«Δεν θα ζούσα στο νοίκι…»: Το μεγάλο παράπονο του Μάνου Ελευθερίου που τον βασάνιζε ως την τελευταία του μέρα

«Ένας γραφιάς που ανακάτωνε το μελάνι με το αίμα που κυλάει στις φλέβες, γι’ αυτό και τα γραπτά του έχουν θερμοκρασία σώματος, συχνά πυρετική»

Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Νίκος Αναγνωστάκης τον Μάνο Ελευθερίου. Τον μεγάλο Έλληνα ποιητή, στιχουργό και πεζογράφο, ανάμεσα σε άλλα, που παρά την επιτυχία του έφυγε με ένα παράπονο από αυτόν τον μάταιο κόσμο.

Ο χαρακτηρισμός «γραφιάς» ίσως είναι ο μόνος με τον οποίο μπορεί κανείς να συνοψίσει τη σχέση του Μάνου Ελευθερίου με την αποτύπωση σκέψεων και συναισθημάτων ή επιθυμιών και την μετατροπή τους σε λέξεις. Επεδίωκε συνεχώς μια εξωτερίκευση και ο γραπτός λόγος του έδινε τα μέσα για να το πετύχει, ανεξάρτητα από το είδος και τον τρόπο γραφής.

Πλέον στεκόμαστε στην ιδιότητα του ποιητή, όπως μαρτυρούν και οι 27 ποιητικές συλλογές που εξέδωσε… Για την πρώτη, το 1962, είχε ο ίδιος χρηματοδοτήσει την έκδοσή της και κάπως έτσι τυπώθηκε ο «Συνοικισμός». Έβαλε τα χρήματα μέσα από την τσέπη του, δίχως το έργο του να γνωρίσει επιτυχία.

Έτσι δεν άργησε να περάσει και στην δισκογραφία μέσω της στιχουργικής, με την συνεργασία του με συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Χρήστος Λεοντής να θέτει τις βάσεις ώστε να καθιερωθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους στιχουργούς στην Ελλάδα. Από εκεί και πέρα ακολούθησαν Νικολόπουλος, Ανδριόπουλος, Ξαρχάκος, Μικρούτσικος, Κουγιουμτζής, Μαρκόπουλος, Σπανός, Μούτσης και πιο πριν Κηλαηδόνης, Νικολόπουλος και Γκαϊφύλλιας.

Εκείνη την εποχή, ό,τι έδινε ο Μάνος Ελευθερίου στα χέρια ενός σπουδαίου συνθέτη γινόταν κάτι παραπάνω από επιτυχία. Όχι κάποιο «σουξέ» ή τραγούδι που απλά έμεινε και ακούγεται ακόμα, αλλά πραγματικούς ύμνους και κομμάτια αιώνια και άφθαρτα στο πέρασμα του χρόνου.

Ο τίτλος του παραπάνω τραγουδιού ήταν και ο ίδιος που επιλέχτηκε για το βιβλίο «Μαλαματένια Λόγια» (εκδόσεις Μεταίχμιο). Μια αυτοβιογραφική αφήγηση του Μάνου Ελευθερίου στους Σπύρο Αραβανή και Ηρακλή Οικονόμου, μέσα από συναντήσεις που διήρκησαν τρία χρόνια τα πρωινά της Κυριακής στο σπίτι του, στο Ψυχικό.

Λέει εκεί σε ένα απόσπασμα: «Θυμάμαι ότι έφευγα από το σχολείο και πήγαινα σπίτι μου για να γράψω το ίδιο ποίημα εκατό φορές. Είχα ανακαλύψει πώς να γράφω το ίδιο πράγμα με διαφορετικούς τρόπους, κάτι που μου έμεινε σε όλη μου τη ζωή». Μια «ομολογία» ουσιαστικά του πόσο παθιασμένος υπήρξε με το γράψιμο, αλλά και πόσος λεπτολόγος και αυστηρός με τον ίδιο του τον εαυτό.

Το ίδιο πάθος και μεράκι είναι που τον οδήγησε να εκφραστεί και με άλλους τρόπους γραπτού λόγου. Οι 27 ποιητικές συλλογές και τα περισσότερα από 400 τραγούδια για τα οποία έγραψε τους στίχους δεν είναι η μόνη «κληρονομιά» που άφησε πίσω του. Έγραψε ακόμη πέντε μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τρία διηγήματα, δύο θεατρικά έργα, παιδικά βιβλία, λευκώματα, ενώ συμμετείχε και σε δουλειές τρίτων.

Ο επί σειρά ετών φίλος του, Νίκος Αναγνωστάκης, στο βιβλίο του «Ψίθυροι από μελάνι» (εκδόσεις Όγδοο) αφιερώνει ένα μέρος του στον Μάνο Ελευθερίου. Εκεί κάνει και μια ξεχωριστή αναφορά σε σκέψεις του σπουδαίου διανοούμενο τις οποίες δεν είχε εξωτερικεύσει, παρά το γεγονός ότι συχνά-πυκνά ήταν καλεσμένος σε εκπομπές στην τηλεόραση, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε και ήταν παραγωγός ραδιοφώνου.

Γράφει, λοιπόν, ο Νίκος Αναγνωστάκης για το παράπονο του Μάνου Ελευθερίου, μετά από τόσα και τόσα και παρά την καθολική αναγνώριση από τους πάντες, πώς ήταν δυνατόν εκείνος να μένει στο… νοίκι!

«Τότε θυμήθηκα για άλλη μια φορά το μεγάλο παράπονο του Μάνου, που το πήρε μαζί του φεύγοντας. Όλοι τον ρωτούσαν, του μιλούσαν και του αφιέρωναν εκπομπές για τα τραγούδια που έγραψε. Το κυρίως θέμα των εκπομπών ήταν η ‘’Μαρκίζα’’, τα ‘’Παραπονεμένα λόγια’’, ‘’Το τρένο φεύγει στις οκτώ’’ και άλλα διαμάντια του. Μεγάλα στιχουργήματα αναμφισβήτητα που δημιούργησαν συγκινητικές και μεγαλειώδεις στιγμές σε στάδια, σε μουσικές σκηνές, σε συναυλίες, σε ανοιχτούς ή κλειστούς χώρους.

Μου είχε πει κάποτε: ‘’Αν είχα σε ευρώ, τα εκατομμύρια ανάματα αναπτήρων στις συναυλίες, στο άκουσμα του τραγουδιού Παραπονεμένα Λόγια, θα ήμουν πλούσιος και δεν θα ζούσα στο νοίκι. Ο Μάνος δεν ομολογούσε δημόσια την πικρία του. Δεν μπορεί όμως επειδή εκείνος, από ευπρέπεια δεν μιλούσε γι’ αυτήν, να κάνουμε εμείς ότι την αγνοούμε. Είναι ένας μεγάλος ποιητής και λογοτέχνης με τεράστιο ποιητικό, πεζογραφικό και θεατρικό έργο. Άλλωστε και η δική του προοπτική και προτεραιότητα ήταν η ποίηση και η λογοτεχνία και όχι μόνο για βιοποριστικούς λόγους.

Θα ήθελα να πω στους φίλους μου, να ψάξουν μέσα στο έργο του Μάνου και να ανακαλύψουν τη λογοτεχνική γοητεία της μυθοπλασίας του, μέσα από μια γλώσσα πυκνή και διάφανη που δεξιώνεται την απώλεια και την ματαίωση, όχι μέσα από τυχαία περιστατικά αλλά μέσα από ένα προγεγραμμένο πεπρωμένο όπου μόνο η δικαίωση γλυκαίνει τον άνθρωπο»