Αν σταματήσετε να ντριμπλάρετε την μπάλα στο παρκέ και κάνετε ησυχία, μπορείτε κι εσείς να το δείτε να συμβαίνει, σχεδόν, μπροστά στα μάτια σας: ο Θεός- μέγας λάτρης του μπάσκετ απ’ τα μικράτα του- επιλέγει τον εκλεκτό του και τον προικίζει με (δεδομένου του ποιος είναι) θεόσταλτο ταλέντο προκειμένου να κλέψει τις καρδιές των πάντων και να μην τις γυρίσει ποτέ ξανά πίσω. Αυτός, για την εποχή των late 80s-αρχών των 90s, δεν ήταν άλλος από το Νίκο Γκάλη.
Έπειτα, ρίχνει στο καζάνι του ίσες ποσότητες ικανότητας και ψυχής και δημιουργεί τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Πειραματίζεται μ’ έναν υπερταλαντούχο, αλλά ελαφρώς τεμπέλη (Φάνης Χριστοδούλου), δημιουργεί έναν παίκτη με τα χαρακτηριστικά- και τα ελαττώματα- μιας αράχνης (Παναγιώτης Φασούλας), «κατασκευάζει» έναν σεσημασμένο σουτέρ με καρδιά χιλίων λεόντων (Μπάνε Πρέλεβιτς) και για το τέλος, έχοντας ξοδέψει σχεδόν όλο το μπουκαλάκι με το ταλέντο αλλά διατηρώντας αρκετό ακόμα σ’ αυτό με τα σωματικά προσόντα και το πείσμα, αποφασίζει να κάνει λίγο και το χαβαλέ του (είναι πολύ δύσκολο να είσαι ένας σοβαρός Θεός 24/7).
Γι’ αυτό, φτιάχνει έναν τύπο 211 εκατοστών, με φάτσα που παραπέμπει ευθέως σε μποξέρ που έχει ανέβει στο ρινγκ με τον Μοχάμεντ Άλι κι έχει επιβιώσει (κοινώς «δεν μπλέκεις»), κομματάκι άτεχνο, του χαρίζει ένα συμπαθητικό σουτάκι από τα 3-4 μέτρα (ενίοτε το επιχειρούσε κι από πιο μακριά, δυστυχώς με τραγικές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό), του αναθέτει το ρόλο του αμυντικού εξολοθρευτή και στο τέλος, σαν ένα θεϊκό κλείσιμο του ματιού, του δίνει ένα όνομα που φέρνει στο νου άμεσα το μπασκετικό «τσεκούρι»- τον αποκαλεί «Χρήστο Τσέκο».
Ο Χρηστάρας, λοιπόν, μετά από το ξεκίνημα στον Πανελλήνιο κι ένα συμπαθητικό πέρασμα από τον Ηρακλή, ανοίγει τα φτερά του – προκειμένου να είναι σε πλήρη αρμονία με τον «Δικέφαλο»- και μεταγράφεται το 1992 στον ΠΑΟΚ, ούτως ώστε να φανεί συνεπής στο ραντεβού του με την ιστορία.
Γιατί, βλέπετε, ο Τσέκος μετατράπηκε σε… κοινωνικό φαινόμενο στη Θεσσαλονίκη των 90s, με τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ (και όχι μόνο, μιας και ήταν άκρως συμπαθητικός) να παραληρούν σε βαθμό φρενοβλάβειας κάθε φορά που τον έβλεπαν να πατάει το παρκέ.
Δεν είναι τυχαίο πως για πάρτη του δονούνταν το «Αλεξάνδρειο»- ή έδρα, δηλαδή, της ομάδας εκείνη την εποχή- με ευφάνταστα συνθήματα όπως το «Ω ντίρλαντα ντιρλάνταντα, ΠΑΟΚ ολέ ολέ/ μια ομαδάρα στο βορρά, ΠΑΟΚ ολέ ολέ/είναι ο ΠΑΟΚ ο θεός , ΠΑΟΚ ολέ ολέ, είν’ ο δικέφαλος αετός, ΠΑΟΚ ολε ολε/ Μες τη ρακέτα είναι ο Σάβιτς, ΠΑΟΚ ολέ ολέ/ τα στόρια έχει κατεβάσει, ΠΑΟΚ ολέ ολέ/ με Μπέρι και με Πρέλεβιτς, ΠΑΟΚ ολέ ολέ/ η μπάλα πια πως θα περάσει, ΠΑΟΚ ολέ ολέ, ο Μαματζιόλας σταθερός, ΠΑΟΚ ολέ ολέ/ κι ο Νάσος ο Γαλακτερός, ΠΑΟΚ ολέ ολέ/ Κόρφας, Μπουντούρης και Ρετζιάς, ΠΑΟΚ ολέ ολέ/ κι ο Τσέκος ο ΑΛΗΤΑΡΑΣ!»– με το «Αληταράς» να δοκιμάζει τις αντοχές του γηπέδου, μιας και οι οπαδοί στις εξέδρες προσπαθούσαν εμφανώς να ξεριζώσουν τις φωνητικές του χορδές.
Το κορυφαίο, ωστόσο, σύνθημα που είχε ακουστεί για πάρτη του Τσέκου είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, η οποία είχε κάνει έξαλλο τον Ίβκοβιτς που του είπε- σύμφωνα με τον αστικό μύθο- «για ένα ματς σε πήραμε κι εσύ πήγες και τράκαρες!»: η αρμάδα του Ντούντα, πιστεύοντας πως θα συναντήσει στο τέλος του δρόμου στο Πρωταθλητριών τη Ρεάλ, είχε χτιστεί με τέτοιο τρόπο προκειμένου ο Χρηστάρας ν’ αναλάβει το μαρκάρισμα του τεράστιου Άρβιντας Σαμπόνις. Στο F4 του Φαλήρου, όμως, τον Απρίλη του 1993 τη ζημιά την κάνει ο Στέφανο Ρουσκόνι της Μπενετόν, τον οποίον ο «Σοφός» σκόπευε να εξολοθρεύσει με τη χρήση του Τσέκου.
Όλα καλά μέχρι εδώ, όμως ο γίγαντας είχε… προλάβει να τρακάρει με το αυτοκίνητό του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ν’ αγωνιστεί. Πώς αντιμετώπισαν οι ΠΑΟΚτσήδες την απερισκεψία του Έλληνα σέντερ; Έτσι: «Βγαίνει περιφερειακό ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ/ γκαζώνει το παλιάμαξο ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ/ και ξαφνικά σε μια στροφή ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ/ τουμπάρει με την οροφή ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ/ απ’ τα συντρίμμια βγαίνει μόνος ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ/ δε βοηθάει ο τροχονόμος ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ/ είναι ατζαμής και τσαμπουκάς ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ/ο Τσέκος ο αληταράς!», ενώ το- ελαφρώς μακάβριο- σίκουελ του συγκεκριμένου τραγουδιού ήταν το «Τσέκο τρέχα περιφερειακό, μήπως και τρακάρεις με τον Βουλινό» (τον πρώην πρόεδρο της ομάδας, ο οποίος από ένα σημείο και μετά ήταν εξίσου συμπαθής με τον Χίτλερ στα μάτια των «ασπρόμαυρων» οπαδών).
Μπορεί, λοιπόν, να μην είχε το ταλέντο του Γκάλη, την ικανότητα του Γιαννάκη, το άστρο του Φάνη, την καρδιά του Μπάνε ή να μην έφτασε ποτέ να γίνει σέντερ ισάξιος του Φασούλα, όμως ο Χρήστος Τσέκος κατάφερε παρ’ όλ’ αυτά να γίνει ένα κινούμενο είδωλο στην μπασκετική Ελλάδα των 90s. Ο «Αληταράς» ήταν κάτι σχεδόν καινοφανές εκείνη την περίοδο και όσο αντιτουριστικό παρουσιαστικό είχε, τόσο αξιολάτρευτος υπήρξε. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποιος τον έφτιαξε.
Αλήθεια, ξέρετε να κάνει συχνά λάθη ένας Θεός;