Ναρκωτικά, πόρνες και αλκοόλ. Μια «δεύτερη» ζωή γεμάτη αταξία και καταχρήσεις. Στην «πρώτη» πρόλαβε, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να γίνει αυτό που αναγνωρίζεται έως και σήμερα: ένας από τους σημαντικότερους αρτίστες του 20 αιώνα.
Δισυπόστατος όσο λίγοι. Το ναδίρ της ακολασίας και το ζενίθ της καλλιτεχνικής έμπνευσης συμπυκνωμένα στην καθημερινή ρουτίνα του. Με έναν τρόπο που μάλλον μόνο ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρντ είχε συνδυάσει έως τότε. Όπως κι εκείνος άλλωστε, πρόλαβε να διαβεί το κατώφλι της αθανασίας μολονότι έφυγε πολύ νωρίς.
Μια διαρκής σύγκρουση ακατάσχετης ασωτίας και ακατάσχετης δημιουργικότητας όρισε τον βραχύβιο κύκλο ζωής του. Αν ο διάβολος έπαιρνε πινέλο θα ζωγράφιζε τον Αμεντέο Μοντιλιάνι.
Μια ιδιοφυΐα που νικήθηκε από τα πάθη της και άφησε ανολοκλήρωτο αυτό για το οποίο καμώθηκε. Και που με το θάνατό του, στα 35 μόλις χρόνια του, παρέσυρε στην τραγικότητα τη γυναίκα της ζωής του και το δεύτερο παιδί τους.
Ευάλωτος στις ασωτίες ή καμουφλάζ για τη φιλασθένειά του;
Ο άνθρωπος που λάτρεψε τον αγοραίο έρωτα, το χασίς, το όπιο, ακόμα και την κοκαΐνη ήταν ο ίδιος που ζωγράφισε πάνω από 350 πίνακες αμύθητης συνολικά αξίας και για μια ολόκληρη εξαετία αφιερώθηκε αποκλειστικά στη δεύτερη τέχνη του, αφήνοντας το στίγμα του και στη γλυπτική. Ο πίνακάς του Nu couche (Κόκκινο γυμνό) είναι ο 5ος ακριβότερος στην ιστορία, φτάνοντας το 2015 τα 158,8 εκατ. δολάρια σε δημοπρασία.
Το πρωί μπορούσε να συνδιαλέγεται με τον κύκλο των αβάν-γκαρντ καλλιτεχνών της Μονμάρτρης και του Μονπαρνάς, ως σεβάσμιο μέλος, αριστοκρατικού ίματζ, του παγκόσμιου πνευματικού λίκνου, όπως ήταν το Παρίσι στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. «Υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που ξέρει να ντυθεί στο Παρίσι κι αυτός είναι ο Μοντιλιάνι», έλεγε ο διασημότερος του κύκλου αυτού, Πάμπλο Πικάσο.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας δεν είχε κανένα πρόβλημα να ψάχνει μεθυσμένος ή «φτιαγμένος» συντροφιά στα πορνεία του Παρισιού. Ή να καταφεύγει σε βίαια ξεσπάσματα ενώπιον κάποιας από τις διάσημες ερωμένες του, όπως η Ρωσίδα ποιήτρια Άνα Αχμάτοβα, που ύστερα από ένα χρόνο σχέσης δεν άντεξε και επέστρεψε στο σύζυγό της.
Ήταν όμως τόσο ευάλωτος στις ασωτίες –αυτές που εν τέλει αφαίρεσαν χρόνια από τη ζωή του- ή ο κορυφαίος δημιουργός κατέφυγε συνειδητά σε αυτές προκειμένου να καμουφλάρει τη φιλασθένειά του;
«Ήταν χαρούμενος όταν οι άλλοι τον θεωρούσαν μεθύστακα και ναρκομανή»
Η τελευταία βιογραφία του, γραμμένη από τη Μέριλ Σεκρέστ το 2011 («Μοντιλιάνι: Μια ζωή»), επιχειρεί να ανατρέψει το μύθο του αυτοκαταστροφικού ζωγράφου. Η βιογράφος του υποστηρίζει ότι εσκεμμένα ο Μοντιλιάνι ξεκίνησε το ποτό και τα ναρκωτικά, θέλοντας πάση θυσία να κρύψει ένα μεγάλο μυστικό.
«Ήταν χαρούμενος», γράφει, «όταν οι άλλοι τον θεωρούσαν μεθύστακα και ναρκομανή. Ετσι, δεν έβλεπαν πάνω του τα σημάδια της φυματίωσης. Οι αλκοολικοί, άλλωστε, ήταν αποδεκτοί. Οι φυματικοί όχι. Το κοινωνικό στίγμα την εποχή εκείνη ήταν μεγάλο και αυτομάτως σε εξόριζε στο περιθώριο της ζωής. Ο Μοντιλιάνι προτίμησε συνειδητά να κρύψει τη θανατηφόρα ασθένειά του απ’ όλους, φίλους και ερωμένες».
Στις βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει στο παρελθόν, οι ιστορικοί τέχνης συμφωνούν ότι αιτία του θανάτου του στα 35 του χρόνια ήταν η φυματιώδης μηνιγγίτιδα. Η Σεκρέστ συνυπογράφει, αλλά τα ευρήματά της έχουν την εξής προέκταση: ο Μοντιλιάνι δεν δημιουργούσε ερήμην του, υπό την επήρεια των ουσιών, αλλά εκτελούσε ένα καλοσχεδιασμένο σχέδιο προστασίας της υπόληψης και κυρίως της υστεροφημίας του. Ήξερε ότι θα πεθάνει και γι’ αυτό βιαζόταν να καθιερώσει την υπογραφή του.
Αν ισχύουν όλα αυτά πρόκειται για έναν άνθρωπο που συνέτριψε εκκωφαντικά τα ασφυκτικά όρια του πεδίου δράσης, στα οποία («νόμιζε») η μοίρα ότι τον είχε εγκλωβίσει…
Το 1906, αποφασίζει να πάει στο Παρίσι, όπου συναθροίζονταν ορισμένοι από τους κυριότερους δημιουργούς της σύγχρονης Τέχνης
Ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1884 στο Λιβόρνο, ως το νεότερο από τα τέσσερα παιδιά ενός ζεύγους Σεφαραδιτών Εβραίων. Η οικονομική τους κατάσταση είχε απότομα σκαμπανεβάσματα κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων. Μέχρι τα 16 του, όταν διαγνώστηκε με φυματίωση, είχε ήδη επιβιώσει από σοβαρές κρίσεις πλευρίτιδας και τύφου. Η τέχνη (και η μητέρα του) ερέθισαν τη θέληση του για ζωή.
Εμπνευσμένος από τα έργα του Μποτιτσέλι, που θαύμασε ως προέφηβος στο Ουφίτσι της Φλωρεντίας, τον δάσκαλο του Γκιγέλμο Μικέλι και τους Βρετανούς προ-Ραφαηλίτες, που ύμνησαν τη θηλυκή ομορφιά, δεν άργησε να καταλήξει σε αυτό που ήθελε να κάνει.
Όταν διαγνώστηκε η φυματίωση ταξίδεψε με τη μητέρα του στο Κάπρι και τη Νάπολη. Η βελτίωση της υγείας του του επέτρεψε να σπουδάσει τέχνη στη Φλωρεντία και τη Βενετία, όπου ήλθε σε επαφή με το έργο των Γάλλων ιμπρεσιονιστών και του Ροντέν.
Έτσι, το 1906, αποφασίζει να πάει στο Παρίσι, όπου εκείνη την εποχή συναθροίζονταν ορισμένοι από τους κυριότερους δημιουργούς της σύγχρονης Τέχνης. Η Μονμάρτρη και το Μονπαρνάς ήταν οι ξακουστές πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες. Ένα σημαντικό μέρος της πνευματικής ζύμωσης και δημιουργίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα συνοψίστηκε μέσα στη ιστορία αυτών των δύο συνοικιών.
Εκεί γεννήθηκαν ο φωβισμός, ο κυβισμός, ντανταϊσμός και ο υπερρεαλισμός, εκεί γνώρισε ο Μοντιλιάνι τον Πικάσο, τον Κοκτό, τον Ουτρίγιο, τον Ντερέν, τον Απολινέρ, τον Ριβέρα, τον Μαξ Ζακόμπ. Στα καφέ, τα μπιστρό, τις ταβέρνες και τα καμπαρέ γίνονταν οι πιο παθιασμένες συζητήσεις για την τέχνη, τη μουσική και την ποίηση. Στο καλλιτεχνικό καταφύγιο όλων των «ανήσυχων» της εποχής γεννήθηκε ο όρος «μποέμ», όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Κρατώντας ένα χαρτί και ένα μολύβι, έμπαινε στα καφέ και αντάλλασσε σχέδια που ζωγράφιζε επιτόπου, με αλκοόλ
Σε αυτό το διάστημα ο ζωγράφος αναπτύσσει το δικό του ιδιαίτερο ύφος, μια πρωτότυπη και απολύτως προσωπική τεχνοτροπία. Τα γυμνά μοντέλα αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης αλλά και σημείο αναγνώρισης για τον Ιταλό ζωγράφο. «Οι όμορφες γυναίκες που αξίζει να ζωγραφίσει ή να σμιλέψει κανείς μοιάζουν συχνά να επιβαρύνονται από τα ρούχα τους», έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Σε αυτόν τον κύκλο όμως ο Μοντιλιάνι δεν εντάχθηκε ποτέ ψυχή τε και σώματι. Υπήρξε το αξιοζήλευτο μεν, έκπτωτο δε, μέλος του. Αντισυμβατικός και εμπνευσμένος από τους «καταραμένους» ήρωες του, τον Τουλούζ-Λοτρέκ αλλά και τον Νίτσε, αναλαμβάνει το ρόλο του «αλήτη» σε μια μποέμικη παρέα.
Η καλλιτεχνική φλέβα του όμως δεν υποκύπτει στο όπιο και στο αλκοόλ. Η συνάντηση με τον Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι τον ιντριγκάρει να γνωρίσει τον κόσμο της γλυπτικής Έναν κόσμο που ο Μοντιλιάνι θα αγαπήσει τόσο ώστε για έξι χρόνια να του αφιερωθεί ολοκληρωτικά, ξεχνώντας σχεδόν τη ζωγραφική. Πρόλαβε να εκθέσει ορισμένα από τα έργα του στο Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1912, δυστυχώς όμως ο ίδιος κατέστρεψε την πλειονότητα αυτών. Πιθανότατα εν μέσω εθιστικής, ψυχαναγκαστικής παραζάλης…
Λέγεται ότι κρατώντας ένα χαρτί και ένα μολύβι, έμπαινε στα καφέ και αντάλλασσε σχέδια, τα οποία ζωγράφιζε επιτόπου, με κάποια ποσότητα αλκοόλ.
Σε διάστημα πέντε ετών (1915-1920) ζωγραφίζει πάνω από 300 πίνακες και το έργο του γίνεται γνωστό και εκτός Παρισιού
Η γνωριμία του με τον γιατρό Πολ Αλεξάντρ και αργότερα τον Πολωνό Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, γνωστό διανοούμενο και ποιητή της εποχής, του εξασφαλίζει έναν σταθερό επαγγελματικό χώρο και σταδιακά τα προς το ζην. Αμφότεροι λειτούργησαν τύποις χορηγοί του, εντυπωσιασμένοι από το έργο του. Ακολουθεί η ολοκληρωτική αφοσίωση στη ζωγραφική και το πιο δημιουργικό διάστημα του καλλιτέχνη.
Σε διάστημα πέντε ετών (1915-1920) ζωγραφίζει πάνω από 300 πίνακες και το έργο του γίνεται γνωστό και εκτός Παρισιού. Το 1919 μια έκθεσή με 10 έργα του στο Λονδίνο τυγχάνει ενθουσιώδους απήχησης και θερμών κριτικών από ειδικούς της τέχνης.
Τότε όμως, που ξεκίνησε να γράφει στη μητέρα του, ενημερώνοντας την για τις μεγάλες επιτυχίες του, το λάδι στο καντήλι του τρεμόπαιζε. Η φυματίωση και οι καταχρήσεις είχαν επιβαρύνει δραματικά την κατάσταση της υγείας του. Έξι μήνες μετά από εκείνο το γράμμα – τον Ιανουάριο του 1920 – άφησε την τελευταία πνοή του, χτυπημένος από μηνιγγίτιδα.
Η κύηση του δεύτερου παιδιού του διακόπηκε απότομα, με μια πράξη αρχαιοελληνικής τραγωδίας
Τρία χρόνια νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σχέση του με την 19χρονη τότε Ζαν Εμπιτέρν, τη γυναίκα που του χάρισε τη μοναδική απόγονο του. Τη μοναδική διότι η κύηση του δεύτερου παιδιού του διακόπηκε απότομα, με μια πράξη αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Αδυνατώντας να δεχτεί την απώλεια του αγαπημένου της, η οχτώ μηνών έγκυος Εμπιτέρν πήδηξε από το παράθυρο, δίνοντας τέλος στη ζωή και των δύο.
Εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του πατέρα της, η Ζαν Μοντιλιάνι πέθανε βυθισμένη στο αλκοόλ.
Αναρωτιέστε ακόμα γιατί ο Αμεντέο Μοντιλιάνι έμεινε στην ιστορία ως ο «καταραμένος ζωγράφος»; Ο διάβολος πάντως όχι…