Πρόκειται για μία από αυτές τις θλιβερές ιστορίες που σαν διαβάζεις, σαν μαθαίνεις, νιώθεις αμέσως ένα βάρος να πλακώνει τη ψυχή σου. Τόσος πόνος, τόση κακοτυχία, δεν μπορείς να το προσεγγίσεις αδιάφορα, και από σίδερο να ‘σαι. Μια τραγουδίστρια που ελάχιστοι θυμούνται πλέον, καθώς οι ατυχίες της ζωής, της έκοψαν τη δυνατότητα να «ανθίσει» όσο θα μπορούσε και έπρεπε βάσει ταλέντου. «Χαντακώθηκε» από έναν άνδρα που την εκμεταλλεύτηκε και της φέρθηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.
Κι όμως, όλα είχαν αρχίσει πολύ διαφορά, πολύ υποσχόμενα. Το Μανταλενάκι. Έτσι την έλεγε, χαϊδευτικά, ο Γιώργος Ζαμπέτας που την είχε αγάπη, μεγάλη και ήταν αυτός που την ανακάλυψε όταν ήταν μόλις 16 ετών. Μαγεύτηκε αμέσως από τη φωνή της. Κατερίνα Μπότση. Αυτό ήταν το πραγματικό της όνομα, Μανταλένα ήταν το καλλιτεχνικό της. Το όνειρό της ήταν να γίνει τραγουδίστρια, από πολύ μικρή το κυνηγούσε.
Ο Ζαμπέτας της έδωσε την ευκαιρία. Την έκανε παρτενέρ του. Στα «Ξημερώματα», στο «Παλατάκι» και σε πολλά ακόμα νυχτερινά κέντρα, πάντα δίπλα του, στο πάλκο μαζί. Από το 1963 ως το 1974 κράτησε αυτή η επαγγελματική σχέση. Οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. «Άκου τ’ αηδόνια», «Πόρτα κλειστή τα χείλη σου», «Εδώ αρχίζει μια ζωή», «Γεια σου φίλε» ενώ την είδαμε και σε αρκετές ελληνικές ταινίες, «Σήκω χόρεψε συρτάκι», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Πάρε κόσμε», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Ο Παραμυθάς»…
Η Μανταλένα ήταν πλέον διάσημη, πετυχημένη. Άρχισαν και οι εμφανίσεις στο εξωτερικό. Βέλγιο, Σερβία, Καναδάς. Όμως αυτό το τελευταίο τουρ έμελλε να αποδειχθεί η καταστροφή της, όπως μαθεύτηκε χρόνια αργότερα, μέσα από την αυτοβιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα που τα διηγήθηκε. Γνώρισε έναν μπουζουξή, σύναψαν ερωτική σχέση και έμεινε έγκυος. Εκείνος όμως αποδείχθηκε σκάρτος άνθρωπος. Την εξανάγκασε να μείνει και να γεννήσει στη χώρα της βορείου Αμερικής για να δώσει το παιδί αμέσως μετά για υιοθεσία. Υπό καθεστώς ασφυκτικής ψυχολογικής πίεσης, η Μανταλένα το έκανε. Αμέσως το μετάνιωσε και δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει.
Για χρόνια την έτρωγε το μαράζι, σαν σαράκι. Έκανε τα πάντα για να βρει ξανά το παιδί της, μάταια. Και μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, έφυγε από τη ζωή προδομένη από την καρδιά της. Ήταν μόλις 41 ετών, ήταν – τραγική ειρωνεία – ανήμερα της γιορτής της, 25 Νοεμβρίου του 1988 (της Αγίας Αικατερίνης) έγραφε το ημερολόγιο. Εκείνη όμως είχε πάψει αρκετά χρόνια να γιορτάζει, από εκείνες τις μέρες στον Καναδά. Την βρήκε νεκρή ο άντρας της (είχε παντρευτεί στο μεσοδιάστημα), γυρνώντας από το μαγαζί που είχε πάει να αγοράσει γλυκά για να κεράσει…
Τα προηγούμενα χρόνια είχε προσπαθήσει να κάνει σόλο καριέρα στο τραγούδι, το 1980 μάλιστα είχε βγάλει και δίσκο (με τίτλο «Μ’ Αρέσεις Πολύ»). Είχε περιοριστεί σε εμφανίσεις σε μικρά μαγαζιά, ενώ και με τον Ζαμπέτα δεν μιλούσαν πια, είχαν τσακωθεί.
Ο μεγάλος μας τραγουδοποιός δεν την ξέχασε ποτέ όμως, την είχε πάντα στην καρδιά του. Στην αυτοβιογραφία του της αφιέρωσε πολλές λέξεις. Ήταν το δικό του «μνημόσυνο». Ο τρόπος του να πει «αντίο» σε μια τραγουδίστρια που αν οι συνθήκες της ζωής της ήταν διαφορετικές, θα μπορούσε σήμερα να έχει εντελώς άλλη θέση στα βιβλία της ελληνικής μουσικής ιστορίας.