Γράφει ο Κώστας Καμπούρης
Η απάντηση, αν και αξιοσημείωτη (γιατί δε νομίζω να έχει υπάρξει άλλη περίπτωση που άτομο που σχετίζεται με τα Νόμπελ χρησιμοποιεί έκφραση προπονητή που τον ρωτάνε αν δίκαια πήρε το πρωτάθλημα ο μεγάλος του αντίπαλος) δεν έχει τόση μεγάλη σημασία όσο η ερώτηση:
«Άξιζε ο Μπομπ Ντίλαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016;»
Ο 75χρονος τραγουδιστής/συνθέτης/συγγραφέας/γλύπτης/ζωγράφος έχει ήδη τιμηθεί με σχεδόν όποιο βραβείο υπάρχει, ενώ το όνομά του ακόμα αναφέρεται ως ήρωας, ίνδαλμα, παράδειγμα προς μίμηση. Δίνει πάνω από 100 συναυλίες κάθε χρόνο ενώ δεν έχει σταματήσει να βγάζει άλμπουμ, με το πιο πρόσφατο, Fallen Angels να κυκλοφορεί το Μάιο.
Παρόλα αυτά, το μέγεθος της επιρροής του είναι δύσκολο να μετρηθεί. Πώς να μετρήσεις τον αντίκτυπο κάποιου που διέλυσε κάθε στερεότυπο που υπήρχε στον τομέα της μουσικής ήδη από την πρώτη πενταετία καριέρας του; Μόνο το 1965 με το Like a Rolling Stone κατέρριψε τον κανόνα που ήθελε κάθε σινγκλ να είναι το πολύ μέχρι 3 λεπτά με ένα τραγούδι που ξεπερνούσε τα 6 και ψηφίστηκε ως το καλύτερο τραγούδι όλων των εποχών από το (εχμ), Rolling Stone.
Με το Subterranean Homesick Blues κυκλοφορεί αυτό που θεωρείται ευρέως ως ένα από τα πρώτα μουσικά βίντεο κλιπ ενώ εμφανίζεται στο Newport Folk Festival συνοδευόμενος από ηλεκτρική κιθάρα και σηκώνει θύελλα αντιδράσεων και συζητήσεων σε μια Αμερική που δεν μπορεί να δεχτεί ότι ένας folk καλλιτέχνης μπορεί να το γυρίσει στο rock. Όχι κι άσχημα για κάποιον που έχει ξεκινήσει μόλις το 1961.
Στιχουργικά, ανοίγει διάπλατα το πεδίο για όσους ακολουθούν ξεφεύγοντας από τα τυπικά μέχρι τότε θέματα που κυριαρχούσαν στα τσαρτς ασκώντας κοινωνική κριτική σχεδόν σε κάθε απαρχαιωμένο θεσμό της συντηρητικής Αμερικής, από τις φυλετικές διακρίσεις μέχρι την πολεμοχαρή κουλτούρα και την έλλειψη περιβαλλοντικής πολιτικής.
Όλα αυτά όταν δεν κατέφευγε στην ποίηση, γράφοντας στίχους που αποτελούν αντικείμενο μελέτης μέχρι και σήμερα, χρησιμοποιώντας συγγραφικές τεχνικές, φέρνοντας στο προσκήνιο την beat ποίηση, δημιουργώντας μια νέα ποιητική έκφραση αλλά και βοηθώντας να διατηρηθούν μέσα από τα τραγούδια του πολλές από τις προφορικές αμερικανικές παραδόσεις κάτι στο οποίο έγινε ειδική μνεία από την επιτροπή του Νόμπελ.
Η επιρροή του αλλά και το τεράστιο μέγεθός του ως καλλιτέχνης του εξασφάλισε τέτοια καλή θέληση που για χρόνια περιόδευε τραγουδώντας με τέτοιο τρόπο που μέχρι κι ο Θέμος Αναστασιάδης θα του έλεγε ότι δεν καταλαβαίνει τι λέει. Στο I’m not Τhere ο σκηνοθέτης δίνει το ρόλο του Μπομπ Ντίλαν σε 6 ηθοποιούς, ο ένας από αυτούς γυναίκα, και η ταινία όχι μόνο παίρνει καλές κριτικές αλλά η Cate Blanchett κερδίζει υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Ενέπνευσε κάθε τύπο να κυνηγήσει το όνειρό του με μια κιθάρα ασχέτως αν είχε την καλύτερη φωνή ή καλή φωνή ή φωνή που να ακούγεται, ενώ μαζί με το στιχουργικό του έργο είναι εν πολλοίς υπεύθυνος και για τον ερχομό του rock στην Ελλάδα καθώς σχεδόν όλοι οι πρωτοπόροι της εγχώριας σκηνής αυτόν αναφέρουν σαν εκείνον που τους έδειξε το δρόμο, αυτόν που προσπάθησαν να μιμηθούν.
Ίσως τελικά το μόνο που να μπορεί να περιγράψει τα κατορθώματα του είναι το ότι είναι ο πρώτος μουσικός που τιμάται με Νόμπελ Λογοτεχνίας και «για να το πάρει, το άξιζε».