Στις 30 Μαρτίου του 1981 ο Τζον Χίνκλι ήξερε πως είχε φτάσει πια το πλήρωμα του χρόνου. Θα δολοφονούσε τον Ρόναλντ Ρίγκαν, τον νεοεκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ και επιτέλους εκείνη θα τον αντιμετώπιζε ως ίσο.
Γέμισε το ρεβόλβερ του με σφαίρες devastator, από αυτές που εκρήγνυνται μέσα στο σώμα του θύματος, μπήκε σε ένα ταξί και έφτασε στο Χίλτον της Ουάσινγκτον, εκεί που ο Ρίγκαν εκφωνούσε την ομιλία του. Πέρασε μέσα από το πλήθος των φωτορεπόρτερ και άνοιξε πυρ. Μία από τις σφαίρες εξοστρακίστηκε στην προεδρική θωρακισμένη λιμουζίνα πετυχαίνοντας τον Ρίγκαν κοντά στην καρδιά και προκαλώντας του διάτρηση πνεύμονα.
Ωστόσο, ο πρόεδρος αναρρώνει γρήγορα, υποστηρίζοντας πως είναι θέλημα Θεού να ζήσει και να συνεχίσει το έργο του. Σοβαρότερα τραυματίστηκε ο εκπρόσωπος τύπου της αμερικανικής προεδρίας, Τζέιμς Μπρέιντι, που χτυπήθηκε στο κεφάλι με αποτέλεσμα να παραλύσει η αριστερή πλευρά του σώματός του.
Οι άλλες σφαίρες τραυματίζουν δυο από τους σωματοφύλακες του προέδρου.
Ο Χίνκλι δεν προσπάθησε να διαφύγει και συνελήφθη στον τόπο του εγκλήματος. Οι αστυνομικοί βρήκαν στο ξενοδοχείο του το γράμμα που έγραψε πριν την επίθεση για εκείνη, την ηθοποιό Τζόντι Φόστερ, με την οποία είχε αποκτήσει εμμονή.
«Τους τελευταίους εφτά μήνες σου άφησα δεκάδες ποιήματα , γράμματα και ερωτικά μηνύματα ελπίζοντας πως θα σε κάνω να ενδιαφερθείς για μένα. Μολονότι σου μίλησα στο τηλέφωνο μια δυο φορές ποτέ δεν είχα το θάρρος να σε πλησιάσω. Ο λόγος που προχωρώ σε αυτή τη δολοφονία είναι επειδή δε μπορώ να περιμένω άλλο. Πρέπει κάτι να κάνω τώρα για να δεις ξεκάθαρα πως όλα αυτά τα κάνω για σένα… Τζόντι, σε παρακαλώ να κοιτάξεις στην καρδιά σου και να μου δώσεις τουλάχιστον μια ευκαιρία με αυτή την ιστορική ενέργεια να κερδίσω την αγάπη και την εκτίμησή σου. Σ᾽ αγαπώ για πάντα».
Τίποτα στα παιδικά και μαθητικά χρόνια του Τζόν Χίνκλι δεν μαρτυρούσε την πορεία που θα έπαιρνε η ζωή του. Γεννημένος το 1955 στην Οκλαχόμα από εύπορη οικογένεια αποτελούσε πρότυπο γιου. Πρόεδρος της τάξης του, αρχηγός της ομάδας ράγκμπι του σχολείου του, με έφεση στα αθλήματα, ο γιος που κάθε γονιός θα διάλεγε για παιδί του…
Μέχρι που το 1975 παρατάει ξαφνικά το κολέγιο για να κυνηγήσει στο Λος Άντζελες το όνειρό του, να γράφει τραγούδια. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει. Εκείνη την εποχή μπαίνει στη ζωή του ο Τράβις Μπικλ που θα αποτελέσει το πρότυπό του, αυτόν από τον οποίο παίρνει δύναμη, αυτόν στον οποίο προσπαθεί να μοιάσει.
Το πρόβλημα είναι πως ο Τράβις δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ήταν απλά ένας ρόλος, ο ρόλος του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον Ταξιτζή. Ο Χίνκλι βλέπει και ξαναβλέπει την ταινία, ακούει και ξανακούει το σάουντρακ. Αρχίζει να ντύνεται όπως ο Τράβις με στρατιωτικά γιλέκα και μπότες και στέλνει γράμματα στους δικούς του περιγράφοντας τη σχέση του με την Λιν Κόλινς, την πανέμορφη φιλενάδα του, που όμως όπως και ο Τράβις στην ταινία την είχε πλάσει στη φαντασία του… Μέχρι που λίγο αργότερα θα ερωτευτεί παράφορα την Άϊρις την ανήλικη πόρνη, που έπαιζε η Τζόντι Φόστερ στην ταινία.
Αρχίζει πλέον να μπλέκει επικίνδυνα τις φαντασιώσεις του με την πραγματικότητα. Ο 25χρονος τότε Χίνκλι θα αναζητήσει την ηθοποιό που εκείνη την εποχή παρακολουθούσε μαθήματα στο Γέιλ και θα γίνει η σκιά της . Κάθε μέρα της άφηνε γράμματα, μηνύματα , της τηλεφωνούσε μόνο και μόνο για να ακούσει τη φωνή της κι όταν εκείνη του είπε πως δεν θέλει να τον ξανακούσει το αποφάσισε. Θα έκανε ότι και ο Τράβις στην ταινία που επιχείρησε να δολοφονήσει έναν υποψήφιο πρόεδρο . Μόνο που εκείνος θα δολοφονούσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ και -δεν μπορεί- θα κέρδιζε την αγάπη της.
Στη δίκη του Χίνκλι οι συνήγοροι υπεράσπισης έβαλαν τους ενόρκους να παρακολουθήσουν την ταινία «ο Ταξιτζής» καθώς και τις αντιδράσεις του Χίνκλι όση ώρα έπαιζε το βίντεο. Το δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν ποινικά υπεύθυνος για τις πράξεις του λόγω ψυχασθένειας, γι’ αυτό και διατάχθηκε η κράτησή του στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Σέντ Ελίζαμπεθς , από όπου πήρε εξιτήριο, το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου του 2016 , 35 χρόνια μετά τον εγκλεισμό του.
Η δικαιοσύνη ενέκρινε την απελευθέρωσή του με αυστηρούς περιοριστικούς όρους κρίνοντας πως πλέον δεν αποτελεί κίνδυνο για τον εαυτό του και την κοινωνία.