Στη λίστα των ηθοποιών που διακρίθηκαν στους λεγόμενους «κόντρα ρόλους», δηλαδή σε εκείνους που αναφέρονται σε ανθρώπους με εντελώς διαφορετική προσωπικότητα και χαρακτηριστικά από αυτά που βλέπαμε στην οθόνη, περίοπτη θέση έχει πέρα από κάθε συζήτηση ο Σπύρος Καλογήρου.
«Παλιάνθρωπος… Ελεεινός… Τομάρι… Φτου σου, κάθαρμα… Φαντάσου τι θα κάνει στην γυναίκα του, αν είναι παντρεμένος»… Αυτά -και πολλά άλλα ανάλογα- ήταν τα σχόλια που συνήθιζε να ακούει ο Σπύρος Καλογήρου στις πρεμιέρες των ταινιών στις οποίες πρωταγωνιστούσε. Ως συντελεστής, καθόταν στα μπροστινά καθίσματα και αντιλαμβανόταν τον χαμό που γινόταν πίσω του από τους θεατές οι οποίοι εξοργίζονταν με τα πεπραγμένα του στην μεγάλη οθόνη.
Άλλωστε κατά την διάρκεια της μεγάλης καριέρας του στον κινηματογράφο σκότωσε πολλάκις, βίασε ακόμη περισσότερες φορές (δυο φορές την Αλίκη Βουγιουκλάκη, για παράδειγμα) και γενικότερα προέβαινε σε τόσο ειδεχθείς πράξεις που αν τις έκανε στην κανονική ζωή του θα είχε εξασφαλίσει μια σίγουρη θέση στην κόλαση κι ενδεχομένως άλλη μία σε κάποια φυλακή.
Με άγριο παρουσιαστικό και βαριά ψαρωτική φωνή, ο Καλογήρου δημιουργούσε εύκολα την εντύπωση του απόλυτου κακού κι ας ήταν εντελώς διαφορετικός στην πραγματικότητα. Έχοντας ζήσει, όμως, από παιδί στην βιοπάλη και κρατώντας τα μάτια του ανοιχτά και παρατηρώντας τους ανθρώπους της πιάτσας γύρω του, ήξερε σε ποιους αναφερόταν. Όταν αυτό συνδυάστηκε με το υποκριτικό ταλέντο του ουσιαστικά γεννήθηκε και ο ηθοποιός που διέπρεψε κυρίως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Εκείνη την εποχή συνδέθηκε με την αυτοκρατορία της Φίνος Φιλμ, ξεκινώντας με ένα ρόλο στην «Μανταλένα» και γυρίζοντας συνολικά περίπου 60 ταινίες.
Κι όμως για τον γεννημένο στις 3 Νοεμβρίου 1922 στην Κυψέλη ηθοποιό τίποτα δεν προμήνυε μια τέτοια εξέλιξη. Πριν καλά-καλά γίνει 20 ετών είχε ήδη την δική του δουλειά ως επαγγελματίας φωτογράφος και προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα στην Κατοχή. Βλέποντας το έμφυτο ταλέντο του, άτομα του χώρου που βρέθηκαν στον κύκλο του τον παρότρυναν να κάνει το βήμα και κάπως έτσι βρέθηκε στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στη συνέχεια πέρασε έξι χρόνια υπό τις οδηγίες του Καρόλου Κουν, του μεγαλύτερου δασκάλου που θα μπορούσε να έχει.
Έπρεπε, δηλαδή, να φτάσει 30 χρονών για να κάνει τα πρώτα βήματά του στον χώρο και από εκείνο το σημείο κι έπειτα δεν υπήρχε γυρισμός και δεύτερες σκέψεις. Αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην Τέχνη, ξεκινώντας να συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν και συμπτωματικά γνώρισε και την γυναίκα με την οποία θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του. Την επίσης ηθοποιό Ευαγγελία Σαμιωτάκη την οποία ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε. «Περπατούσε στην Αθήνα και σταμάταγαν τα τραμ» είπε πει πολλά χρόνια αργότερα για την σύντροφο της ζωής του.
Οι δυο τους μάλιστα συγκρότησαν την δεκαετία και τον δικό τους θίασο, ανεβάζοντας συχνά και επιθεωρήσεις, δίνοντας έτσι στον Σπύρο Καλογήρου να δείξει μια άλλη πτυχή του ρεπερτορίου του, μακριά από τους ρόλους που τον καθιέρωσαν στον κινηματογράφο. Στην μεγάλη οθόνη τα πάντα ήταν διαφορετικά. Εκεί ήταν σχεδόν πάντα ο κακός, ο άτιμος, ο μαχαιροβγάλτης, ο βιαστής, ο δολοφόνος. Και πέρα από κάθε αμφιβολία ο πλέον χαρακτηριστικός ρόλος που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε την πορεία του ήταν εκείνος του «Μαύρου».
Στην θρυλική «Λόλα», με την Τζένη Καρέζη, μετατράπηκε για τις ανάγκες της του φιλμ στο πρώτο μαχαίρι της Τρούμπας., διαμορφώνοντας και ο ίδιος με τις παρεμβάσεις του τον χαρακτήρα που με την ατάκα «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη», μονομαχεί με τον Νίκο Κούρκουλο, σε μια τυπική αναπαράσταση της αιώνιας μάχης του καλού με του κακού στο σινεμά. Ως… κακός, ο Καλογήρου «έφαγε» κάμποσο ξύλο από τον Κούρκουλο, τον Φούντα και αρκετούς ακόμη, την ίδια ώρα που εκείνος βίαζε και χτυπούσε τις συμπρωταγωνίστριές του (Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Λάσκαρη, Σταθοπούλου), πάντα για τις ανάγκες του σεναρίου.
Την ίδια περίοδο στο θέατρο έκανε μια παράλληλη καριέρα ξεκινώντας το 1955, με τον θίασο του Ν. Χατζίσκου στον «Ερωτόκριτο» για να ακολουθήσει το μεγάλο σχολείο του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν με αρχαίο ρεπερτόριο και στη συνέχεια ρόλοι κλασικού ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου με τους θιάσους των Λαιμού, Ροντήρη, Μινωτή, Σολωμού, Κουν, Κατράκη, Μυράτ, Λαμπέτη, Κατερίνας και πολλών ακόμα.
Πλούσια ήταν η παρουσία του αργότερα στην τηλεόραση, αλλά και στις μετέπειτα βιντεοταινίες, στις οποίες πολύ συχνά είχε στο πλευρό του και την γυναίκα του. Οι δυο τους υπήρξαν από τα μακροβιότερα και πιο αγαπημένα ζευγάρια του καλλιτεχνικού κόσμου και κάθε φορά που ο ένας αναφερόταν στον άλλον φώτιζε το πρόσωπό τους! Τα τελευταία χρόνια της ζωής τους είχαν αποσυρθεί από το χώρο του θεάματος και περνούσαν τις περισσότερες ημέρες στο εξοχικό τους, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος που ήρθε πρώτα για τον Σπύρο το 2009. Η αγαπημένη του τον ακολούθησε 8 χρόνια αργότερα…