7 λόγοι για τους οποίους ο Μάικλ Τζόρνταν είναι υπερτιμημένος

Βαθιά ανάσα για να γλιτώσουμε το ξύλο, επομένως, και πάμε...

Φαίνεται στο ημίτρελο βλέμμα σας- τι κρίμα, αλήθεια, που ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ δε ζει πλέον για να γυρίσει το “Λάμψη 2: Σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο να τρυπώσουμε…” μ’ εσάς στο ρόλο του Τζακ Νίκολσον: με το που διαβάσατε τον τίτλο αναφορικά με τον εορτάζοντα Μάικλ Τζόρνταν (α, ναι, Μάικ: χρόνια πολλά, να τα χιλιάσεις), αρχίσατε να πληκτρολογείτε με μανία στο Google Search.

Πρώτη με 1.670.000 αναζητήσεις είναι η φράση «Πώς μπορώ να σκοτώσω συντάκτη του menshouse.gr χωρίς να με πιάσουν», ακολουθεί το «Φθηνό υδροκυάνιο online αγορά» κι έπεται το, επίσης δημοφιλές, «Υπάρχει θανατική ποινή για την μπασκετική βλακεία;».

 

Είστε έτοιμοι, λοιπόν, για το «πάταξον». Μήπως όμως να κάνατε την καρδιά σας πέτρα και να δίνατε προτεραιότητα στο «άκουσον»; Γιατί, ξέρετε, υπάρχουν 7 καλοί λόγοι που «αποδεικνύουν» πως ο MJ υπήρξε κομματάκι υπερτιμημένος όταν ήταν εν ενεργεία.

Βαθιά ανάσα για να γλιτώσουμε το ξύλο, επομένως, και πάμε:

1) Defense-της αμύνης το παιδί: Ναι, σωστά: «Καλύτερος αμυντικός τη σεζόν 1987-1988», «Μυριάδες φορές στην καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος», «2.3 κλεψίματα ανά ματς και 0.8 μπλοκ» και χίλια τόσα άλλα.

Σύμφωνοι: ο Μάικλ υπήρξε ένας καλός αμυντικός- αλλά μέχρι εκεί. Όντας το χρυσό παιδί του ΝΒΑ που ουδείς τολμούσε να αγγίξει και κάθε του κατόρθωμα μεγεθυνόταν επί 500.000 φορές, ο MJ έφτασε να θεωρείται ένας από τους κορυφαίους παίχτες (και) στην «πίσω» πλευρά του παρκέ.

Ναι, πιο «καμία σχέση» δεν έχει: μπορεί τα εκατομμύρια αποθεωτικά βίντεο με highlights να τον δείχνουν να κάνει πράγματα και θαύματα στην άμυνα, όμως αν έχεις δει πάνω από 2-3 παιχνίδια του δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθείς πως ήταν- για τα δικά του, εξωπραγματικά δεδομένα- επιεικώς τραγικός όταν τον ποστάρανε, ενώ η εμμονή του να κυνηγάει τα κλεψίματα και τις τάπες (ειδικά τα πρώτα χρόνια που τ’ αθλητικά του προσόντα ήταν ασύγκριτα) συχνά οδηγούσε στο να μένει ελεύθερος ο παίχτης του και να τα «κολλάει» ελεύθερα.

«Όλοι λένε πως το να παίζεις κόντρα στον… σκύλο Τζόρνταν είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Αλλά στην πραγματικότητα δε μαρκάρει και τόσο καλά», είχε πει κάποτε ο Πένι Χάρνταγουεϊ.

Καλός αμυντικός; Σίγουρα.

Κορυφαίος; Εχμ… Όχι. Έχετε δει τον Σκότι Πίπεν να παίζει άμυνα;

2) Μόνος μου και όλοι σας- εκτός κι αν θέλετε να έρθετε μαζί μου: Η επικρατούσα άποψη είναι πως ο MJ τα έκανε όλα μόνος του και τα έκανε όλα σωστά– αυτός κουβαλούσε στις πλάτες του τους Bulls, αυτός σήκωσε μόνος του τα πρωταθλήματα, αυτός καθάριζε σε άμυνα κι επίθεση- αυτός, αυτός, αυτός.

Ναι, μόνο που, ξέρετε, ο Μάικλ ουδέποτε κατάφερε να περάσει πέρα από τον πρώτο γύρο των playoffs χωρίς τον Πίπεν, καθώς επί μια τριετία έσπαγε τα μούτρα του στην postseason: μόλις 1 νίκη και 9 ήττες μετρούσε ο Air χωρίς τον «Ινδιάνο» στο πλευρό του.

Ο Πίπεν, μάλιστα, έχει καλύτερο ποσοστό καριέρας σε νίκες- ήττες από τον MJ.

Καλές οι θεωρίες περί ηρωικών σόλο, λοιπόν, όμως μονάχα αν αναφέρονται στο Star Wars.

Και τον Χαν Σόλο.

3) Supporting cast για Όσκαρ: Στην περιβόητη «Δευτέρα Παρουσία» του Τζόρνταν (μετά το “I’m back”, δηλαδή, το 1995) η οποία αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα αθλητικά παραμύθια και κατέληξε στο δεύτερο three-peat των «Ταύρων», τα φώτα έχουν πέσει και πάλι στον απίθανο, εκπληκτικό, τρομερό, συγκλονιστικό Μάικλ, αποκρύπτοντας τεχνηέντως το γεγονός πως διέθετε το κορυφαίο supporting cast στα χρονικά του ΝΒΑ.

Έχουμε και λέμε: Σκότι Πίπεν- κορυφαίος αμυντικός στο ΝΒΑ. Ντένις Ρόντμαν- κορυφαίος ριμπάουντερ στα χρονικά του ΝΒΑ. Στιβ Κερ- ο κορυφαίος σουτέρ εκείνη την περίοδο στο ΝΒΑ. Τόνι Κούκοτς- ο κορυφαίος 6ος παίχτης στο ΝΒΑ. Και, κερασάκι στην τούρτα, ο Φιλ Τζάκσον- ο κορυφαίος προπονητής στο ΝΒΑ.

Μόνος μου και όλοι σας, σωστά;

4) «Όταν έπαιζε ο Τζόρνταν το ΝΒΑ ήταν καλύτερο από ποτέ!»- Καλά, ποτέ: Υπάρχει η αίσθηση ότι πίσω στα τέλη των 80s και μέχρι το 1998 που ο MJ αποσύρθηκε για δεύτερη (προσωρινά και πάλι…) φορά, το ΝΒΑ βρισκόταν στα καλύτερά του, οι ανταγωνιστικές ομάδες ήταν περισσότερες κι από τις πολιτείες της Αμερικής και ότι ο Μάικλ τα έβαζε με ταλαντούχους θεούς και μπασκετικούς δαίμονες.

Αυτά λέει ο μύθος. Γιατί στην πραγματικότητα από το 1989 έως το 1996 το NBA «εισήγαγε» 6 νέες ομάδες (Heat, Hornets, Timberwolves, Magic, Raptors, Grizzlies) πηγαίνοντας από τις 23 στις 29.

Όπως κάθε “expansion team”, κι αυτές τα πρώτα τους χρόνια δε βλέπονταν και είχαν losing record, ενώ το 1998- στο 6ο και τελευταίο πρωτάθλημα των Bulls, δηλαδή- το ΝΒΑ ήταν τόσο κακό που 6 ολόκληρες ομάδες είχαν από 20 και κάτω νίκες: Raptors 16-66, Nuggets 11-71, Grizzlies 19-63, Warriors 19-63, Clippers 17-65, Mavericks 20-62.

Όχι ακριβώς ο λάκκος των πορτοκαλί λεόντων που έχουμε όλοι στο μυαλό μας, έτσι δεν είναι;

5) «Χωρίς αυτόν οι Bulls ήταν ένα τίποτα»- Ένα υπέροχο τίποτα, όμως…: Θα έπρεπε- διάολε, μιλάμε για τον κορυφαίο όλων των εποχών, άρα θα έπρεπε. Το 1993 μετά την επικράτηση επί των Suns ο Τζόρνταν ανακοίνωσε πως αποχωρεί από την ενεργό δράση.

Η λογική λέει, λοιπόν, πως έχοντας χάσει τον κορυφαίο σου παίχτη- τον, για να μη ξεχνιόμαστε, GOAT-, την επόμενη σεζόν πρέπει να «βυθιστείς». Ξέρετε ποιο ήταν το ρεκόρ των Bulls με τον Τζόρνταν τη σεζόν 1992-1993; 57-25.

Πόσο πιστεύετε ότι έκαναν οι «Ταύροι» χωρίς αυτόν την επόμενη χρονιά; 1-81; 3-79; 11-71; Κοντά πέσατε: 55-27, μόλις δύο λιγότερες νίκες και βελτιώνοντας, μάλιστα, την άμυνά τους (δέχονταν 106 πόντους το 1993 και πήγαν στο 102.6 το 1994).

Όχι και άσχημα για ομάδα που έχασε τον υποτιθέμενο κορυφαίο αμυντικό της και τον αδιαμφισβήτητο MVP της…

Πληροφοριακά- κι έτσι, για την ίντριγκα- όταν έφυγε ο Λεμπρόν από τους Cavs το 2010, το Cleveland έκανε 42 λιγότερες νίκες το 2011.

6) Τα μεγαθήρια των τελικών δεν ήταν, τελικά, και τόσο θηριώδη: «6 στα 6, χωρίς να χάσει ποτέ σε τελικούς και παίρνοντας σπίτι του το βραβείο του πολυτιμότερου παίχτη ΚΑΙ τις 6 φορές»- η μία όψη του φεγγαριού.

Η έτερη, η σκοτεινή, λέει πως οι Lakers του 1991 είχαν ένα «παρηκμασμένο» Μάτζικ, έναν τσακισμένο Γουόρθι και Κούπερ- Τζαμπάρ (πυλώνες των επιτυχιών των 80s) δεν έμεναν πια εκεί.

Οι Blazzers του 1992 είχαν μεν τον υπέροχο Κλάιντ Ντρέξλερ, όμως ξεκινούσαν βασικοί οι Τζερόμ Κέρσι και Κλίφορντ Ρόμπινσον- παίχτες σούπερ για τον Παπάγου, όχι, όμως, για ομάδα που διεκδικεί το στέμμα του ΝΒΑ.

Το Phoenix το 1993 διέθετε τον (ΜVP της σεζόν, τότε) Τσαρλς Μπάρκλεϊ από τη μία, όμως με σέντερ Μαρκ Γουέστ και λαβωμένο Κέβιν Τζόνσον δεν ερωτοτρόπησε κανείς.

Το Seattle το 1996 πέραν του διδύμου Πέιτον- Κεμπ (των τεράστιων προβλημάτων ο δεύτερος με αλκοόλ, καταχρήσεις κτλ) δεν είχε τίποτα σπουδαίο να επιδείξει, ενώ οι Jazz (1997-1998) ήταν σαφέστατα η καλύτερη ομάδα που αντιμετώπισε ποτέ ο Τζόρνταν σε τελικούς, όμως δεν είχαν ούτε έναν defensive- stopper πέραν του Μαλόουν. Αν έπαιζε ακόμα, φερ’ ειπείν, ένας παίχτης σαν τον Μαρκ Ίτον στην ομάδα…

Συνελόντι ειπείν, ο Τζόρνταν ουδέποτε μπήκε ως αουτσάιντερ στους τελικούς για ν’ αναγκαστεί ν’ ανατρέψει τα δεδομένα.

Ήταν παντού και πάντοτε το φαβορί (μ’ εξαίρεση, ίσως, το 1998).

7) Η μέθοδος «κάτω από το χαλί»: Επειδή είναι ο Μάικλ, λένε «Έχει βάλει 25 game winning shots»- κανείς δε λέει, όμως, ότι μπορεί να έχει βάλει 25 νικητήρια καλάθια, αλλά έχει χάσει 26 σουτ που θα μπορούσαν να χαρίσουν τη νίκη στην ομάδα του.

Λένε «Δούλεψε πάρα πολύ στο σουτ του κι έφτασε να είναι ένας αρκετά αξιόπιστος σουτέρ»- κανείς δε λέει ότι ο Τζόρνταν έχει κάτω από 50% στα δίποντα και μόλις 32% στα τρίποντα στην καριέρα του.

Λένε «Έβαλε 45 πόντους και το νικητήριο καλάθι στον 6ο τελικό του 1998! Έπαιζε με ίωση κι έβαλε 38! Σκόραρε 6 τρίποντα σ’ ένα ημίχρονο στους τελικούς!»- κανείς δε λέει «Είχε 6/19 σουτ στο ματς που θα κλείδωνε τον τίτλο το 1996» ή «Στο 4ο ματς κόντρα στην Utah το 1997 είχε 11/27 σουτ και μόλις 22 πόντους».

Η- ας το πούμε χονδροειδώς- «προπαγάνδα» υπέρ του MJ (που έχει τις ρίζες της στην… Nike και την «απελπισία» του ΝΒΑ να βρει το νέο του βασιλιά βλέποντας την πτώση Μπερντ- Μάτζικ) ήταν τέτοια που οτιδήποτε καλό κι αν έκανε ο Μάικλ παρουσιαζόταν σαν ο 13ος άθλος του Ηρακλή, ενώ στα (αρκετά, είναι η αλήθεια- αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά) αρνητικά του το σφύριγμα αδιαφορίας ήταν τόσο εκκωφαντικό που σου τρυπούσε τ’ αυτιά.

Έι, GOAT, μήπως δεν ήταν έτσι;

Κάπου εδώ, λοιπόν, η προσπάθεια «τσαλακώματος» του AIR σταματά. Ο 54χρονος Μάικλ μπορεί να είχε πάντα τα media στο πλευρό του και να τον αποθέωναν ακόμα κι όταν ανάσαινε με αποτέλεσμα να φαίνεται λιγάκι υπερτιμημένος, όμως…

Όμως, ακόμα κι έτσι, η μία και αναντίρρητη αλήθεια δεν αλλάζει: ο θρόνος του κορυφαίου παίχτη όλων των εποχών στο μπάσκετ έχει επάνω του αφημένη μία λευκή/ κόκκινη φανέλα μ’ ένα όνομα κι από κάτω έναν αριθμό.

Γράφει: