Σήμερα που μιλάμε ο Ντέιβιντ Μπέκαμ κλείνει τα 42 χρόνια του και η γενική πεποίθηση είναι πως αν ήθελε, θα μπορούσε ακόμη να παίζει ποδόσφαιρο. Δεν θα χρειαζόταν καν αθλητική περιβολή, σορτσάκια και φανέλες. Ένα καλό ζευγάρι εξάταπα, σαν εκείνα που του πέταξε κάποτε ο Άλεξ Φέργκιουσον πριν γίνει Σερ, θα ήταν αρκετό. Και μια μπάλα στημένη ιδανικά για το δεξί του πόδι. Μια απευθείας εκτέλεση φάουλ ή ένα σουτ, που θα έκανε ήρωα τον ίδιο ή μια συστημένη σέντρα για να κάνει μάγκα ένα συμπαίκτη του.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί είναι διχασμένοι με την περίπτωσή του. ΟΚ, συμφωνούμε πως ο Μπέκαμ είναι μεγάλος. Πόσο όμως; Σε ποιο ράφι μπορεί να τον κατατάξει η ιστορία; Τους έκανε όλους μάγκες με τις ασίστ του, μήπως όμως εκείνος κέρδισε περισσότερα από όσα έδωσε χάρις στη συνύπαρξή του με προικισμένους συμπαίκτες, σαν εκείνη την τρελοπαρέα που έγραψε ιστορία με τη Γιουνάιτεντ. Την καλύτερη όλων των εποχών. Τη δική του Γιουνάιτεντ. Αλλά και των Καντονά, Γκιγκς, Κιν, Σκόουλς και τόσων άλλων. Και –κυρίως– τη Γιουνάιτεντ του εκνευριστικού κυρίου με τη μόνιμη τσίχλα στο στόμα, που γκρίνιαζε συνέχεια, επηρέαζε διαιτητές, έκανε σμπαράλια το μυαλό και την ψυχολογία των αντιπάλων και τακτικά δεν έχει ταίρι. Του Σερ Άλεξ.
Όταν έφυγε από εκείνη την ομάδα, που για καιρό ήταν το πιο επιτυχημένο πρότζεκτ του κόσμου, προτίμησε να πάει σε μια άλλη που είχε την τάση να συλλέγει ό,τι πιο αστραφτερό υπήρχε εκεί γύρω. Και δίχως συζήτηση, ο Μπέκαμ διαθέτει εκείνη την αστερόσκονη που θα ταίριαζε με τη λάμψη των «γκαλάκτικος» της Ρεάλ Μαδρίτης. Αν μαζί με Ζιντάν, Φίγκο και τους υπόλοιπους σήκωνε ένα δεύτερο Champions League, ίσως οι αμφισβητίες να ήταν σήμερα λιγότεροι. Για την ποδοσφαιρική του αξία, πάντα. Σε ό,τι αφορά το brand της «μηχανής που κόβει λεφτά» μόνο και μόνο επειδή άλλαξε χτένισμα, ήταν απόλυτα επιτυχημένο βήμα.
Ο Μπέκαμ είναι το απόλυτο παράδειγμα που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να περιγράψει τι ακριβώς σημαίνει «υπεραξία». Οτιδήποτε σταθεί δίπλα του ή το αγγίξει, αποκτά αυτόματα λάμψη και υπόσταση μέσα από αυτόν. Ακόμη και η σύζυγός του, η Βικτόρια, που παρά το γεγονός ότι έφερε στον κόσμο τα παιδιά (του) αλλά και μετά τις αλλεπάλληλες πλαστικές, δύσκολα βγάζει από το δέρμα της τη… στάμπα της «τραγουδιάρας» των Spice Girls. Αν ήταν κάποια άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχε ξεκινήσει κάποιο κίνημα στη Γηραιά Αλβιόνα που θα υποστήριζε τον «Μπεκς» για διάδοχο του θρόνου. Σίγουρα θα είχε κυκλοφορήσει κάποια φήμη που να τον συνέδεε με την Λαίδη Νταϊάνα, της οποίας μοιάζει ο νόμιμος… κληρονόμος στη συνείδηση του κόσμου.
Για την ώρα ο Ντέιβιντ Μπέκαμ μοιάζει με κάτι σαν την Αντζελίνα Τζολί του ποδοσφαίρου. Τον φέρνεις πιο εύκολα στο νου για ένα σωρό άλλα πράγματα και δράσεις, παρά για τα κατορθώματά του στο χορτάρι. Αυτό όμως δεν συμβαίνει λόγω του ότι δεν ήταν πάρα πολύ καλός ποδοσφαιριστής ή αθλητής. Κάθε άλλο, μεγάλωσε μέσα στο σπορ. Υπήρξε γέννημα-θρέμμα της μπάλας, μα θα ήταν αδύνατο να χωρέσει εκεί μέσα. Επέλεξε την πορεία του και ως απόλυτος σταρ, είναι μοναδικό φαινόμενο. Η προσωπικότητα του δεν θα μπορούσε να περιοριστεί στην εικόνα που έβγαζε μέσα στο γήπεδο και ο τύπος δεν σταμάτησε ποτέ να αποδεικνύει πόσο γρήγορα το κατάλαβε αυτό. Προφανώς, το έθνος που πάθαινε και παθαίνει παράκρουση για κάθε κίνησή του, θα προτιμούσε να ήταν εκείνος που θα το οδηγούσε –επιτέλους- στο απωθημένο που αποκαλείται «world cup glory». Στέκεται, λοιπόν, σκεφτικό αφού τον έχει συνδέσει με εκείνη την αποβολή στο ματς με την Αργεντινή το ’98.
Αλλά επειδή μιλάμε για Άγγλους, είναι δεδομένο πως οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να ισορροπούν το σωβινισμό και το σνομπισμό τους με ισχυρή δόση αυτοσαρκασμού. Τόσο ισχυρή, που να τους επιτρέπει να αντιληφθούν ότι ούτε ο σπουδαίος Μπέκαμ δεν θα γινόταν να μετεξελιχθεί στον βασιλιά Αρθούρο της εθνικής που θα βγάλει από το βράχο το θρυλικό εξκάλιμπερ. Σε τελική ανάλυση, ο 42 ετών σήμερα πρώην ποδοσφαιριστής και νυν τα πάντα όλα, έχει φτιάξει μύθο που συναγωνίζεται στα ίσια αντίστοιχους εκείνου κι ας μην συγκρίνεται με παίκτες όπως ο Ρονάλντο ή ο Ζιντάν ως αξία. Απλά, οι επικριτές του οφείλουν να καταλάβουν πως εδώ μιλάμε για κάτι εντελώς διαφορετικό που δεν μπαίνε σε καμία ζυγαριά αφού δεν υπήρξε όμοιό του.
Πολλοί υπονόμευσαν την καριέρα τους με καταχρήσεις, σκάνδαλα και κακές συνήθειες. Ο Μπέκαμ εμπόδισε άθελά του το πέρασμα του στην ποδοσφαιρική αθανασία με το τόσο τέλειο μάρκετινγκ που έκανε στον εαυτό του. Κι έτσι κέρδισε κάτι μεγαλύτερο κι από αυτό. Το να διαμορφώσει και να συνεχίζει να διαμορφώνει την κουλτούρα μιας ολόκληρης εποχής. Της δική του.