«Στην φαντασμαγορικήν χοροεσπερίδα εις τα Αστέρια της Γλυφάδας, εξελέγη Σταρ Ελλάς 1959 η 18έτις δεσποινίς Ζωΐτσα Κουρούκλη, με το ψευδώνυμον Αμαρυλλίς (αριθμός 12), υπό τας επευφημίας του πλήθους που είχε κατακλύσει το κέντρον» γράφουν οι εφημερίδες της εποχής, αναφερόμενοι στην επικράτηση της Ζωής Λάσκαρη στον διαγωνισμό. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή με τον χώρο του θεάματος για την μετέπειτα διάσημη ηθοποιό η οποία σύντομα άλλαξε το όνομά της.
Αμέσως μετά τα καλλιστεία, ο Φίνος αποφάσισε να την εντάξει στο δυναμικό της εταιρείας παραγωγής δίνοντάς της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Κατήφορος» η οποία και την καθιέρωσε. Ωστόσο στις αφίσες του φιλμ αλλά και στους τίτλους αρχής την συναντάμε με το νέο όνομά της, με το οποίο έκανε καριέρα. «Νονός» ήταν ο ίδιος ο Φίνος που προχώρησε σε αυτήν την κίνηση για να μην μπερδέψει ο κόσμος την νεαρή ηθοποιό με την συνονόματή της και ήδη γνωστή τραγουδίστρια, Ζωή Κουρούκλη.
Τα δύο κορίτσια φυσικά ήταν συγγενείς και μάλιστα πρώτες εξαδέλφες. Στο περιβάλλον τους το καλλιτεχνικό στοιχείο ήταν έντονο καθώς η γιαγιά, Ζωή Καλέντση, είχε συγγένεια με τον Διονύσιο Σολωμό, ενώ νονά της υπήρξε η σπουδαία Μελίνα Μερκούρη.
Η Ζωή Κουρούκλη ήταν ένα ιδιαίτερα καλλιεργημένο άτομο, έχοντας σπουδάσει στη δραματική σχολή του Μιχαηλίδη, ενώ μιλούσε 4 γλώσσες. Δοκίμασε την τύχη και στην υποκριτική παίρνοντας μαθήματα και συμμετείχε σε κάποιες ταινίες, όμως η ίδια αποκαλούσε τον εαυτό της «αγγούρι», συνειδητοποιώντας ότι δεν έχει πλούσιο ταλέντο, με αποτέλεσμα να μην συνεχίσει στην μεγάλη οθόνη.
Άλλωστε ο φυσικός χώρος της ήταν το τραγούδι, κάνοντας τα πρώτα βήματά της στο λεγόμενο «ελαφρό», με την παρθενική επιτυχία της να έρχεται το 1964 με το κομμάτι «Εδώ Τελειώνει ο Ουρανός» που απέσπασε το δεύτερο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης.
Αυτή ήταν και η αρχή της επαγγελματικής σχέσης της με τον Μίμη Πλέσσα, ο οποίος ήταν εκείνος που της έμαθε την Σάρα Βον, θεωρώντας ότι αποτελούσε το καλύτερο δυνατό πρότυπο για το στυλ της. Κι ενώ αργότερα συνεργάστηκε με το συγκρότημα «Stormies» με το οποίο έκανε εφηβική επιτυχία το «Τραμοντάνα», αργότερα επανήλθε στο δικό της τρόπο τραγουδιού κι έχει την τύχη να ερμηνεύσει το κομμάτι «Μην λες τίποτα» του Σταύρου Κουγιουμτζή συμμετέχοντας στο Τρίτο Φεστιβάλ Ελληνικού τραγουδιού.
Το κομμάτι την κάνει ακόμη πιο γνωστή στο κοινό, ενώ χάρη σε αυτό η φήμη της ξεπέρασε και τα σύνορα της Ελλάδας. Η ίδια σε συνέντευξή της θα πει: «Αυτό το τραγούδι, το τραγούδησα και στα ισπανικά με τίτλο ”Νon digas nada”, κυκλοφόρησε σε όλες τις ισπανόφωνες χώρες, έγινε, απ΄ ότι μου είπαν επιτυχία»… Τόσο μεγάλη που της χάρισε την πρώτη θέση σε διαγωνισμό στην Βαρκελώνη, αναγκάζοντας ακόμη και τον Τόνι Νταλάρα να υποκλιθεί στο μεγαλείο της, λέγοντας ότι δεν περίμενε πως μια τόσο όμορφη γυναίκα θα είχε και μια τόσο εξαίσια φωνή.
Σε φεστιβάλ στο Σόποτ της Πολωνίας, πήρε ξανά το πρώτο βραβείο τραγουδώντας τον «Καπετάν Φαφαλιό» του Καπνίση, ενώ στο Ρίο ντε Τζανέιρο συμμετέχει με άλλο κομμάτι του ίδιου συνθέτη. Εκεί της έρχεται μια πρόταση που ίσως καμία άλλη στη θέση της δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Ο Χένρι Μαντσίνι, ο συνθέτης των 4 Όσκαρ και των 10 Γκράμι είναι μέλος της κριτικής επιτροπής και της ζητά να τον ακολουθήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκείνη, όμως, λέει όχι…
Η αιτία για αυτήν την εξέλιξη ήταν το γεγονός ότι ήδη η Ζωή Κουρούκλη βρισκόταν σε έναν δύσκολο γάμο, με τον σύζυγό της να μην συμφωνεί με την επαγγελματική πορεία της και –σύμφωνα με την ίδια- να την απειλεί ότι δεν θα έβλεπε ξανά ποτέ το παιδί τους.
Ουσιαστικά η καριέρα της σταμάτησε όσο εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα, εξαιτίας της παράξενης οικογενειακής κατάστασής της. «Ήταν ένας ατυχής γάμος που κρατήθηκε με τα δόντια. Ο σύζυγός μου δεν ήθελε να έχω επαφή με το τραγούδι ούτε με τους παλιούς φίλους» εξομολογείται η Κουρούκλη η οποία τελικά θα πάρει διαζύγιο πολλά χρόνια αργότερα.
Ο Μίμης Πλέσσας ήταν εκείνος που θα της απλώσει ξανά το χέρι του, δίνοντάς της την ευκαιρία να κάνει εμφανίσεις στο πλευρό του στην Πλάκα αλλά και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα την δεκαετία του ’90. Με αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον έκλεισε με έναν όμορφο τρόπο την παρουσία της σε έναν χώρο στον οποίο θα μπορούσε να κυριαρχήσει εάν η ίδια είχε ίσως την φιλοδοξία να το κάνει ή εάν είχε πάρει διαφορετικές αποφάσεις στα σταυροδρόμια που βρέθηκαν στον δρόμο της…