Μία από τις πλέον εμβληματικές προσωπικότητες του ρεμπέτικου, του σμυρνέικου και του πολίτικου τραγουδιού, αποτελεί η Ρόζα Εσκενάζυ. Ένα αηδόνι. Μια αρτίστα. Αλλά και μία σούπερ σταρ για τα δεδομένα της εποχής.
Γεννηθείσα μεταξύ 1894-1895, σύμφωνα με το εβραϊκό ληξιαρχείο της Κωνσταντινούπολης, άρα και το πιο πιθανό σενάριο. Μία άλλη εκδοχή τη θέλει να βλέπει το πρώτο φως ανάμεσα στο 1880 και το 1890. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η δική της μαρτυρία περί 1910 είναι ψευδής.
Λεγόταν Σάρα Σκινάζι (ελληνιστί: Σκινάζη ή Σκενάζη). Rosa Shkinasi αναγραφόταν σε κάποιες περιπτώσεις σε δίσκους, όταν αποφασιζόταν να μπει το όνομα και με λατινικούς χαρακτήρες. Με «υ» έμεινε στην ιστορία, ενώ σε αυτόγραφό της χρησιμοποιούσε το «η». Στο παρόν άρθρο επιλέγεται το «Εσκενάζυ», όπως αναφέρεται και στον τάφο της.
Οι γονείς της ήταν ο Αβραάμ και η Βίντα, η οποία στην Ελλάδα συναντάται ως Φλώρα και έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, ενώ είχε ακόμα τρία αδέρφια – δύο αγόρια κι ένα κορίτσι.
Δεν πρέπει να υπάρχει άλλος καλλιτέχνης στη χώρα με τόσες συγκεχυμένες πληροφορίες. Ακόμη κι ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος αν διαβάσει την ιστορία της ζωής της, θα… σκίσει τα χαρτιά του. Και, πάνω απ’ όλα, Θεέ μου, τι φωνή! Η ωραιότερη που ακούστηκε σε αυτόν τον τόπο! Ακούς, ας πούμε, το «Μαντίλι Καλαματιανό» και διαπιστώνεις ότι η ερμηνεία της είναι σαν ένα καλοκουρδισμένο έγχορδο, που δεν διαφέρει από τα αληθινά όργανα της εν λόγω εκτέλεσης.
Πότε πραγματικά γεννήθηκε; Πώς λεγόταν η αδερφή της; Πότε και γιατί απαρνήθηκε το όνομα Σάρα για να γίνει Ρόζα (και Ροζίτσα); Ίσως να το έκανε επειδή οι γονείς της δεν αποδέχονταν με τίποτα την επαγγελματική της επιλογή. Ή για λόγους… καμουφλάζ επειδή, μεταξύ άλλων, εργαζόταν σε καμπαρέ όταν κατηφόρισε στην Αθήνα.
Επειδή πρόκειται για μία προσωπικότητα που σηκώνει πολλά αφιερώματα, εν προκειμένω, στο μικροσκόπιο θα μπει το ελεύθερο πνεύμα της. Αρχής γενομένης από περίπου 12 ετών. Κρυφά από τους γονείς της χόρεψε σε μία αίθουσα θεάτρου, η οποία είχε δημιουργηθεί μέσα στο ξενοδοχείο “Grand Hotel” της Θεσσαλονίκης. Όταν το έμαθαν στο σπίτι, δεν γλίτωσε το «ξύλο».
Η εβραιοπούλα σεφαραδίτισσα φοβήθηκε και προς στιγμήν φέρεται να… μάσησε. Είχε όμως μοναδικό ταλέντο και ήταν αποφασισμένη να διεκδικήσει τα όνειρά της. Ακόμη κι αν σταμάτησε, ήταν για μικρό χρονικό διάστημα. Σύντομα επανήλθε και καθιερώθηκε, σε μία εποχή που η «νύμφη του Θερμαϊκού» ήταν γεμάτη ζωή, προτού έρθει η μεγάλη καταστροφή του 1917 από πυρκαγιά.
Στις 26 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός έμπαινε στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα σε εκείνους που έκαναν παρέλαση, ήταν και ο έφεδρος ανθυπίλαρχος Γιάννης Ζαρντινίδης. Γιος στρατηγού, αδερφός πολιτευτή. Μέλος εύπορης οικογένειας με ρίζες στην Καππαδοκία, η οποία διέθετε εργοστάσια ταπητουργίας και εξήγαγε χαλιά σε όλο τον κόσμο.
Ο όμορφος αυτός άνδρας ερωτεύτηκε τη Σάρα, γεγονός που δεν ενέκριναν οι οικείοι του. Η ηλικία της δεν ήταν τόσο απαγορευτική για τα δεδομένα της εποχής. Το πρόβλημα ήταν ότι τη θεωρούσαν αμφιβόλου ηθικής. Παράλληλα, υπήρχε θρησκευτική και ταξική διαφορά.
Ο Ζαρντινίδης δεν πτοήθηκε από τα παραπάνω. Έκανε καθημερινά βόλτες με την αγαπημένη του στους κήπους του Λευκού Πύργου και δειπνούσε μαζί της στην προβλήτα της Λέσχης Αξιωματικών. Είχε γοητευθεί από την ομορφιά, τη φωνή και τον χορό της.
Όταν αποστρατεύθηκε, παρά το γεγονός ότι ήταν αρκετά μεγαλύτερος, προχώρησε στην τελευταία πράξη. Την «έκλεψε» και κατηφόρισαν στην Αθήνα, προκειμένου να ζήσουν τον έρωτά τους χωρίς εμπόδια. Κατά άλλη εκδοχή, παρέμειναν στη Θεσσαλονίκη.
Η μοίρα, όμως, είχε άλλα σχέδια. Το 1917 (ή γύρω στο 1917) ο άλλοτε ανθυπίλαρχος πέθανε ξαφνικά (υπάρχουν διαδικτυακές πηγές που τον θέλουν αλκοολικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον χαμό του). Πιθανότατα δεν παντρεύτηκαν ποτέ, επειδή εκείνος ήταν χριστιανός και εκείνη εβραία. Εκτός πια αν ο Ζαρντινίδης αλλαξοπίστησε, διότι η Εσκενάζυ το έκανε λίγο πριν «φύγει» από τη ζωή. Τα επίσημα έγγραφα, πάντως, τη δήλωναν «άγαμη». Τα είχε υπογράψει η ίδια. Σημειωτέον ότι διέθετε από ελάχιστη έως μηδαμινή γνώση ελληνικής γραφής και ανάγνωσης.
Το σίγουρο είναι ότι η Σάρα έπρεπε να μεγαλώσει μόνη της τον καρπό του έρωτά τους. Όταν διαπίστωσε πως δεν μπορεί να συνδυάσει καριέρα με ανατροφή παιδιού, συμφώνησε με την οικογένεια του μακαρίτη να το στηρίξει. Ο μικρός Παράσχος παραδόθηκε στο οικοτροφείο του Αγίου Ταξιάρχη στην Ξάνθη, μεγάλωσε καλά και αργότερα έγινε ανώτερος αξιωματικός στην Ελληνική Αεροπορία.
Μάνα και γιος συναντήθηκαν το 1935 στην Αθήνα, όταν πια εκείνη είχε μπει για τα καλά στον καλλιτεχνικό χώρο, γνωρίζοντας ήδη τεράστιες επιτυχίες.
Όπως αναφέρεται, λοιπόν, στον τίτλο του άρθρου, η «βασίλισσα» του ρεμπέτικου απαρνήθηκε τη μητρότητα για να κάνει καριέρα. Αναφέρεται επίσης ότι «μπεγλέριζε» τους άνδρες. Τον αριθμό κανείς δεν είναι σε θέση να τον γνωρίζει, αλλά βάσει τρόπου ζωής θεωρείται δεδομένο ότι θα πρέπει να ήταν κάμποσοι.
Η ιδιωτική της ζωή κρίθηκε ως «μαύρο παρελθόν». Η Ρόζα Εσκενάζυ φέρεται να έγινε ξανά μάνα γύρω στο 1930. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι επρόκειτο για κοριτσάκι, το οποίο εγκατέλειψε σε ορφανοτροφείο. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι το παιδί μεγάλωσε, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια.
Η επόμενη αισθηματική ιστορία που διέρρευσε στο ευρύ κοινό αφορούσε τη σχέση της με έναν αξιωματικό των ναζί την περίοδο της Κατοχής. Πληροφορίες αναφέρουν ότι την έκρυβε στο σπίτι του για να τη σώσει επειδή ήταν εβραία, ενώ είχε προστατεύσει και τους συγγενείς της. Τεράστιο ενδιαφέρον έχει η σχετική μαρτυρία της νύφης της.
Έλεγε, λοιπόν, σε βαθιά γεράματα, εν έτει 2010, η Ελβίρα Ζαρντινίδη, σύζυγος του Παράσχου, στο περιοδικό «Επίκαιρα»: «Θυμάμαι, μάλιστα, που την είχε ερωτευτεί ένας Γερμανός αξιωματικός τότε. Γινόταν χαμός με την ομορφιά και τη φωνή της Ρόζας εκείνα τα χρόνια. Η Ρόζα είχε μεγάλη δράση στον πόλεμο. Προστάτευε τους Έλληνες, τους Εβραίους και τους Άγγλους λόγω της φιλίας που είχε με τους Γερμανούς.
Δηλαδή τι έκανε; Επειδή της άρεσαν τα κοσμικά και πήγαινε παντού, μάθαινε τη δράση των Γερμανών και τις επόμενες κινήσεις τους. Αυτά τα διοχέτευε στους Εγγλέζους. Όταν οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν τη δράση της, συνέλαβαν τη Ρόζα, όπως κι εμένα, και μας έκλεισαν φυλακή. Ο σύζυγός μου, λόγω του γεγονότος ότι ήταν αξιωματικός, έφυγε για την Αίγυπτο για να κρυφτεί και επέστρεψε για να με απελευθερώσει».
Ο φερόμενος ως πιο έντονος έρωτας της ζωής της γεννήθηκε μετά τα 50 της και, μάλιστα, με έναν χωροφύλακα που ήταν 25-30 χρόνια νεότερος. Ονομαζόταν Χρήστος Φιλιππακόπουλος και η γνωριμία έγινε στην Πάτρα, πιθανότατα στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Η ιστορία τους κράτησε με διάφορους τρόπους μέχρι τον θάνατο της Εσκενάζυ. Δεν ενώθηκαν ποτέ με τα δεσμά του γάμου. Εκείνος, πάντως, αργότερα παντρεύτηκε μία άλλη γυναίκα, η οποία είχε ενημέρωση (και συναίνεση όπως αναφέρουν πολλές πηγές) για τη σχέση τους.
Ο Φιλιππακόπουλος παραιτήθηκε από την Αστυνομία και ασχολήθηκε με φορτηγά αυτοκίνητα. Όταν η Ρόζα επέστρεψε από τις ΗΠΑ το 1959, με το μεγάλο ποσό που είχε κερδίσει, αγόρασε μεταξύ άλλων ένα σπίτι στην Κηπούπολη. Σε αυτό έμελλε να ζήσει έως τις 2 Δεκεμβρίου 1980, την ημερομηνία δηλαδή που έκλεισε για πάντα τα καθηλωτικά μάτια της.
Η άφθαστη τραγουδίστρια και χορεύτρια είχε κάνει και έναν «λευκό» γάμο επί αμερικανικού εδάφους στις 5 Ιουλίου 1958 με τον Φρανκ Αλεξάντερ, προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια εργασίας.
Δεν θα άφηνε τις ΗΠΑ αν δεν υπήρχε στην Ελλάδα ο Φιλιππακόπουλος, ο οποίος καρπώθηκε πολλά από τη Ρόζα, αλλά κι εκείνος ανταπέδωσε. Βρισκόταν πάντα στο πλευρό της. Ακόμα και στα βαθιά γεράματα. Ακόμα κι όταν το αλτσχάιμερ έκανε την εμφάνισή του. Ακόμα κι όταν είχε έναν σοβαρό τραυματισμό στον γοφό το καλοκαίρι του 1980 λόγω πτώσης.
Ο άνδρας που φέρεται να αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλον, την έπεισε να βαπτιστεί χριστιανή ορθόδοξη το 1976 και να λάβει το όνομα Ροζαλία Εσκενάζυ. Για την ιστορία, αρχικά δεν τοποθετήθηκε σταυρός στον τάφο της (προστέθηκε αρκετά χρόνια αργότερα). Αυτό που υπήρχε σίγουρα ήταν αγάπη.
Ο Φιλιππακόπουλος ανέλαβε την ταφή της στο Στόμιο, ένα μικρό χωριό του δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης στον νομό Κορινθίας. Δίπλα της επέλεξε να βρεθεί κι ο ίδιος, όταν εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Αναπαύονται μαζί αιωνίως.
Θα έλεγε κανείς ότι όσο τεράστια φωνή διέθετε η Ρόζα Εσκενάζυ, τόσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα ήταν. Πραγματικά, ολοκληρώνοντας αυτό το αφιέρωμα, μερικά από τα ερωτήματα είναι: Πόσο κοντά στην αλήθεια βρίσκονται οι ιστορίες που προαναφέρθηκαν; Πολύ, λίγο ή καθόλου;
Ένα συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα ήταν ότι έζησε με την ψυχή της. Είχε ως προτεραιότητα τη φωνή, τον χορό και την καριέρα της. Πλούτισε, ταξίδεψε σε πάρα πολλά μέρη, αγαπήθηκε και αγάπησε, συνευρεύθηκε ερωτικά χωρίς να αισθάνεται ντροπή (ελεύθερο πνεύμα γαρ) και «έφυγε» πλήρης ημερών. Ακόμη κι αν η ίδια το αρνούνταν πάντα…