Βασίλης: ένας έφηβος ροκάς χτυπά την πόρτα των 70

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έκλεισε πριν λίγες μέρες τα 67 του χρόνια και το menshouse.gr τρυπώνει νοητά σε μια συναυλία του, εκεί που ο Χρόνος μοιάζει να έχει κολλήσει στην εφηβεία…

Δε βγάζει κανένα απολύτως νόημα- κανένα: στο βάθος, όχι πολύ μακριά από σένα, είναι η σκηνή και κάποιος επάνω φαίνεται να ρυθμίζει κάτι στον ήχο. Δεξιά σου, αριστερά, πίσω, μπροστά- παντού- υπάρχει κόσμος που έχει γεμίσει το θέατρο. Η έξαψη και η αδημονία είναι τόσο έντονες που μπορείς, θαρρείς, να τις πιάσεις με τα ίδια σου τα χέρια. Έχουν αρχίσει ν’ ακούγονται ήδη οι ιαχές «Έεεελα- Εεεεελα- Έεεελα»…

Επομένως, το να σε πιάνουν τα υπαρξιακά σου σ’ ένα τέτοιο κλίμα είναι τουλάχιστον παράλογο. Όπως είπαμε, δε βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Ωστόσο, αυτά δεν υπόκεινται στη λογική. Έτσι, στο κέντρο του μυαλού σου μοιάζει να έχει καρφωθεί, τούτη την εντελώς παράταιρη στιγμή, μία και μόνο ερώτηση: «Γιατί αξίζει να ζούμε;». Κλείνεις τα μάτια για να το σκεφτείς και τότε, ασυναίσθητα, ανάβει στο φουλ η χρονομηχανή σου.

Μειδιάς.

Ξέρεις που θα καταλήξει αυτό. Ξέρεις ποια είναι η πρώτη σου στάση…

Γρεβενά 1989

Δεν καταλάβαινες πολλά- άλλωστε είσαι ένα πιτσιρίκι μόλις και μετά βίας 4 ετών. Σ’ έχει σύρει η νονά σου- που προτιμάει να δει το αίμα να στραγγίζει από μέσα της παρά να χάσει συναυλία του- στο ανοιχτό θέατρο κι εκεί βλέπεις τους «μεγάλους» να καπνίζουν, να πίνουν από τενεκεδάκια μπύρας (τα οποία, περιέργως, εκτοξεύουν ο ένας στον άλλον μετά…) και να φωνάζουν το όνομά του.

Μετά από λίγο, βγαίνει. Ο πανζουρλισμός που επικρατεί μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον αντίστοιχο μιας θύρας οργανωμένων τη στιγμή που η ομάδα τους έχει βάλει γκολ και λίγο πριν αρχίσουν να βρίζουν εκ νέου τις μανάδες των απέναντι.

«Καλησπέρα!!!», φωνάζει από σκηνής κι η νύστα που αισθανόσουνα πηγαίνει περίπατο.

Σηκώνεσαι όρθιος για να τον δεις- «Πω, τι μεγάλη μύτη που έχει!», σκέφτεσαι φωναχτά.

Η νονά σου σε ακούει και γελάει.

Εκείνος ξεκινάει να λέει «Άσε με να κάνω λάθος/ Μην παριστάνεις τον Θεό…»

Αυτό ήταν: μόλις βρήκες τον δικό σου, προσωπικό Θεό.

Θέατρο Γης Θεσσαλονίκη, 1994

«Σαράντα χρόνια έφηβος κοντά μισό αιώνα/ Το καλοκαίρι άσπριζα, μαύριζα τον χειμώνα/ Σαράντα χρόνια ανώριμος, ξεφτίλας Δον Κιχώτης/ Σαράντα χρόνια γκόμενος, σαράντα χρόνια πότης…»

Η μαύρη του κιθάρα ασκεί μια περίεργη γοητεία στην παιδική σου καρδιά, η φωνή του μοιάζει το όχημα που οδηγεί στον ηχητικό παράδεισο και η «Σφεντόνα» στέλνει μικρές πέτρες στο κακοσχηματισμένο πρόσωπο της ενηλικίωσης.

Πριν έρθεις σε ακόμα μία συναυλία του, έχεις κάνει τα μαθήματά σου: στο σπίτι η κασέτα των δύο τελευταίων του δίσκων έχει «λιώσει» στο κασετόφωνο και γι’ αυτό ξέρεις καλά τους στίχους.

Έτσι, ενώνεις τη φωνή σου μαζί με των υπολοίπων 5.000 ανθρώπων: «Κι ενώ όλα τα θυμόμουνα κι είχα μυαλό ξουράφι/ Να μεγαλώσω ξέχασα και έμεινα στο ράφι/ Έτσι για πάντα κράτησα την παιδική μου εικόνα/ Εκείνου του αλητάμπουρα που κράταγε σφεντόνα!».

Η ώρα έχει πάει ήδη 00:30 κι εσύ σκέφτεσαι «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, μην έρθεις να πάρεις κι εμένα».

Ο Μορφέας σου κλείνει το μάτι και τραβάει γι’ άλλες πολιτείες.

Όταν θα βρεθείτε αργότερα, ίσως του δώσεις τη σφεντόνα.

Αμφιθέατρο Σίβηρης, Χαλκιδική 2000

Μα, είναι να γελάει κανείς: αλήθεια σε όλες τις προηγούμενες συναυλίες του- τις περίπου 15 που έχεις πάει- καθόσουνα πίσω με τους «φλώρους»; Που να πάρει, ακόμα και η ντροπή θα πρέπει να ντρέπεται για σένα.

Πλέον, όμως, είσαι 16 και είσαι αποφασισμένος: θα πας μπροστά, στην «αρένα» που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την σκηνή, και θα κάνεις καλώς εννοούμενο χαμό. Έχεις πάρει μαζί σου κι ένα πυρσό, τον οποίον σκοπεύεις ν’ ανάψεις όταν πει το αγαπημένο σου τραγούδι.

Η στιγμή, όπως πάντα, φτάνει λίγο πριν πέσει οριστικά η αυλαία. Λέει, ο μπαγάσας, «Ελλάς/ Ελλάς/ Τι θα γίνει φίλε μου με μας;/ Ελλάς!/ Ελλάς!/ Μίλα μας και μη μας αγαπάς…»

Κάποιος σε σκουντάει, αρχίζει να πέφτει το σύνηθες συναυλιακό ξύλο μπροστά, ο πυρσός γλιστρά από τα χέρια σου, τον μαζεύεις με τα χίλια ζόρια, τον ανάβεις και τα πάντα χάνονται πίσω από ένα κόκκινο φως.

«Δε γουστάρω τα στημένα, έρχομαι ξανά σε σένα/ Δυο μαζί μπορούμε, δωσ’ μου δυο φιλιά…».

Μια κοπέλα πίσω σου, άγνωστη, σε φιλάει. Ο πυρσός καίει ακόμα.

Αυτή πρέπει να είναι η γεύση της γαλανόλευκης αθανασίας.

Ελλάς.

Ρόδος 2010

Δεν είναι κάτι που το ελέγχεις, πλέον. Με το που δεις αφίσα που αναφέρει πότε θα είναι η επόμενη live εμφάνισή του, μια ανώτερη δύναμη σε ωθεί να πας αυτομάτως στο ταμείο και ν’ αγοράσεις εισιτήριο- ακόμα κι αν είσαι στις διακοπές σου.

Ακόμα μια φορά μέσα, λοιπόν. Τα μαλλιά του μοιάζουν να ’χουν αραιώσει, το περίφημο μαύρο γιλέκο έχει αντικατασταθεί από σκέτη μαύρη μπλούζα, η κιθάρα έχει αλλάξει, η σύνθεση των μουσικών του επίσης, όμως…

Όμως ο ενθουσιασμός, η ενέργειά του και αυτή η φωνή που μπορεί να τραγουδήσει τα πάντα (από την πιο γλυκιά μπαλάντα μέχρι την πιο «σκληρή» ροκιά κι από τα δημοτικά τραγούδια μέχρι ρεμπέτικα) δεν αλλάζουν.

Γι’ αυτό: «Με το σώμα στο κενό/ Την ψυχή στο στόμα/ Το παιχνίδι παίζεται/ Παίζεται ακόμα…»

Διάολε, αν παίζεται λέει.

 Θέατρο Βράχων, Αθήνα 2017

Η ονειροπόληση σταματάει απότομα, καθώς επικρατεί πανζουρλισμός. Ανοίγεις τα μάτια και βλέπεις τον Παπακωνσταντίνου, στα 67 του, να βγαίνει με το χαρακτηριστικό του άλμα στη σκηνή.

Παίζει το «Χρόνια Πολλά». Έπειτα τον «Κουρσάρο». Το «Φοβάμαι». Όλος ο κόσμος αρχίζει να φωνάζει το γνωστό σύνθημα περί τελείας, παύλας και καύλας.

Αίφνης, καταλαβαίνεις. Το συννεφάκι των υπαρξιακών προβλημάτων διαλύεται τη στιγμή που το έφηβο γεράκι με τη μεγάλη μύτη δέχεται επίθεση από αγέλες από χρόνια και παραμένει όρθιος: πλέον, ξέρεις γιατί αξίζει να ζούμε.

«Βασίλη, ζούμε για να σ’ ακούμε!», ωρύεσαι πρώτος και ακολουθούν όλοι οι υπόλοιποι. Αυτός σας ευχαριστεί και συνεχίζει να παίζει. Λίγο πριν αποχωρήσει, λέει «Δε θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!» κι έπειτα χάνεται στο βάθος.

Το θέατρο σιγά- σιγά αδειάζει, όμως εσύ παραμένεις καθισμένος στην καρέκλα σου.

Ψιθυρίζεις: «Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ/ Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι, το τέλος μη δω…»

Έπειτα χαμογελάς- τι χαζός που είσαι.

Δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτήν την ιστορία αγάπης.