Οι απατεώνες της μεγάλης οθόνης, χαρακτήρες ταινιών που βλέπουμε να ζουν και πλουτίζουν ή αποκτούν δύναμη, κοροϊδεύοντας και παριστάνοντας κάποιους άλλους, για κάποιο λόγο γίνονται πολύ δημοφιλής και αγαπητοί. Σε πολλές από τις περιπτώσεις μάλιστα είναι χαρακτήρες που βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα. Όπως ακριβώς συνέβη και στην ταινία «Catch me if you can» με τον Λεονάρντο Ντικάπριο ή το «Μην είδατε τον Παναή», με τον Θανάση Βέγγο πολλές δεκαετίες πριν.
Και παρότι η ταινία του πολυαγαπημένου Θανάση Βέγγου να γυρίστηκε το 1962, η δράση όμως του πραγματικού Παναγή, του ανθρώπου που ενέπνευσε το σενάριο και τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας, υπήρξε πολλά χρόνια πριν το φιλμ, τη δεκαετία του 1940.
Σε μία δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα και όλη την Ευρώπη, λόγω του ΒΠΠ’, ο Παναγής από τα Μέγαρα κατέστρωσε ένα σχέδιο που θα του εξασφάλιζε πολύ χρήμα και περιουσία, παριστάνοντας έναν άλλον, εκμεταλλευόμενος τρία πράγματα, την πειθώ του, την υποκριτική του τέχνη και την ομορφιά/γοητεία του στο αντίθετο φύλο.
Εξορμώντας στα χωριά γύρω από την Αθήνα, με σκοπό να εκμεταλλευτεί την αφέλεια του αγροτικού πληθυσμού, ο Παναγής κυκλοφορούσε με τα πεντακάθαρα και καλοραμμένα ρούχα του παριστάνοντας τον επιχειρηματία από την Αθήνα, ο οποίος ήθελε να επενδύσει στις αγροτικές περιοχές.
Βασική του τέχνη ήταν να πείσει πως είναι αυτός που παριστάνει. Οπότε ο Παναγής δεν έκανε παζάρια σε ό,τι τιμή και να του πουλούσε ο αγρότης-θύμα του. Αφού κέρδιζε την εμπιστοσύνη του έφτανε η ώρα να προχωρήσει στο δεύτερο βήμα του σχεδίου του. Να αρραβωνιαστεί τις ευκατάστατες άγαμες κόρες των χωριών. Μία μνηστή σε κάθε χωριό ώστε να μη γίνει αντιληπτός ότι η κομπίνα του δούλευε σε πολλά μέτωπα.
Το δεύτερο βήμα της δράσης του περιγράφει με τον χαρακτηριστικό του τρόπο ο Ασημάκης Γιαλαμάς στην εφημερίδα «Βραδυνή». Το κείμενο διασώθηκε στη σελίδα palaiathina.com:
Ο σπουδαίος Ασημάκης Γιαλαμάς, όπως διέσωσε η ιστοσελίδα Παλιά Αθήνα, είχε γράψει στην εφημερίδα «Βραδυνή»: «Κατόπιν προχώρησε στο δεύτερο στάδιο του κατεστρωμένου σχεδίου του. Ευρήκε στο κάθε χωριό κι’ από μια κοπέλλα όμορφη, δροσερή και προ παντός ευκατάστατη. Και την αρραβωνιάστηκε. Απάνω από δέκα αρραβώνες συνήψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Κάθε κορφούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης» λέγει για τον Όλυμπο το δημοτικό τραγούδι. Κάτι παρόμοιο μπορούσε να λεχθή και για τον Παναγή: «Κάθε χωριό και μια μνηστή. Κάθε μνηστή και… μεζές σπουδαίος». Διότι αμέσως ο Παναγής έβαλε σ’ ενέργεια την οικονομική εκμετάλλευσι των αρραβώνων του. Κάθε τόσο αρριβάριζε στο κάθε χωριό και έλεγε στα μέλλοντα πεθερικά του: -Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα κι’ αργότερα σας φέρνω τα λεφτά. -Δεν πειράζει για τα λεφτά, απαντούσαν γενναιοφρόνως τα πεθερικά. Κι’ έδιναν προθύμως τα κουκιά, το τυρί, τα πάντα. «Ό,τι θέλει ο γαμπρός μας. Ό,τι θέλει το παιδί μας». Κι’ όλο και τσιμπούσε ο Παναγής. Κι’ αυτό το τσίμπημα ήταν… δεκαπλούν. Συνέβαινε δηλαδή και με τις δέκα αρραβωνιαστικές. Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μία έφευγε, στην άλλη επήγαινε. Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι’ έτσι η ζωή του ευτυχούς Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του.
«Ο Παναγής υπεξέφυγε τη μια φορά, υπεξέφυγε την άλλη. Αλλά τέλος κατάλαβε ότι είχαν σωθή τα’ αστεία. Έπρεπε να ορίση τους γάμους. Και το έκαμε! Είπε στους γονείς όλων των αρραβωνιαστικών του: -Στις τάδε του μηνός θάρθω να κάμουμε το γάμο. Και στις δέκα αρραβωνιαστικές ώρισε την ίδια ημερομηνία. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της φάρσας που εσκηνοθέτησε ο ανεκδιήγητος Παναγής. Δέκα και παραπάνω ίσως σπίτια σε ισάριθμα χωριά της Αττικής ετοιμαζόνταν ταυτοχρόνως να δεχθούν τον πολυπόθητο γαμπρό. Δέκα μωρές παρθένες επερίμεναν τον νυμφίο. Και ήρθε η μεγάλη ημέρα. Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα. Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε. Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι’ όταν έφθανε λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν: -Μην τον είδατε τον Παναγή; Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά εις τα οποία είχε… διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι: -Μην είδατε τον Παναγή;».
H φράση «Μην είδατε τον Παναγή» έμεινε στη λαϊκή παράδοση από τότε. Μαζί με την ταινία του δημοφιλούς στα λαϊκά στρώματα Θανάση Βέγγου διαδόθηκε ακόμα περισσότερο κρατώντας ζωντανό τον μύθο του απατεώνα των Μεγάρων.