Ο «παράδεισος» του Κώστα Μητσοτάκη

Αν ο παράδεισος είναι ξεχωριστός για τον καθένα, εκείνος του επίτιμου θα μοιάζει με το Westeros. Κι αυτός εκεί, ευτυχισμένος, επειδή θα μπορεί να παίζει αιώνια το αγαπημένο του παιχνίδι για τη διεκδίκηση του θρόνου.

Όταν «φεύγεις» ελάχιστα πριν συμπληρώσεις έναν αιώνα ζωής, είναι δύσκολο να καθορίσει οποιοσδήποτε αυτό που ονομάζεται η «εποχή σου».  Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη δεν διαφέρει. Ίσα-ίσα. Μιλάμε για έναν άνθρωπο η σταδιοδρομία του οποίου ξεκίνησε με σπουδές που χρηματοδότησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το νήμα της ζωής του κόπηκε λίγες μέρες αφού ο ιδρυτής του facebook πήρε το δικό του πτυχίο. Την λες και μεγάλη τη διαδρομή που διένυσε.

Στη διάρκεια αυτής, οι ενέργειες και οι πράξεις με τις οποίες έμεινε στη συλλογική μνήμη το όνομά του δεν του εξασφάλισαν πολλά R.I.P στους «τοίχους» των περισσότερων. Αλλά ο επίτιμος κατάλαβε από νωρίς πως δεν θα εξασφάλιζε ποτέ τη δημοφιλία των Παπανδρέου, χωρίς όμως να τον νοιάζει ιδιαίτερα.

Δεν ήταν η ψύχωση του κόσμου, αλλά τα δημόσια αξιώματα της αντίπαλης πολιτικής οικογένειας αυτό που επιθυμούσε.

Ο Μητσοτάκης ήταν από εκείνους τους πολιτικούς που έπαιξαν το παιχνίδι με ένα βασικό κανόνα: Την προάσπιση των συμφερόντων τους και κατ’ επέκταση της οικογένειας. Του ονόματος. Κάθε του βήμα ήταν προσανατολισμένο στην επικράτησή του (και αργότερα των παιδιών του) έναντι των υπόλοιπων «τζακιών» που εδώ και δεκαετίες πρωταγωνιστούν στο ιδιότυπο ελληνικό Game Of Thrones. Ένας αέναος αγώνας γεμάτος συμμαχίες που αλλάζουν, σκιώδεις διαδρομές και σχέσεις που μεταβάλλονται με ορίζοντα ημέρας. Με όρους που συναντά κανείς μόνο σε παιχνίδια εξουσίας.

Με τέτοιο προφίλ και ιστορία ήταν βέβαιο πως τα δάκρυα για το χαμό του δεν θα έφτιαχναν τσουνάμι. Είχε τους οπαδούς του, αλλά πολύ λιγότερους από αυτούς που θα περίμενε κανείς με βάση το πολιτικό του αποτύπωμα. Ίσως, μάλιστα, εξαιτίας αυτού ακριβώς. Ωστόσο, όσο απέναντί του κι αν σταθείς, δεν μπορείς να μην δεις και τα δικά του δίκια.

Το «Μακεδονικό»

Στα χέρια του «έσκασε» η μεγαλύτερη πληγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μετά την εισβολή στην Κύπρο. Με τον γνωστό κυνισμό και πολιτικό ρεαλισμό του ο Μητσοτάκης ήταν από εκείνους που δεν δαιμονοποίησαν τη λύση μιας σύνθετης ονομασίας για τον νέο, ενοχλητικό γείτονα. Πριν από 25 χρόνια, όμως, μια τέτοια στάση ισοδυναμούσε με προδοσία. Ήταν η εποχή των μεγάλων συλλαλητηρίων και του εθνικού παροξυσμού που δεν ήθελε και πολύ για να μας έστελνε να πολεμήσουμε στο πλευρό του Μιλόσεβιτς, δίνοντας ραντεβού Ελλήνων και Σέρβων στα Σκόπια.

Ιδέες για λύσεις τύπου «Σλαβομακεδονία», «Βόρεια Μακεδονία» ή «Μακεδονία του Βαρδάρη», θεωρήθηκαν μειωτικές και κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να κατηγορηθεί για προδοσία. Εκτός κι αν του είχε συμβεί ξανά. Σε αυτή του τη θέση δεν βρήκε κανένα σύμμαχο. Εγκλωβισμένη στο ανεδαφικό δόγμα «καμία αναφορά στον όρο Μακεδονία και τα παράγωγά του», η χώρα είδε τα επόμενα χρόνια την de facto αναγνώριση του κράτους με την απαγορευμένη λέξη.

Το «unfair» του δημοψηφίσματος

Το 1988 ο Μητσοτάκης χαρακτηρίζει «unfair» το δημοψήφισμα με το οποίο λύθηκε οριστικά και αμετάκλητα το πολιτειακό ζήτημα στη χώρα. Εκείνο του 1974, όταν ο ελληνικός λαός σε ποσοστό 69% αποφάσισε την κατάργηση της Μοναρχίας. Ο αρχηγός –τότε- της αξιωματικής αντιπολίτευσης δικαιολόγησε τη θέση του με το απλό επιχείρημα πως θα έπρεπε ο τέως βασιλιάς να βρίσκεται στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, προκειμένου να διεξάγει το δικό του προεκλογικό αγώνα υπέρ της θέσης του. Αν και βέβαια η απουσία του δεν εμπόδισε τους βασιλόφρονες υποστηρικτές του (και τους παράδες τους) να το κάνουν.

Η θύελλα που προκλήθηκε ήταν άνευ προηγουμένου. Ακόμη κι εντός της Νέας Δημοκρατίας υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις, ενώ ο Τύπος της εποχής τον «κατασπάραξε». Η αλήθεια είναι πως τον πρώην πρωθυπουργό μπορούσες να τον κατηγορήσεις για πολλά πράγματα. Όχι πάντως για την αφοσίωσή του στο παλάτι ή στον γιο της Φρειδερίκης. Ακόμη και στα Ιουλιανά, δεν ήταν τα συναισθήματά του για την Αυλή, αλλά εκείνα για τον «Γέρο» που καθόρισαν τη στάση του.

Έπρεπε να φτάσουμε στο δημοψήφισμα για το Μνημόνιο για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει «unfair». Αρκεί να θυμηθεί κανείς τι είδους κάλυψη και αντιμετώπιση είχαν οι υποστηρικτές του «Ναι» και του «Όχι» και θα καταλάβει πως οι στοιχειώδεις πολιτικοί κανόνες υπαγόρευαν την φυσική παρουσία του Γλίξμπουργκ. Χωρίς «μα» και «μου».

Η οικονομική πολιτική

Αν και προερχόταν από το κέντρο, ο Μητσοτάκης δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να «κοτσάρει» τον χαρακτηρισμό «φιλελεύθερη» στη Νέα Δημοκρατία. Έτσι, σηματοδότησε το στίγμα μιας νέας εποχής που στον υπόλοιπο κόσμο είχε ήδη ξεκινήσει. Την τάση για λιγότερο κράτος. Το σκάνδαλο επί των ημερών του ήταν η πώληση της ΑΓΕΤ Ηρακλής, αλλά και η μετοχοποίηση του ΟΤΕ. Συνθήματα όπως «η κυβέρνηση πουλά το καλύτερο παιδί της», που ακολούθησαν ή οι λεπτομέρειες που ήρθαν στην επιφάνεια για τους Ιταλούς της Calcestruzzi, μοιάζουν σήμερα παρωχημένα ανέκδοτα.

Ο ΟΤΕ ανήκει στους Γερμανούς δανειστές μας και το ΤΑΙΠΕΔ έχει βγάλει στο σφυρί περίπου ό,τι ανήκει το κράτος. Και σε κάθε περίπτωση, έμεινε πολύ λιγότερο κράτος , συγκρινόμενο και μ’ αυτό που οραματιζόταν ακόμη και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Κατοχή και αντίσταση

Στην Ελλάδα της υπερβολής και των αποκλεισμών η εθνική αντίσταση είναι μια πονεμένη υπόθεση που πάντα αποτελούσε αγκάθι. Ο περίφημος διχασμός. Για 35 χρόνια το πολιτικό σύστημα αρνιόταν να αναγνωρίσει εκείνους που δεν θεωρούσε δικούς του. Κι αργότερα σύνταξη αντιστασιακού έφτασαν να παίρνουν ακόμη κι άνθρωποι που παίζει να μην είχαν μπουσουλήσει καν το ’40.

Αν και καταδικάσθηκε δύο φορές σε θάνατο από τις κατοχικές δυνάμεις, ο Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να πείσει τους πάντες για τη δράση του. Ακόμη χειρότερα γι΄ αυτόν, μία φωτογραφία του στο πλευρό δύο Γερμανών γίνεται η αιτία για νέο οχετό εναντίον του. Το γεγονός ότι απέφυγε την εκτέλεση στο πλαίσιο ανταλλαγής αιχμαλώτων δεν θεωρείται αρκετό για να τον αθωώσει στη συνείδηση πολλών. Η βράβευσή του από το βρετανικό κοινοβούλιο για την αντιστασιακή του δράση, επίσης. Ούτε καν η ομολογία πρακτόρων της Στάζι (όπως ανέφερε η εκπομπή «Γκρίζες Ζώνες») πως την κατασκεύασαν ήταν αρκετή για να τον «καθαρίσει».

Εδώ που τα λέμε, μόνο και μόνο το ότι την είχε δημοσιεύσει η «Αυριανή», θα έπρεπε να λογίζεται ως ένδειξη της μη ενοχής του. Αλλά τότε το συγκεκριμένο έντυπο ήταν η «Βίβλος» των πιστών της νέας θρησκείας, της νέας Ελλάδας και γι’ αυτήν ο Μητσοτάκης ό,τι πιο κοντινό στον διάβολο.