Τα έχω ελαφρώς συγκεχυμένα στο μυαλό μου- έχουν περάσει, πλέον, τόσα χρόνια από τότε- όμως αν δεν κάνω λάθος, απλά είχα σκοντάψει πάνω του όπως περπατούσα στην παραλία. Ήταν ένα γυάλινο μπουκάλι με καραβάκι μέσα του, σαν αυτά που έριχναν παλιά στη θάλασσα οι πειρατές.
Θα το είχα αφήσει εκεί που το βρήκα, τ’ ορκίζομαι, αλλά μου τράβηξε την προσοχή μια φράση γραμμένη στο χαρτάκι που κρεμόταν από το κατάρτι του μικρού ξύλινου πλοίου. Την εξέλαβα, αρχικά, σαν μια αποτυχημένη προσπάθεια για χιούμορ.
Έλεγε: «Μήπως είσαι για τον Πούζο;».
Έτσι, έριξα το γυάλινο μπουκάλι στα βράχια και πήρα στα χέρια μου το χαρτί. Κάτω από την ερώτηση είχε σχεδιασμένο έναν πρόχειρο χάρτη. Αναγνώρισα αμέσως το σημείο που ήταν σημειωμένο πάνω του το κόκκινο X- αυτή, άλλωστε, ήταν η γενέτειρά μου.
Η περιέργεια με ώθησε να προχωρήσω μέχρι τον παλιό μύλο και να σηκώσω την πέτρα, όπως υποδείκνυαν οι οδηγίες, για να βρω το μεταλλικό κουτί. Το βρήκα. Το άνοιξα. Και μέσα είχε ένα βιβλίο από την εποχή του τροχού, θαρρείς, ο οποίος είχε ξεχάσει να γυρίσει εδώ και πολύ καιρό.
Ο τίτλος του ήταν “Godfather”. Κάτι μου θύμιζε αμυδρά (κάποια αφίσα ταινίας, ίσως; Ποιος ξέρει…) το εξώφυλλό του. Τίναξα από πάνω του τη σκόνη και κάθισα στα απέναντι παγκάκι.
Στο εσώφυλλο διάβασα το μίνι βιογραφικό του συγγραφέα: τον έλεγαν Μάριο Πούζο, ήταν Ιταλικής καταγωγής αλλά είχε μεγαλώσει στο Hell’s Kitchen της Νέας Υόρκης. Θεωρείτο ο κορυφαίος στο είδος των βιβλίων που καταπιάνονταν με τη Μαφία, ενώ ήταν βραβευμένος με Όσκαρ σεναριογράφος. Είχε γεννηθεί το 1920 και είχε πεθάνει το 1999 (Θεέ μου, τούτο το βιβλίο ήταν πιο παλιό κι από την ίδια τη Βίβλο!).
Όταν άρχισα να διαβάζω την πρώτη γραμμή ήταν μεσημεράκι, όμως το παρθενικό μου διάλειμμα ήταν υποχρεωτικό, κι αυτό γιατί γύρω μου είχε πέσει σκοτάδι κι εγώ δεν ήμουν νυχτερίδα για να μπορέσω να δω τι γινόταν παρακάτω στην ιστορία του Ντον Κορλεόνε.
Γύρισα σπίτι, ανέβηκα κατευθείαν στο δωμάτιό μου, άναψα το φως και συνέχισα να διαβάζω με ρυθμούς αναγνωστικού πολυβόλου. Όσο περισσότερο προχωρούσα την ιστορία μου, τόσο περισσότερο γινόταν αισθητή η επίδραση του Φίοντορ Ντοστογέφσκι στο έργο του Μάριο Πούζο. Ειδικά η οικογένεια του Κορλεόνε έμοιαζε να είναι «φωτοτυπία» αυτής του Καραμαζόφ- ένας ισχυρός πατέρας, ο ευέξαπτος μεγάλος γιος, ένας πιο φιλοσοφημένος, ένας τρίτος πιο γλυκός από τους άλλους κι ένας υιοθετημένος που εργαζόταν στην… εταιρία του μπαμπά.
Η γραφή του Πούζο, όμως, ήταν πιο ευχάριστη και πιο «στρογγυλεμένη». Σ’ έκανε να θέλεις να γυρίσεις τη μία σελίδα μετά την άλλη για να δεις, επιτέλους, τι θα συμβεί στον Μάικλ.
Ο Ιταλοαμερικανός συγγραφέας άφηνε με χειρουργική ακρίβεια οτιδήποτε περιττό έξω από την ιστορία του, οι διάλογοι ήταν αληθοφανείς και πειστικοί, οι σκηνές δράσης έντονες, χωρίς να λείπουν οι αιματοχυσίες, ενώ η γενικότερη νουάρ ατμόσφαιρα έκανε το όλο λεκτικό πακέτο ακόμα πιο θελκτικό.
Τελείωσα τις 500, σχεδόν, σελίδες του “Godfather” (είχε γραφτεί το 1969, διάβασα μετά, και ήταν η απέλπιδα προσπάθεια του συγγραφέα να ξεφύγει από τη φτώχεια και να συντηρήσει τα 5 παιδιά του) σε δύο, μόλις, ημέρες, και μετά πήγα και αγόρασα όλα τα υπόλοιπα βιβλία του Πούζο.
Το “Dark Arena”, του 1955, που φανέρωνε έναν άγουρο, μα ταλαντούχο, γραφιά. Το “Fortunate Pilgrim” και το “The Ranaway Summer of Davie Shaw”, γραμμένα μέσα σε μια διετία (1965-1966), που μαρτυρούσαν πως η ωρίμανση δεν ήταν μακριά.
Το “Six Graves to Munich”, υπό το όνομα Μάριο Κλέρι, που ήταν το ψευδώνυμό του. Κι έπειτα, μετά τον «Νονό», το “Fools Die” (1978) το οποίο ήταν το αγαπημένο του Πούζο και είχε μέσα αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία (αλλά πλατείαζε αρκετά και έχανε το ρυθμό του), τον αριστουργηματικό, σχεδόν ισάξιο με το magnum opus του, «Σικελό» (1984) που μιλούσε εκ νέου για τη Μαφία, το “The Fourth K” (1991)- μια υπέροχη ιστορία «φαντασίας» για έναν τέταρτο Κένεντι που αναλάμβανε την προεδρία των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα-, το “Last Don” (1996), ένα άνισο ύστατο «χαίρε» στις Οικογένειες και το “Omerta” (2000) που εκδόθηκε μετά το θάνατο του Μάριο και παρά τις καλές του στιγμές, μας ανάγκαζε να σιωπήσουμε ένοχα όταν μας ζητούσε κάποιος να πούμε αν είναι αυτό το χειρότερο βιβλίο του.
Υπήρχε, βέβαια, και το “The Family” του 2001, το οποίο το ολοκλήρωσε η επί σειρά ετών κοπέλα του Πούζο, η Κάρολ Τζίνο, που, ωστόσο, δεν μπορεί να λογιστεί σαν ολότελα δικό του έργο, καθώς είχε γράψει μόλις μερικά κεφάλαια και είχε παραδώσει μια σκαλέτα της υπόλοιπης πλοκής.
Έπειτα, έψαξα κι έμαθα για το έργο του σαν σεναριογράφος: τα δύο Όσκαρ σεναρίου που πήρε για τους δύο πρώτους, εξόχως έξοχους, «Νονούς», την εξαιρετική δουλειά που έκανε γράφοντας τον «Σούπερμαν» το 1978 και το «Σούπερμαν 2» το 1980, και, μεταξύ μας, για την ανεκδιήγητη φιλμική πατάτα που άκουγε στο όνομα “Earthquake” (1974) και μας ταρακούνησε για τα καλά μόλις τελειώσαμε τη θέασή του.
Όμως παρά το γεγονός πως έβγαλε πολλά χρήματα χάρη στο Χόλιγουντ, ο Πούζο μάλλον το απεχθανόταν, με τους καυγάδες του με τον Κόπολα να είναι λίγο ηπιότερης μορφής από τα διπλωματικά επεισόδια των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Μάριο λάτρευε τα βιβλία και πίστευε πως αυτά ήταν η πραγματική συγγραφική τέχνη, όχι τα σενάρια. Δε μου άρεσαν ποτέ μου οι συγκρίσεις σε κάτι τόσο υποκειμενικό, όμως αν μου έβαζαν για έναν ανεξήγητο λόγο το πιστόλι στον κρόταφο και μου έλεγαν να πως αν τούτος ο Ιταλοαμερικανός ήταν ένας εκ των 10 κορυφαίων συγγραφέων όλων των εποχών, τότε μάλλον θα ένευα καταφατικά.
Γιατί ουδείς μπορούσε να στήσει μια μαφιόζικη ιστορία εξίσου καλά με αυτόν. Κανείς δεν κρατούσε τις μαριονέτες του αιματοβαμμένου έργου του με μεγαλύτερη μαεστρία από τον ίδιο. Επειδή εξαιτίας αυτού κάθε φορά που ακούμε τη μουσική του Νίνο Ρότα κλείνουμε τα μάτια και μειδιούμε με νόημα, βλέποντας το Μάρλο Μπράντο, τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον Αλ Πατσίνο να μας χαιρετούν.
Δεν ξέρω ποιος έφερε τούτο το μπουκάλι με το λακωνικό μήνυμα και τον χάρτη στο δρόμο μου, όμως θέλω να τον ευχαριστήσω- όποιος κι αν ήταν.
Βλέπετε, με εισήγαγε στον κόσμο του Μάριο Πούζο. Εκεί που η μαγεία δεν είναι τίποτα περισσότερο από λέξεις τυπωμένες στο χαρτί.
Γι’ αυτό ελάτε, μη διστάσετε: το αναγνωστικό βάπτισμα του πυρός περιμένει κι εσάς.
Και μη φοβάστε για το ποιος θα σας ρίξει στην κολυμβήθρα.
Αυτός θα είναι ο Νονός».