Γνωστό «βαρύ» χέρι σε πολλές ταινίες του ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Για τις ανάγκες βέβαια των ρόλων που ενσάρκωσε, αν και αρκετά από τα χαστούκια του ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Για να ξεφύγεις από τα… χτυπήματα έπρεπε να ξέρεις από πολεμικές τέχνες, όπως συνέβη και με τον κινηματογραφικό … γιο του!
Ο λόγος προφανώς για τον Παύλο Λιάρο. Ο οποίος αν και έπαιξε σε δεκάδες φιλμ, έμεινε ταυτισμένος στο μυαλό του κοινού με τον Κίμωνα Πετρόχειλο. Τον γιο του πλοιάρχου και διευθυντή της Ακαδημίας Ναυτικού, Λεωνίδα Πετρόχειλου.
Φυσικά δεν αναφερόμαστε σε υπαρκτά πρόσωπα, αλλά στους πρωταγωνιστές της ταινίας «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι», στο βασικό ρόλο του οποίου βρίσκουμε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Σύμφωνα με το σενάριο, πρόκειται για έναν χήρο με τρία παιδιά, στη ζωή του οποίου όλα αλλάζουν όταν εισέρχεται σε αυτήν η Μάρω Κοντού. Αρχικά προσλαμβάνεται ως οικονόμος αλλά δεν αργεί να υπάρξει το σχετικό ειδύλλιο ανάμεσα σε ένα από πιο κλασικά κινηματογραφικά ζευγάρια.
Αλλά ας επιστρέψουμε στα τρία… τέκνα, δηλαδή τους κανακάρηδες. Ο Παύλος Λιάρος ήταν αυτός που επιλέχθηκε για το ρόλο του μεγαλύτερου. Θεωρητική ήταν ένας φοιτητής ιατρικής, αλλά παθολογικός τεμπέλης. Προτιμούσε να… κοπροσκυλιάζει και να κάνει αβίωτη τη ζωή του πατέρα του, συνεπικουρούμενος από τα αδέλφια του, Αντρέα και Μπάμπη.
Για τον τελευταίο κλασική είναι η εικόνα του να τριγυρνά με… μοτοσακό στο σπίτι, αν και αυτό που μένει περισσότερο από όλα από την ταινία είναι κάτι άλλο. Η ατάκα του μεγάλου γιου, όταν ο πατέρας ζητά από τους γιους του ένα ποτήρι νερό…
Τότε είναι που ο Κίμων απαντά το περίφημο: «Τράβα ρε πατέρα να πιεις μόνος σου νερό και φέρε και σε μένα ένα ποτήρι»!
Αυτή η ατάκα και ο συγκεκριμένος ρόλος καθόρισε τον Παύλο Λιάρο, αν και έπαιξε συνολικά σε 33 ταινίες. Παρόλα αυτά παρέμεινε πάντα «ο γιος του Κωνσταντάρα», με τον οποίο βέβαια συνεργάστηκαν κι άλλες φορές. Ωστόσο εκείνη στον «Στρίγγλο» του έμεινε αξέχαστη και λόγων των… χαστουκιών που μοίραζε ο κινηματογραφικός του μπαμπάς!
Σε συνέντευξή του στην Espresso, θυμάται χαρακτηριστικά: «Όταν μπήκε μέσα στα πλατό και είδα πώς μοίραζε τις σφαλιάρες με κάτι χέρια σαν φτυάρια, κατάλαβα ότι δεν θα γλιτώσω εύκολα. Προσπαθούσα να πάρω λοιπόν τα μέτρα μου και να αποφύγω τις σφαλιάρες του, γιατί, έτσι και με πετύχαινε, θα ήμουν κουφός μήνες. Όταν πήγαινε να μου ρίξει μία, την απέφευγα επειδή ήξερα από πολεμικές τέχνες.
Σε κάποια φάση όμως, ενώ ο Λάμπρος βολτάρει μέσα στο σπίτι και χωρίς να λέει κάτι το σενάριο, γυρίζει στα καλά καθούμενα και μου ρίχνει μία, που ήταν όλη δική μου. ‘’Όχι θα μου τη γλίτωνες’’, μου είπε».
Ο γεννημένος στην Αθήνα το 1943 ηθοποιός σπούδασε υποκριτική στη Σχολή Κ. Μιχαηλίδη. Είκοσι χρόνια αργότερα έκανε το ντεμπούτο του ρόλο του Ηλία στην ταινία «Το κάθαρμα» σε σκηνοθεσία Νίκου Φώσκολου.
Η καριέρα του στη μεγάλη οθόνη ολοκληρώθηκε το 1979, με το φιλμ «Τζακ ο καβαλάρης», ενώ σε αυτό το διάστημα είχε μερικές ξεχωριστές ερμηνείες. Αναφέρουμε ενδεικτικά «Τρελά κορίτσια, απίθανα αγόρια», «Αγάπησα έναν προδότη», «Δύο πόδια σ’ έναν παπούτσι», «Ο τζαναμπέτης», «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω», «Γαβριέλα, η αμαρτωλή της Αθήνας», «Κατηγορώ την κοινωνία», «Λολίτες της Αθηνάς», «Υποβρύχιον Παπανικολής» και «Καλάβρυτα 1821».
Παράλληλα ασχολήθηκε και με την τηλεόραση όπου ανάμεσα σε άλλα τον συναντάμε σε παραγωγές όπως «Λέσχη μυστηρίου: Επικίνδυνη νύχτα», «Οι προστάτες του νόμου», «Ποιος είναι ο ένοχος» και «Υποψίες».
Έγραψε σενάρια, βιβλία, ενώ υπήρξε και σκηνοθέτης την δεκαετία του 1980 γυρίζοντας ορισμένα ντοκιμαντέρ και κάποιες βιντεοταινίες.