Ημερολόγιο ενός τρελού: Στάθη μ΄ακούς, πολύ κωλόπαιδο ο καρκίνος...

Το μαρσάρισμα της μηχανής σταμάτησε για πάντα...

Ήταν 2 το μεσημέρι μιας Παρασκευής. Μιας ανώμαλης Παρασκευής. 21 Απριλίου. Μαύρη επέτειος. Από τότε πέρασαν 50 χρόνια κι ακόμα οι χαρακιές τσούζουν. Όμως εκείνη την ώρα κάτι άλλο ήταν που μου πήρε την προσοχή. Μια τσιριχτή φωνή ακουγόταν σε όλη την πλάση.

Άρχισα να τρέχω ο παλαβός σε όλα τα δωμάτια. Τίποτα. Τι έψαχνα ο τρελός; Αφού μόνος είμαι σπίτι. Μετά βγήκα στα μπαλκόνια. Η φωνή δυνάμωσε για λίγο. Κοίταζα κάτω μήπως με φωνάζει κάποιος. Τίποτα. Για μια στιγμή σκέφτηκα «κι αν είναι από πάνω;» σήκωσα το βλέμμα και πάλι τίποτα. Η φωνή εξακολουθούσε. Κάτι μου θύμιζε. Ήταν τσιριχτή, αντρική, μύριζε νοσοκομειακή ταγκίλα. Ανήκε στον Στάθη.

Μεγάλωσα στην δεκαετία του ’90. Δεν πρόλαβα να ζήσω τη «βαριά βιομηχανία» της προηγούμενης δεκαετίας. Το μόνο που πρόλαβα συνειδητά από εκείνον ήταν οι επιθεωρήσεις. Το Δελφινάριο. Τα σκετσάκια που έκανε τον Ρουβά και γύριζε τις ρώγες του. Τις σκηνές που σατίριζε το πόσο αδύνατος είναι.

«Με παίρνει ο αέεε…ρρρας» έλεγε με την μωρουδίστικη κασέτα της φωνής του. Μια περίεργη εκφορά του «ρ». Τα νούμερα μαζί με τον Σωτήρη Μουστάκα. Εκείνος έφυγε πριν από 10 χρόνια παρά κάτι βδομάδες. Ο κολλητός του, μικρότερος ων, τον ακολούθησε πριν λίγες ώρες.

Και οι δύο ήταν σύμβολα μιας εποχής. Ο Στάθης, ο μαλλιάς, το σκυλί που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει. Δεν δάγκωσε ποτέ. Γρύλιζε όταν ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δεν είναι αυτός ο λιανός που παριστάνει στους ρόλους του. Πώς θα μπορούσε διαφορετικά ένας τύπος που είχε στο πλάι του μια τόσο όμορφη γυναίκα; Γόης από εκεί που δεν το περιμένεις.

Από την κοιλιά της μάνας του είχε αποφασίσει να γίνει ηθοποιός. Από τα 6 του είχε μπει στο μονοπάτι. Μια χιουμοριστική γκραβούρα. Έτσι ήθελε να είναι. Δεν τον ένοιαζε να κάνει κάτι διαφορετικό τότε. Ήθελε να προσφέρει το γέλιο στον κόσμο. ναι, όταν τον έβλεπες ως Στάθη κι όχι ως κάποιο ρόλο του, τότε αντίκρυζες την σοβαρότητα και το βάθος του. Όπως συμβαίνει με όλους. Εκεί τοποθετούσε ο ίδιος τον εαυτό του. «Δεν είμαι μόνο εγώ που δούλεψα μικρός. Πάρα πολλά παιδιά σ’ αυτή τη ζωή, από 12-13 χρονών, ξεκινάνε να κάνουνε πάρα πολλές δουλειές. Έτσι, εγώ δεν ξεχωρίζω τον εαυτό μου, είμαι σαν όλα τα παιδιά που δούλεψαν από εκείνη την ηλικία. Δε νομίζω γενικά ότι διαφέρω από τα παιδιά της εποχής εκείνης» είχε πει στο Popaganda το 2016.

Ο Στάθης Ψάλτης ήταν γητευτής των συνηθειών. Έβλεπε την κάθε μέρα του ως συνήθεια και καλλιτεχνικά περπάτησε αυτό το μονοπάτι. Η συνήθεια γιγάντωσε περισσότερο τον μύθο του στην δική μου εποχή. Ένας καμικάζι που αγαπούσε την Κούλα, ένας τρελός μποξέρ που κάνει ό,τι θέλει, μια τροχονόμος Βαρβάρα, ένας ψηλός, λιγνός και τζέντλεμαν. 

Δεν ήταν διαχειριστής του είναι του. Το άφηνε να προχωρά όπως θεωρούσε την κάθε στιγμή. Έπαιξε στο Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Λιγνάδη το φθινόπωρο στο Πάνθεον. Έπαιξε στον Πλούτο του Αριστοφάνη. Θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα τέτοια. Όσα έκανε όμως ήταν παραπάνω από αρκετά.

Αν αυτή η κωλοαρρώστια είχε σώμα θα την χτυπούσαμε όλοι μέχρι να ξεψυχήσει. Αλλά φευ…Μπορούμε μόνο να πάμε σε ένα ραδιοφωνικό στούντιο και να φωνάζουμε: «Στάθη μ’ ακούς, πολύ κωλόπαιδο ο καρκίνος».

Ήταν τσιριχτή, αντρική, μύριζε γέλιο. Ανήκε στον Στάθη. Πάντα θα του ανήκει…