Το όνομά του ήταν Μίλερ. Τζέικομπ Μίλερ. Είχε λάβει μέρος στον αμερικανικό Εμφύλιο. Και το πιο τρανό πειστήριο ήταν μια σφαίρα που… κουβαλούσε στο κρανίο του επί σειρά ετών. Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει ταινία.
Χάρη στην εφημερίδα “Joliet News” του Ιλινόις, δηλαδή τη σημερινή “The Herald-News”, το ευρύ κοινό έμαθε (και μαθαίνει ακόμα) ένα απίστευτο περιστατικό.
Η ιστορία του Τζέικομπ Μίλερ δημοσιεύθηκε στις 14 Ιουνίου 1911, όταν ακόμη βρισκόταν εν ζωή, και η στήλη δεν έχει παρά να μεταφέρει όσα ο ίδιος είχε αποκαλύψει στον Τύπο της εποχής.
Αρχικά, ο δημοσιογράφος αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Από τις 19 Σεπτεμβρίου 1863 ζει με μια ανοιχτή πληγή από σφαίρα στο μέτωπό του. Για αρκετά χρόνια παρέμενε στο κρανίο του, αλλά έπεφτε κομμάτι-κομμάτι και, πλέον, πιστεύεται ότι το σημείο έχει καθαρίσει τελείως.
Όσο η σφαίρα βρισκόταν στο κρανίο, κατά διαστήματα τού προκαλούσε λήθαργο που μερικές φορές διαρκούσε δύο εβδομάδες, συνήθως όταν άρπαζε κρυολόγημα και δεχόταν μεγαλύτερη πίεση στον εγκέφαλο.
Άλλες φορές τον έπιανε παραλήρημα. Φανταζόταν τον εαυτό του ότι είχε υπηρεσία. “Ξαναγινόταν” σκοπός και τριγυρνούσε πέρα-δώθε, κρεμώντας ένα ραβδί στον ώμο του αντί για μουσκέτο.
Η οδυνηρή εμπειρία που βίωσε ο κ. Μίλερ γίνεται τόσο έντονα αισθητή από το γεγονός ότι σπάνια μεταπείθεται να κάνει σχετική συζήτηση. Επομένως είναι προνόμιό μου να καταγράψω την ιστορία από τη δική του μαρτυρία. Η θαυματουργή απόδρασή του από τον θάνατο εκείνη την αξιομνημόνευτη στιγμή, με την υπογραφή του».
Και τώρα ο λόγος περνά στον βετεράνο του αμερικανικού Εμφυλίου:
«Τζέικομπ Μίλερ, πρώην απλός στρατιώτης του λόχου Κ (σ.σ. πιθανώς 11ου) του 9ου Συντάγματος Εθελοντών Πεζικού της Ιντιάνα. Τραυματίστηκα στο κεφάλι κοντά στο Μπροκ Φιλντ, στη μάχη της Τσικαμάουγκα της Τζόρτζια, το πρωί της 19ης Σεπτεμβρίου 1863. Με πέρασαν για νεκρό. Ο λόχος μου υποχώρησε από εκείνες τις θέσεις. Όταν συνήλθα λίγο αργότερα, διαπίστωσα ότι βρισκόμουν στα νώτα του στρατού των Νοτίων.
Προκειμένου να μην πιαστώ αιχμάλωτος, αποφάσισα να κάνω μια προσπάθεια να προσπεράσω τις γραμμές τους και να επιστρέψω στους δικούς μου. Σηκώθηκα με τη βοήθεια του όπλου μου, αρχικά κράτησα κάποια απόσταση και μετά κινήθηκα παράλληλα με τη γραμμή της μάχης. Υποθέτω ότι είχα τόσο αίμα πάνω μου, που όλοι όσοι συνάντησα δεν παρατήρησαν ότι ήμουν «Γιάνκης» (σ.σ. Βόρειος). Τουλάχιστον o ταγματάρχης μας, ο πρώην αρχηγός μου, δεν με αναγνώρισε!
Επιτέλους πέρασα στη δική μας πλευρά, τη στιγμή που μια ταξιαρχία αντιπάλων έφτανε στη γραμμή των Νοτίων, ακριβώς πίσω μου. Κατά τη διάρκεια της πορείας μου, δεν είδα καμία από τις δυνάμεις των Βορείων.
Μπήκα σε έναν παλιό δρόμο και τον ακολούθησα όσο μπορούσα, καθώς εκείνη τη στιγμή το κεφάλι μου είχε πρηστεί τόσο πολύ, σε σημείο που τα μάτια μου έκλειναν. Για να βλέπω μπροστά έπρεπε να σηκώνω το «καπάκι» του δεξιού μου ματιού. Σκουντουφλούσα κάπου, σήκωνα το «καπάκι», κοίταζα μπροστά, προχωρούσα κ.ο.κ. Ώσπου έφτασα στο Lafayette Pike, κοντά στο Kelly House (σ.σ. ξύλινη καλύβα κοντά στο πεδίο της μάχης που διασώζεται ακόμα) και κινήθηκα προς το νοσοκομείο που είχε στηθεί στις πηγές.
Τελικά εξαντλήθηκα τόσο πολύ που έπρεπε να ξαπλώσω στην άκρη του δρόμου. Επιτέλους ήρθαν μερικοί τραυματιοφορείς, με έβαλαν στο φορείο τους, με μετέφεραν στο νοσοκομείο και με ξάπλωσαν στο έδαφος σε μια σκηνή. Μια νοσοκόμα μού έβαλε έναν βρεγμένο επίδεσμο πάνω στην πληγή και γύρω από το κεφάλι μου, ενώ μου έδωσε και ένα παγούρι με νερό.
Δεν ξέρω ποια ώρα της ημέρας εξέτασαν την πληγή μου και αποφάσισαν να με βάλουν στο χειρουργικό τραπέζι μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Οι χειρουργοί εξέτασαν την πληγή μου και αποφάσισαν ότι ήταν καλύτερο να μην με χειρουργήσουν για να μην με πονέσουν περισσότερο, καθώς υποστήριξαν ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω πολύ, οπότε η νοσοκόμα με πήγε πίσω στη σκηνή.
Κοιμήθηκα λίγο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το επόμενο πρωί, ημέρα Κυριακή, οι γιατροί ήρθαν για να φτιάξουν έναν κατάλογο με τους τραυματίες και τα συντάγματά τους. Πρότειναν να μεταφερθούν στην Τσατανούγκα όλοι όσοι δεν είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Εμένα μου είπαν ότι είχα χτυπηθεί πολύ άσχημα και πως δεν ήμουν σε θέση να μετακινηθώ. Όσοι έμεναν πίσω θα μπορούσαν στη συνέχεια να ανταλλαχθούν (σ.σ. προφανώς εννοεί με τραυματίες από την πλευρά των Νοτίων)».
Αυτό ήταν ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης του Τζέικομπ Μίλερ, ο οποίος δεν ήθελε με τίποτα να πιαστεί αιχμάλωτος. Κατάφερε να βγει από τη σκηνή χωρίς να γίνει αντιληπτός και άρχισε να προχωράει μετά κόπων και βασάνων. Το τρένο-ασθενοφόρο, το οποίο πέρασε λίγο αργότερα από το σημείο που είχε ξαπλώσει για να ξεκουραστεί, αποδείχθηκε σωτήριο. Ένας οδηγός τον ρώτησε αν ζει, εκείνος απάντησε καταφατικά και επιβιβάστηκε. Υπήρχε μια θέση κενή επειδή είχε πεθάνει κάποιος επιβάτης.
Τη Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 1863, ο ήρωας της ιστορίας ξύπνησε και διαπίστωσε ότι ήταν ξαπλωμένος μαζί με εκατοντάδες ακόμη τραυματίες στο πάτωμα ενός μακρού κτιρίου στην Τσατανούγκα.
Ο Μίλερ αφηγείται: «Μερικοί μιλούσαν, κάποιοι γκρίνιαζαν. Έμεινα σε καθιστή θέση, πήρα το παγούρι μου και έβρεξα το κεφάλι μου. Τότε άκουσα μερικούς στρατιώτες που ήταν από τον λόχο μου. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήμουν εγώ, καθώς είπαν ότι με πέρασαν για νεκρό στο πεδίο μάχης, στα αριστερά του Μπροκ Κάμπιν.
Ώσπου ήρθε η διαταγή προς όλους τους τραυματίες που μπορούσαν να περπατήσουν, να διασχίσουν το ποτάμι μέσω μιας πλωτής γέφυρας με κατεύθυνση ένα νοσοκομείο, όπου θα νοσηλεύονταν και από εκεί θα διακομίζονταν στο Νάσβιλ.
Είπα στα παιδιά πως αν μπορούσαν να με καθοδηγήσουν, θα κατάφερνα να περπατήσω αυτή την απόσταση. Ξεκίνησα, αλλά από τη στιγμή που ο στρατός μας είχε οπισθοχωρήσει το προηγούμενο βράδυ, βρέθηκα μέσα και γύρω από τα wagon trains.
Στρατεύματα και πυροβολικό διέσχιζαν τον ποταμό μέσω της μοναδικής πλωτής γέφυρας. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε μέχρι σχεδόν τη δύση του ηλίου. Όταν φτάσαμε απέναντι και πάνω στην όχθη, ευτυχώς συναντήσαμε τον teamster του λόχου (σ.σ. οδηγός άμαξας που έσερναν συνήθως βόδια, άλογα ή μουλάρια). Μας πήρε κάτι να φάμε και ξαπλώσαμε πάνω σε κουβέρτες. Είχα να φάω από τα χαράματα του Σαββάτου 19 Σεπτεμβρίου».
Κατόπιν, ο Μίλερ εξηγεί ότι το πρωί της Τρίτης ήπιε ένα φλιτζάνι καφέ και έφαγε ένα κομμάτι από σκληρό κρέας. Αργότερα ένας χειρουργός έπλυνε και περιποιήθηκε την πληγή του για πρώτη φορά από τον σοβαρό τραυματισμό του. Έπειτα μπήκε σε μια άμαξα, αλλά από τα τραντάγματα πόνεσε το κεφάλι του και αναγκάστηκε να κατέβει. Μαζί με κάποιους άλλους στρατιώτες έπρεπε να περπατήσουν περίπου 100 χιλιόμετρα για να φτάσουν στο Μπρίτζπορτ. Τέσσερις ημέρες πεζοπορία.
Το καλό για εκείνον ήταν ότι το πρωί της Τετάρτης ξύπνησε και διαπίστωσε ότι μπορούσε να ανοίξει το δεξί του μάτι. Η άφιξη στο Μπρίτζπορτ την Παρασκευή συνέπεσε τη στιγμή που ένα τρένο με boxcars (σ.σ. κλειστό βαγόνι που γενικά χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων) ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Μπήκε σε ένα απ’ αυτά και ξάπλωσε.
Ύστερα ο Μίλερ – που σημειωτέον πέθανε σε αρκετά μεγάλη ηλικία, κοντά 80 ετών – αφηγείται: «Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να με γδύνουν σε μία μπανιέρα με ζεστό νερό σε ένα νοσοκομείο στο Νάσβιλ. Δεν ξέρω ποια ημερομηνία ήταν. Στην πραγματικότητα, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στις ημερομηνίες από την Παρασκευή το μεσημέρι, όταν μπήκα στο τρένο στο Μπρίτζπορτ για να πάω στο Νάσβιλ.
Έπειτα για κάποιο χρονικό διάστημα με μετέφεραν στο Λούιβιλ του Κεντάκι κι από εκεί στο Νιου Άλμπανι της Ιντιάνα. Σε όλα τα νοσοκομεία παρακαλούσα τους χειρουργούς να εγχειρήσουν το κεφάλι μου, αλλά κανείς δεν δέχθηκε. Υπέφερα για εννέα μήνες, ώσπου εξασφάλισα αναρρωτική άδεια και πήγα σπίτι στο Λόγκανσπορτ.
Τελικά, οι κύριοι Φιτς και Κόλμαν χειρούργησαν το τραύμα μου, αφαιρώντας τη σφαίρα. Λίγες ημέρες αργότερα, επανήλθα στο νοσοκομείο στο Μάντισον, απ’ όπου αποστρατεύθηκα στις 17 Σεπτεμβρίου 1864. Δεκαεπτά χρόνια αφότου τραυματίστηκα, ένα σκάγι έπεσε από την πληγή μου, ενώ 31 χρόνια μετά βγήκαν δύο κομμάτια μολύβδου.
Κάποιοι ρωτούν πώς γίνεται να περιγράφω με τόσες λεπτομέρειες τον τραυματισμό μου και την αποχώρησή μου από το πεδίο της μάχης, έπειτα από τόσα χρόνια. Η απάντησή μου είναι ότι έχω μια καθημερινή υπενθύμιση στην πληγή μου και συνεχή πόνο στο κεφάλι, με εξαίρεση τις ώρες που κοιμάμαι. Όλη η σκηνή είναι αποτυπωμένη στον εγκέφαλό μου σαν γκραβούρα.
Δεν το έγραψα αυτό με σκοπό να παραπονεθώ σε οποιονδήποτε μπορεί να ευθύνεται για την ατυχία και τα βάσανά μου όλα αυτά τα χρόνια. Η κυβέρνηση είναι καλή μαζί μου και μου παρέχει 40 δολάρια σύνταξη τον μήνα».