O «Τζέιμς Μποντ» πέθανε. Χμμ.. Όχι. Δεν είναι τόσο άστοχο αλλά ίσως αυτό να ταίριαζε περισσότερο αν μιλούσαμε για τον Σον Κόνερι. Τέλος πάντων: ο «Άγιος» πέθανε. Ναι, αυτό ταιριάζει περισσότερο στον Ρότζερ Μουρ. Διάολε, γιατί να πρέπει να διαλέξουμε; Πέθανε ο Ρότζερ Μουρ. Και το γεγονός ότι σε αυτό το άκουσμα σκεφτόμαστε δυο ιστορικούς κατασκοπικούς του ρόλους φτάνει και περισσεύει για να γίνει κατανοητός ο τύπος της απώλειας.
Γιος αστυνομικού και σπουδαγμένος σε στρατιωτική σχολή (εκτός από την υποκριτική…), ο Ρότζερ Μουρ, που άφησε τον κόσμο στα 89 του, δεν θα μπορούσε μάλλον να συνδεθεί με κάποιο άλλο τύπο ρόλων.
Από το 1962 μέχρι το 1969, ο Ρότζερ Μουρ ήταν ο θρυλικός «Άγιος». Ο τυχοδιώκτης κατάσκοπος με την κοσμοπολίτικη κουλτούρα και με το κυνικό χιούμορ του υπήρξε ο χαρακτήρας alter ego του Ρότζερ Μουρ.
Ο θρύλος μάλιστα λέει πως ο Μουρ παράτησε το σίριαλ όταν… βαρέθηκε. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν είναι αλήθεια ή ψέμματα αλλά το μόνο βέβαιο είναι πως κάτι τέτοιοι θρύλοι ενισχύουν το προφίλ του Δον Ζουάν που, ασυμβίβαστος με την πλήξη και την μετριότητα, θρέφεται μόνο μέσα από το στυλ και την αδρεναλίνη μαζί.
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 λοιπόν, ο κολλητός του, Σον Κόνερι άφησε τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ, οι παραγωγοί δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν κάποιον άλλο. Υπό μια έννοια, ο Ρότζερ Μουρ ήταν μια «εύκολη» επιλογή, δεν είχε καθόλου ρίσκο. Στον «Άγιο» είχε ήδη αποδειχθεί πως ο ρόλος του Μποντ ήταν κομμένος και ραμμένος για τον Μουρ.
Ο Μουρ καθόρισε τον ρόλο του Μποντ. Και ο ρόλος του Μποντ καθόρισε τον Μουρ. Από το 1973 μέχρι το 1985 ο Μουρ δεν έπαιζε τον Μποντ. Ήταν ο Μποντ. Και αν στην κανονική ζωή υπήρξε κολλητός με τον Σον Κόνερι, ανάμεσα στους άπειρους θαυμαστές του 007, η κόντρα για το ποιος εκ των δυο υπήρξε ο καλύτερος θα μαίνεται αιώνια.
Από το 1985 και μέχρι σήμερα πέρασαν 32 ολόκληρα χρόνια αλλά δεν θα είναι υπερβολή να ειπωθεί πως ότι έκανε ο Ρότζερ Μουρ στην συνέχεια δεν κατάφερε ποτέ να αγγίξει την περίοδο που υποδύθηκε τον θρυλικό Βρετανό πράκτορα.
Όταν τελικά αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του, 23 χρόνια μετά την τελευταία του φορά ως Τζέιμς Μποντ δεν θα μπορούσε να μην αναφέρει ακόμα και στον τίτλο της τον ρόλο που τον καθόρισε όσο κανένας άλλος (μαζί με τον «Άγιο»): «My Word is My Bond: The Autobiography».
Κι όμως, αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό του Μποντ που Ρότζερ Μουρ είχε και στην κανονική του ζωή αυτό ήταν μάλλον η σχέση του με τις γυναίκες. Η πολυτάραχη σχέση του με τις γυναίκες ήταν το ένα χαρακτηριστικό που τον καθόριζε ως άνθρωπο. Το άλλο ήταν οι γερές δόσεις αυτοσαρκασμού και κοφτερής κριτικής για την ζωή και την επικαιρότητα.
Αντί επιλόγου και προς απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού, ορισμένες από τις πιο έξυπνες ατάκες που βγήκαν από το στόμα του φλεγματικού Βρετανού και ένα μεγάλο R.I.P. στον -κατά πολλούς- καλύτερο 007:
Είμαι ο τέταρτος καλύτερος Τζέιμς Μποντ.
Απολαμβάνω να είμαι ακριβοπληρωμένος ηθοποιός.
Είναι εύκολο να κάθεσαι στον πλούτο και την άνεσή σου και να μιλάς υποθετικά για τα χρέη του Τρίτου Κόσμου.
Το εύρος της υποκριτικής μου κυμαινόταν πάντα ανάμεσα στο «σηκώνω το αριστερό φρύδι» και «σηκώνω το δεξί φρύδι».
Ο Μποντ ήταν μια διαφυγή, αλλά δεν προοριζόταν να μιμηθεί την πραγματική ζωή.
Πιστεύω πως είναι καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος για ασθένεια παρά να περιμένεις για θεραπεία.
Κάποιοι ευλογήθηκαν με ταλέντο στη μουσική, άλλοι με ομορφιά. Εγώ ευλογήθηκα με μετριοφροσύνη.
Αν δεν έχεις χιούμορ, μπορείς να κλείσεις από τώρα το καπάκι του φέρετρου.