Νόσος Λου Γκέρινγκ: Ο μοναδικός αντίπαλος που κατόρθωσε να λυγίσει τον Μπατιστούτα

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα υποστήριξε κάποτε πως ο Μπατιστούτα υπήρξε ο μεγαλύτερος σεντερ φορ που είχε δει. Πολλοί από όσους τον πρόλαβαν αγωνιζόμενο, συμφωνούν με τα λόγια του «Θεού».

Αν είστε κάτω από 40-45 χρονών, να χαίρεστε τα νιάτα σας. Και όσο εσείς το κάνατε, ρωτήστε και κανέναν μεγαλύτερο από εσάς για το ποιον θεωρεί τον σημαντικότερο σέντερ φορ που είδαν τα ματάκια του. Με ελάχιστες αποκλίσεις, είναι δεδομένο πως τα περισσότερα στόματα θα σχηματίσουν ένα από τα εξής τρία ονόματα. Φαν Μπάστεν, Ρονάλντο και Μπατιστούτα.

Πιστέψτε τους, έχουν δίκιο. Διαφορές είχαν και αυτές ήταν ξεκάθαρες. Όχι μόνο αγωνιστικά, με τον Αργεντινό να συνδυάζει στοιχεία του σπάνιου ποδοσφαιρικού μεγαλείου του Ολλανδού με την ταχυδύναμη και το φονικό ένστικτο του Βραζιλιάνου, αλλά και αλλού.

Για παράδειγμα, ο Μπατι-γκόλ δεν είδε ποτέ το παλμαρέ του να γεμίζει από τίτλους. Σε εθνικό επίπεδο παραμένει ένα μυστήριο πώς εκείνη η «αλμπισελέστε», κατά τους ειδικούς πληρέστερη από εκείνες που κατέκτησαν το Μουντιάλ, απέτυχε παταγωδώς. Σε συλλογικό, όμως, η απάντηση συνδέεται με τη σχέση ζωής του μακρυμάλλη σέντερ φορ με την Φιορεντίνα.

Δεν την πρόδωσε ούτε όταν έπεσε κατηγορία και τελικά την άφησε όταν ήταν πλέον σχεδόν 32 ετών, αφήνοντάς της για το «διαζύγιο» 70 δισεκατομμύρια λιρέτες (περίπου 30 εκατ. ευρώ). Ποσό το οποίο κατέβαλε η Ρόμα για να τον αποκτήσει και παραμένει το μεγαλύτερο που είχε δοθεί ποτέ για μεταγραφή παίκτη άνω των 30.

Μια άλλη διαφορά μεταξύ τους σχετίζεται με το γεγονός ότι ο Ολλανδός και ο Βραζιλιάνος είδαν την καριέρα τους να καταστρέφεται από τραυματισμούς. Μια «κατάρα» που δεν έμοιαζε να αγγίζει τον «Άγγελο» του ιταλικού ποδοσφαίρου. Το πραγματικό δράμα του έγινε γνωστό μόνο αφότου έπεσαν οι τίτλοι τέλους.

Το καλοκαίρι του 2013, σαν σοκ ήρθε η είδηση πως ο Μπατιστούτα υπέφερε από μια εκφυλιστική και δυνητικά θανατηφόρο ασθένεια. Τη νόσο Λου Γκέρινγκ ή πλάγια αμυοτροφική σκλήρυνση, που απειλούσε ακόμη και την ζωή του. Στην επιφάνεια ήρθε και η ομολογία του ίδιου πως οι πόνοι στους αστραγάλους του ήταν τόσο έντονοι που έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τους θεράποντες ιατρούς του να τον ακρωτηριάσουν. «Ουρούσα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αν και η τουαλέτα βρισκόταν δυο μέτρα μακριά μου», αποκάλυψε σε συνέντευξή του.

Η οικογένεια στην πορεία κράτησε αποστάσεις από τις υποτιθέμενες εξομολογήσεις, ενώ η ιντερνετική «διάγνωση» περί ALS δεν υποστηρίχτηκε από πουθενά. Στην πορεία ο Μπατιστούτα έμοιαζε ολοένα και καλύτερα. Τουλάχιστον στις λίγες δημόσιες εμφανίσεις του. Έτσι κι αλλιώς, διατηρούσε πάντα σχετικά χαμηλό (για τα δεδομένα ενός σούπερ σταρ) προφίλ και συνήθως απαθανατιζόταν πάνω στα αγαπημένα του άλογα παίζοντας πόλο.

Σε μία από αυτές ξέσπασε σε δάκρια όταν τιμήθηκε από την Φιορεντίνα. «Το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω κομμάτι της ιστορίας αυτού του συλλόγου. Φαίνεται πως τα κατάφερα», είπε.

Επιγραμματικά, η κατάσταση της υγείας του μπορεί να περιγραφτεί ως αδυναμία των χόνδρων και των τενόντων να υποστηρίξουν τα οστά και τους μυς. Ακούγεται επίπονο και προφανώς είναι ακόμη περισσότερο όταν μιλάμε για ένα κορμί σαν το δικό του που αποτέλεσε τον εφιάλτη για κάθε αμυντικό.

Όλες αυτές οι αντικρουόμενες πληροφορίες που έβγαιναν στη δημοσιότητα δεν άργησαν να μορφοποιηθούν σε υποψίες.

Στον αθλητισμό οι υποψίες συνδέονται πάντα με απαγορευμένες ουσίες κι αυτές χορηγούνται με ενέσεις. Αν και στη Serie A, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, συχνά έχουν έρθει στο φως πολύ περισσότερα από απλές φήμες, ήταν το διάστημα που βρέθηκε στο Κατάρ το οποίο ενοχοποιήθηκε.

Μια σειρά ενέσεων για τους πόνους στους αστραγάλους, είπαν. Κι άλλη μία για τα γόνατα, πρόσθεσαν. Ένας θεός ξέρει πόσες τέτοιες προηγήθηκαν. Από αρχαιοτάτων χρόνων το σώμα ενός αθλητή θεωρείτο ιερό όπως ένας ναός. Ένα δείγμα τελειότητας. Στην πραγματικότητα, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, σχεδόν κάθε ένας είναι έτοιμος να δεχτεί περίπου οτιδήποτε μέσα του προκειμένου να μην αποδεχτεί την ατελή φύση του.

Είναι ένα εμπόριο, μια διαπραγμάτευση που εκείνος που μοιάζει ισχυρός (ο αθλητής δηλαδή) είναι ο αληθινά αδύναμος. Ανίκανος να πει το «όχι» σε κάτι που ενδεχομένως θα θέσει σε κίνδυνο τον τρόπο ζωής του και θα τον κάνει να φανεί λιγότερος από τους αντιπάλους του στο γήπεδο.

Δεν είναι συζήτηση που χωρά μόνο τα αναβολικά. Αφορά ακόμη και το πολύ πιο αθώο παυσίπονο που θα βοηθήσει τον κάθε Μπατιστούτα να σταθεί στο ύψος του αλλά και σ΄εκείνο των προσδοκιών που ο ίδιος έχει δημιουργήσει στο κοινό του.

Το 2004 ο Μπατσιτούτα ήταν ήδη 35 χρονών και δεν είχε κίνητρα ή φιλοδοξίες. Κι όμως δέχτηκε να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο. Όχι μόνο αποδεχόμενος την «αγωγή», αλλά μη λέγοντας «τέλος» σε αυτήν την συμφωνία που κάνει κάθε επαγγελματίας αθλητής με τον ίδιο τον διάολο.

«Δεν μπορώ πια να στέκομαι πάνω από μισή ώρα. Οι τένοντές μου έχουν καταρρεύσει από όσα έχουν περάσει», υποτίθεται πως είχε εκμυστηρευθεί σε υψηλόβαθμο στέλεχος ιταλικής εφημερίδας. Λίγο καιρό αργότερα αυτό μετατράπηκε σε «με πονούν λίγο τα γόνατα, αλλά δεν έχω καμία αρρώστια», δήλωση που έγινε δημόσια.

Και ο χρόνος περνά, οι φήμες δίνουν και παίρνουν. Δεν έχουν σταματημό. Ο «Άγγελος» κέρδισε μια θέση στην ιστορία. Ο απόηχος από το σύνθημα «Μπάτι-Μπάτι-Μπάτι-Μπατιγκόλ» από την κερκίδα των φανατικών της Φιορεντίνα, της φιλενάδας του όπως αποκαλούσε τη «βιόλα», θα συνεχίσει επίσης να φτάνει στ’ αυτιά του. Τουλάχιστον η ανάμνησή της, με αυτήν τη λατρεία του κόσμου να είναι η απόδειξη των όσων κατάφερε στο γήπεδο.

Οι φρικτοί πόνοι στα πόδια, όπου και να οφείλονται, θα είναι η απόδειξη των συμβιβασμών που χρειάστηκε να κάνει για να τα καταφέρει…