Το 1968 οι Doors είχαν ήδη ολόκληρο τον κόσμο στα πόδια τους. Είχαν χρειαστεί μόλις 3 στούντιο άλμπουμ και λιγότερα από τρία χρόνια καριέρας για να το καταφέρουν. Αυτή η σχεδόν απρόσμενη κι αναπάντεχη επιτυχία οφείλεται (όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις) στο ταλέντο και (πολύ περισσότερο) στην περσόνα, στην προσωπικότητα ενός και μόνου ανθρώπου. Του Τζιμ Μόρισον που φεύγοντας από τη ζωή μόλις στα 27 του άφησε τον καλλιτεχνικό κόσμο να αναρωτιέται για το τι ακριβώς υπήρξε αυτός ο τύπος και γιατί η πορεία του πνίγηκε στο θολό νερό μιας μπανιέρας κάπου στο Παρίσι.
Ο Μόρισον μοιάζει να άργησε κατά μερικούς αιώνες να εμφανιστεί στην ανθρωπότητα. Αναγεννησιακών «διαστάσεων» καλλιτέχνης, με ενδιαφέροντα και επιρροές που δεν περιορίζονταν στη μουσική και το τραγούδι, αλλά κάλυπταν ένα πεδίο που εκτεινόταν από τον Πλούταρχο και τον Νίτσε, μέχρι τον Κοκτό, τον Μολιέρο και τον Κάφκα. Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι υπήρξαν πηγές της έμπνευσής του, που πρόβαλλαν μέσα από τους στίχους του, στριμωγμένες στα στενά τζιν και τα ξεκούμπωτα πουκάμισα της ροκ γοητείας του.
Πριν καν ολοκληρωθεί το LA Woman το 1971 ο Μόρισον ήταν ήδη «νεκρός»
Πολύ πριν αφήσει την τελευταία πνοή του. Πολύ πριν ρίξει την τελευταία ζαριά της ζωής του στη Γαλλία, όπου και μετακόμισε με την ελπίδα ότι αυτή η κατ’ ιδίαν τριβή με τη χώρα της οποίας την κουλτούρα τόσο αγάπησε, θα τον βοηθούσε να επανακαθορίσει το ποιος είναι. Παρά τα παραπανίσια κιλά και το μούσι, χαρακτηριστικά σημάδια… εγκατάλειψης, συνέχιζε να ασκεί ανίκητη έλξη στις μάζες. Ιδιαίτερα στις γυναίκες, που όμως ολοένα και λιγότερο συχνά μετατρέπονταν από γκρούπις σε ερωτικούς συντρόφους. Το αλκοόλ ήταν πλέον και σύντροφος και οικογένεια και φίλος. Άλλωστε όπου μπαίνει το οινόπνευμα δεν περισσεύει χώρος για τίποτα άλλο.
Στα live οι θεατές έπαιρναν μια ιδέα του τι συνέβαινε και στις ηχογραφήσεις
Η ραθυμία στη σκηνή, η αργοπορία στις ηχογραφήσεις και κυρίως η δυσκολία του να εκφράσει ενθουσιασμό για κάτι νέο μαρτυρούσαν έναν άνθρωπο που δεν βρισκόταν σε εγρήγορση, αλλά τελούσε υπό καθεστώς ολικής παραίτησης. Η απόφασή του να ζήσει για ένα διάστημα στο Παρίσι αντιμετωπίστηκε από το περιβάλλον και τους συνεργάτες του ως ευλογία. Οι πωλήσεις δίσκων δεν πήγαιναν ποτέ καλύτερα και ο Μόρισον θα είχε την ευκαιρία για μια… αγρανάπαυση που θα τον βοηθούσε να ανακάμψει και παράλληλα θα μασκάρευε την κατάστασή του από το κοινό που αργά ή γρήγορα θα καταλάβαινε… Ήδη μια σειρά συναυλιών είχε ματαιωθεί σκορπώντας ερωτηματικά για το τι συνέβαινε με τον νεαρό ποιητή και την μπάντα του. Στο κάτω-κάτω εκεί δεν θα ήταν μόνος, αλλά θα ξαναέσμιγε με την αγαπημένη του από τα χρόνια του Πανεπιστημίου, Πάμελα Κούρσον. Ίσως αυτή θα τον βοηθούσε να επανασυνδεθεί με τον ατίθασο νέο που αμφισβητούσε τις εξουσίες και γυρνούσε την πλάτη στις συμβάσεις.
Ίσως η Πάμελα να μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ήταν σε θέση εκείνη η γυναίκα να τον κάνει να αφήσει οριστικά πίσω του τις έξεις των οποίων ήταν σκλάβος, με τίμημα την έμπνευσή του
Χρήστης ηρωίνης εκείνη, πώς θα ήταν δυνατόν να τον κάνει να γυρίσει την πλάτη του σε αλκοόλ και κοκαΐνη; Άλλωστε, το Παρίσι απείχε πολύ από αυτό των λογοτεχνών που τον γοήτευαν. Ή από εκείνο το οποίο επέλεξε ως σημείο εξόδου από αυτό τον κόσμο ο αγαπημένος του Όσκαρ Γουάιλντ. Η έκρηξη της δημοφιλίας στη χρήση ηρωίνης στις αρχές της δεκαετίας του ’70 έκανε την πρωτεύουσα της Γαλλίας περίπου αγνώριστη ακόμη και συγκρινόμενη με τα τέλη του ’60. Ωστόσο, σχεδόν σαν από θαύμα, για τον Μόρισον φάνηκε να είναι αυτό που ζητούσε. Κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων περιπάτων, ο τραγουδιστής έμοιαζε να πλησιάζει σε μια λυτρωτική επιστροφή σε μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Με το καμουφλάζ του μποέμ λουκ που αντικατέστησε τον σκληρό ρόκερ να προσφέρει ανωνυμία και διακριτικότητα, οι πιθανότητες έδειχναν να είναι με το μέρος του. Η απώλεια κιλών και το χαμόγελο στο πρόσωπό του ήταν μάρτυρες που συνηγορούσαν στην πολυπόθητη αλλαγή. Αποδείχτηκε φευγαλέα κι εύθραυστη.
Η συμπεριφορά του άρχισε να αποκτά χαρακτήρα διπολικότητας
Η ακολουθία περιόδων πνευματικής διαύγειας από άλλες πλήρους παράδοσης στα ναρκωτικά δοκίμασαν τις αντοχές του σώματος και της ψυχής του. Κι όσο το πρώτο γέμιζε με ουσίες για να καλύψει τα κενά της δεύτερης, ο Μόρισον μετατρεπόταν σε κάτι πολύ διαφορετικό από το νόημα της επιγραφής «κατά τον Δαίμονα εαυτού» που τελικά γράφτηκε στον τάφο του. Αντίθετα από ό,τι ενδεχομένως πιστεύουν πολλοί, ο «Δαίμων εαυτός» είναι η ένωση του θεϊκού με το ανθρώπινο και η κοινή πορεία τους σε μια ζωή χωρίς τις υποχρεώσεις που δημιουργούν οι συμβιβασμοί και οι κοινές συμβάσεις.
Οι αστικοί μύθοι που συνοδεύουν το θάνατό του συναγωνίζονται μόνο την υστεροφημία του
Για κάποιους δυσανάλογη του έργου του, για άλλους πολύ μικρή για να τον περιγράψει, η κληρονομιά του δεν θα μπορούσε ποτέ να περιοριστεί στα κουτσομπολιά και στις φήμες για το πώς (ή ακόμα και εάν) έφυγε από τη ζωή. Νεκροψία δεν υπήρξε ποτέ, σε μια προσπάθεια να μην αμαυρωθεί η μνήμη του ίσως. Η Κούρσον υποστήριξε πως ο Μόρισον μπέρδεψε την κοκαΐνη με την ηρωίνη κι αυτό το λάθος πρωτάρη με τις άσπρες και τις καφέ σκόνες ευθύνεται για τον θάνατό του. Η αλήθεια για τις συνθήκες εκτιμάται και εικάζεται εδώ και 46 χρόνια, αλλά δεν αποκαλύπτεται σε κανέναν γιατί την πήρε μαζί του ο ίδιος. Και δεν αποκλείεται η ημερομηνία που ο Μόρισον έκλεισε τα μάτια του να είναι διαφορετική από εκείνη του βιολογικού θανάτου του.
Ίσως στις 3 Ιουλίου του 1971 το κορμί να επισφράγισε το αντίο που είχε πει μήνες πριν η ψυχή του όταν σταμάτησε να βρίσκει τροφή σε ποιητές και φιλοσόφους κι άρχισε να ψάχνει γιατρειά σε καταχρήσεις και ουσίες.