Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ο γιος που όλοι θα ήθελαν να έχουν. Όλα του τα ‘δωσε ο Θεός αυτού του παιδιού. Ταλέντο πέρα από κάθε φαντασία, μια καρδιά που χωράει ακόμη και τα «σκουπίδια» που δεν γουστάρουν το χρώμα του και αυτή τη διάθεση να προσφέρει όλο του το είναι σε περίπου οποιονδήποτε του ζητήσει οτιδήποτε. Αν ο Αντετοκούνμπο δεν ήταν ο Giannis της καρδιάς μας, είναι βέβαιο πως κάποιοι (λίγοι) τολμηροί θα είχαν χρησιμοποιήσει για την περίπτωσή του τη λέξη που ξεκινάει από «μ». Μην τα παίρνεις στο κρανίο. Δεν μιλάμε για το πιο διαδεδομένο ελληνικό πράγμα στον κόσμο και αγαπημένη ατάκα του Μαρκαριάν σε διαιτητή, αλλά για τον ταπεινό και λατρεμένο μαϊντανό.
Θα μου πεις, είναι ιεροσυλία να κολλάς έναν τέτοιο χαρακτηρισμό σε ένα από τα ελάχιστα πράγματα για τα οποίο μπορεί να υπερηφανεύεται ο τόπος που γέννησε την Δημοκρατία, την Φιλοσοφία, το ούζο και την φέτα.
Την οικογένεια Αντετοκούνμπο μπορεί να μην την γέννησε, αλλά τον Γιάννη τον έχει σαν παιδί της η πατρίδα. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, εκείνος την έχει σαν μάνα. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί αποτελεί μια ζωντανή, κινητή διαφήμιση και δεν σταματά ποτέ να μιλά με πάθος για την Ελλάδα. Την Ελλάδα του και μπράβο του. Αλλά πλέον ο ΝΒΑer είναι ο ορισμός του «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, κάποιον Έλληνα θα βρεις». Τον βρίσκεις παντού. Θες δεν θες.
Μέσα σε ένα 24ωρο παίζει να τον ακούσεις να σου λέει «ψηλά το κεφάλι» διαφημίζοντας γάλα με κακάο. Να σου πασάρει μπόμπα κινητό τηλέφωνο ως επίσημος πρέσβης του. Να σου κλείσει εισιτήρια με γνωστή αεροπορική εταιρεία. Να σου εξηγήσει τι είναι το μπάσκετ. Ή -τελευταίο… κρούσμα είναι αυτό- να σου μιλήσει για αυτοκίνητα λες και είναι το δίδυμο Τζίγκερ-Στεφανής. Και δεν φτάνει που ο τύπος κλείνει την μία διαφημιστική συμφωνία πίσω από την άλλη επειδή πουλάει σαν τρελός, πουλάει και τρέλα από πάνω.
Γιατί μόνο τρέλα είναι να έχεις στα πόδια σου εκατομμύρια εκατομμυρίων κι εσύ να μην μπορείς να ρίξεις ούτε μία χυλόπιτα σε οποιονδήποτε σου ζητήσει να κάνεις ένα πέρασμα από το παρκέ του κάθε πιθανού ή απίθανου μπασκετικού καμπ ανά την Ελλάδα. Και είναι τόσο, μα τόσο καλό παιδί, που αν χρειαζόταν, θα έβαζε κι ένα χεράκι για να το καθαρίσει. Το παρκέ. Αυτός που «καθάριζε» τους αντιπάλους σαν αυγά στο NBA κι έτσι και του πετάξεις μία μπάλα μπάσκετ, είναι ικανός να την κυνηγήσει σαν παλαβός ακόμη και σε γήπεδο με τσιμέντο. Άσε που έχει μπλέξει και τη μισή οικογένεια σ΄ αυτήν την ιστορία, με τον αδερφό του τον Θανάση να θέλει να κάνει διακοπές ο άνθρωπος και να μην μπορεί αφού κάθε τρεις και λίγο πρέπει να τρέχει από ένα Antetokounbross event στο άλλο.
Και μετά είναι οι συνεντεύξεις. Τόσες συνεντεύξεις ούτε ο Τσάκας όταν έφερνε πρίγκιπες στον Παναθηναϊκό. Βέβαια, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των δημοσιογράφων να βγάλουν μία είδηση, ένα γεγονός, μισό περιστατικό που θα τους επέτρεπε να υπερθεματίσουν πάνω στον ρατσισμό που κουβαλούν οι Έλληνες, εκείνος δεν τους μετέφερε καμία τέτοια ιστορία. Ακόμη πιο… σπαστικά κιόλας, επαναλάμβανε για το πόσο τους αγκάλιασε η γειτονιά, για τις κυριακάτικες επισκέψεις στην εκκλησία της ενορίας του και άλλα τέτοια που δεν προσφέρονται για τσιτάτα και πομπώδεις τίτλους.
Ο άνθρωπος είναι ο ορισμός του ελληνικού φιλότιμου, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι μαϊντανάρα!
Τη δεδομένη στιγμή έχει ένα κεφάλαιο που μοιάζει ανεξάντλητο και απύθμενο. Γεμίζει γήπεδα με την ίδια ευκολία που το έκανε μετά τη χούντα ο Θεοδωράκης με τον Μπιθικώτση και την Φαραντούρη. Κάνει περισσότερες αγαθοεργίες από την Μητέρα Τερέζα και παραμένει πάντα χαμογελαστός και αδιανόητα διαθέσιμος. Αν σκάσεις μύτη σε κάποιο ανοιχτό γηπεδάκι στις 3 το μεσημέρι με 45 βαθμούς κελσίου, είναι σίγουρο πως μόνο τη σκιά σου θα βρεις εκεί. Κανένα πρόβλημα. Με ένα τηλεφωνάκι κι αν το ζητήσεις (ούτε καν ευγενικά, απλά να το ζητήσεις) είναι ικανός να έρθει εκεί για να παίξετε ένα μονάκι, ένα ρολόι, μια 21 βρε αδερφέ. Οτιδήποτε θα τον έκανε να φανεί χρήσιμος.
Και κάπου εδώ σκάει το ερώτημα.
Είναι δυνατόν αυτή η υπερβολική έκθεση να τον κάψει; Μήπως θα έπρεπε κι εκείνος να διαχειριστεί διαφορετικά τον εαυτό του; Η απάντηση είναι πως όσο παραμένει παιχτάρα και τυπάρα θα τον τρώμε στη… μάπα για πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια ακόμα. Και για να λέμε αλήθειες, αυτό είναι ευλογία.