδα» τον Μάρτιο του 2002.
Περίπου έναν χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, ο Χολίδης υποβλήθηκε σε επέμβαση στο γόνατο και εν συνεχεία το πόδι του μάζευε υγρό.
Έκτοτε ποτέ δεν έβγαλε ολόκληρη προπόνηση και με τα δύο, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να ταξιδέψει στη Νότια Κορέα χάρη στους φυσιοθεραπευτές Δημήτρη Μιμίκο και Νίκο Παπαγεωργίου που τον βοήθησαν πολύ.
Παρά τις δυσκολίες, ο Έλληνας πρωταθλητής νίκησε κατά σειρά τους Αλεξάντερ Τσεστακόφ, Μπένι Λιούνγκμπεκ και Άντονι Αμάντο, προτού λυγίσει από τον Στόγιαν Μπάλοφ στα ημιτελικά.
Στη μάχη για το χάλκινο μετάλλιο, ο πεισματάρης Πόντιος επιβλήθηκε του Γιανγκ Τσανγκλίνγκ και διατηρήθηκε στην τρίτη θέση των 57κ. των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τότε ήταν πολύ δύσκολο για έναν Έλληνα παλαιστή να αποσπάσει χρυσό από Ούγγρους, Πολωνούς και Ρώσους, επομένως η οποιαδήποτε θέση στο βάθρο θεωρούνταν τεράστια επιτυχία. Να σημειωθεί ότι ο Χολίδης συμμετείχε επίσης στις διοργανώσεις του 1976 (Μόντρεαλ) και του 1980 (Μόσχα).
«Περπατάγαμε ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια, όπως λέει κι ο λαός μας, αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες εκείνης της εποχής, τα παιδιά της πάλης έκαναν περήφανους την Ελλάδα και τους Έλληνες. Μεγάλη συγκίνηση ένιωσα το 1988, όταν η Ολυμπιακή Επιτροπή της χώρας μας μου ανέθεσε να είμαι ο σημαιοφόρος της αποστολής.
Ένιωθα τέτοια υπερηφάνεια που είχα την υποχρέωση να κρατώ την ελληνική σημαία με τεντωμένο το χέρι και όχι στη θήκη. Το μεγαλείο που ένιωσα τότε που ήμουν σημαιοφόρος, δεν το ένιωσα άλλη φορά», είχε επισημάνει στην προαναφερθείσα συνέντευξη.
Έπειτα, ο Μπάμπης Χολίδης άρχισε την προπονητική του καριέρα. Συγκεκριμένα το 1988 στον Άτλαντα Καλλιθέας. Το 1990 θήτευσε στην Εθνική Παίδων, ενώ το 1996 οδήγησε τον Γιώργο Ποζίδη στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Κορυφαία στιγμή η ανάληψη της Εθνικής Ανδρών (μαζί με τους Δημήτρη Θανόπουλο και Αριστείδη Γρηγοράκη) κατά τη διετία 1998-2000.
Αντί επιλόγου, αξίζει να παρατεθεί το σχόλιο που είχε κάνει ο αξέχαστος υπεραθλητής μόλις δύο χρόνια πριν από την ιστορική διοργάνωση της Αθήνας.
«Αν η Ολυμπιάδα της Μόσχας είχε χαρακτηριστεί η πιο ανθρώπινη, η δική μας πρέπει να είναι η Ολυμπιάδα που καμία άλλη χώρα δεν θα μπορέσει να επαναλάβει. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι αγώνες των Ελλήνων και θα ήταν καλό να χορέψουν στην τελετή έναρξης τον πυρρίχιο, τον αρχαιότερο ελληνικό χορό».