Ο «Σπάρτακος» του Κάμπου λεγόταν Γιώργος Μητσιμπόνας

Ο Γιώργος Μητσιμπόνας θα έμενε στις μνήμες όλων ως ένας αξεπέραστος, γνήσιος λαϊκός ήρωας. Είχε καταφέρει τόσο πολλά που δεν χρειαζόταν καν να φύγει νέος από τη ζωή, όπως ταιριάζει στους ήρωες.

Βγαλμένος από μια άλλη εποχή. Όταν πολλά πράγματα μπορεί ούτε και τότε να ήταν όμορφα, αλλά σίγουρα έμοιαζαν πιο αυθεντικά. Ο Γιώργος Μητσιμπόνας διέθετε ένα «μπουκέτο» ταλέντων και χαρακτηριστικών που τον κατέταξαν στην κατηγορία των ανθρώπων που φέρουν γνήσια λαϊκότητα. Αυτών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν με μία ταπεινότητα που τους επέτρεπε να μένουν προσγειωμένοι, χωρίς να τους εμποδίζει να πετάξουν για να φτάσουν τα όνειρά τους.

Τη μέρα της κηδείας του ο κόσμος φώναζε «αθάνατος» και η αλήθεια είναι ότι στη συνείδηση του κόσμου είχε κερδίσει μια θέση στην αθανασία, έτσι κι αλλιώς. Ακόμη κι αν εκείνο το μεσημέρι του Σεπτέμβρη δεν είχε φύγει από τη ζωή σε τροχαίο. Μια σειρά από συμπτώσεις και τυχαία περιστατικά τον είχαν φέρει στη θέση του οδηγού του μοιραίου αυτοκινήτου. Οδηγούσε το αμάξι ενός φίλου του που ήταν κουρασμένος. Άργησε να ξεκινήσει επειδή ήθελε να βγάλει μια φωτοτυπία την άδεια του κυνηγετικού όπλου του. Σταμάτησε για να το φουλάρει βενζίνη. Πήγαινε με 80 χλμ για να προφτάσει την υπόλοιπη αποστολή του Τύρναβου…

Το δυστύχημα έγινε λίγο πριν τη 1 και στις 2 όλα είχαν τελειώσει.

Ο Μητσιμπόνας άφηνε την τελευταία πνοή του μετά από μία μάχη την οποία δεν μπορούσε να κερδίσει. Όσο παλικάρι κι αν ήταν. Όσο αποφασισμένος να μην παραδοθεί ούτε αυτή τη φορά σε αυτό που έδειχνε προδικασμένο. Ως ποδοσφαιριστής ξεχώριζε ακριβώς γι’ αυτήν την άρνησή του να αποδεχτεί την ήττα.

Αρχηγός της πιο προικισμένης γενιάς που έχει βγάλει ποτέ μια συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας, έγινε ο «άρχοντας» του θεσσαλικού κάμπου. Μέσα κι έξω από τα γήπεδα. Οι συμπαίκτες του στη θρυλική ΑΕΛ συμφωνούν πως αποτέλεσε την πιο ολοκληρωτική μορφή ηγέτη της ομάδας. Ναι, ήταν οι ντρίπλες του Καραπιάλη, τα γκολ του Ζιώγα, το πάθος του Τσιώλη, η δύναμη του Γκαλίτσιου, η ψυχή του Βαλαώρα. Ήταν όλα αυτά. Αλλά ήταν και ο Γιώργος Μητσιμπόνας που τα συνδύαζε.

Είναι δύσκολο -αν δεν έχεις προλάβεις αυτές τις εποχές κι εκείνη την ΑΕΛ- να αντιληφθείς το «σεισμό» που προκάλεσε η συγκεκριμένη «συμμορία». Η δική του φανέλα, βρισκόταν μπροστά. Κι ας αγωνιζόταν ως σέντερ μπακ, όταν ο Γιάτσεκ Γκμοχ είδε στο κορμί και το μυαλό του πιτσιρικά επιθετικού τον κεντρικό αμυντικό που θα γινόταν ο «Σπάρτακος» του επαρχιακού ποδοσφαίρου. Του ανθρώπου που με δικό του γκολ την Πρωτομαγιά του ’88 θα χάριζε έναν απίστευτο τίτλο.

Η ολοκλήρωση της απόλυτης επανάστασης ήρθε με το πρωτάθλημα του 1988.

Είχε προηγηθεί το Κύπελλο του 1985, δυο χαμένοι τελικοί το ’82 και το ’84, αλλά και η 2η θέση το 1983. Κι όλα αυτά από μια παρέα. Από παιδιά της περιοχής. Από μοναδικά ταλέντα που είχαν μεγαλώσει στα γύρω χωριά και τα έβαλαν με όλους.

Αν ο Μητσιμπόνας είχε αφήσει νωρίτερα την Λάρισα, σίγουρα θα είχε κατακτήσει περισσότερους τίτλους. Οπωσδήποτε θα είχε πολλαπλάσιες συμμετοχές στην Εθνική αντί του διόλου ευκαταφρόνητου αλλά καθόλου ενδεικτικού αριθμού των 27. Θα τα είχε όλα αυτά και φυσικά θα είχε κερδίσει πιο πολλά χρήματα. Όταν τελικά έφυγε από την πόλη του για τον ΠΑΟΚ αρχικά και στη συνέχεια τον Ολυμπιακό, το έκανε με πόνο καρδιάς. Στον κάμπο όμως δεν υπήρχε ψηλότερο βουνό να ανέβει. «Όνειρο είχα να φορέσω τη φανέλα και δεν θέλω να την αποχωριστώ. Συγκυρίες όμως και κάποια άλλα με αναγκάζουν να φύγω. Βαριά είναι η καρδιά μου, βαριά θα είναι και τα βήματά μου έξω από το Αλκαζάρ…», είχε δηλώσει.

Όταν επέστρεψε, πίστεψε πως θα έβαζε ξανά πλάτη για να αναστηλωθούν τα ερείπια του θαύματος στο οποίο πρωταγωνίστησε και ο ίδιος. Η ιστορία, όμως, δεν επαναλαμβάνεται πάντα με τους όρους που θέτουν οι επιθυμίες και οι προθέσεις. Η επιστροφή συνδυάστηκε με υποβιβασμό και το τέλος μιας σχέσης. Το μεγαλύτερο «φάουλ» έγινε εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι που δεν του δόθηκε η ευκαιρία να κλείσει την καριέρα του όπως του άρμοζε. Φορώντας τη βυσσινί φανέλα. Το αμέσως επόμενο είναι πως στην πόλη που δόξασε δεν υπάρχει γήπεδο που να φέρει το όνομά του…