«Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτο το έγκλημα με σκοτώνει».
Ιούνιος 1998. Το πανελλήνιο, συγκλονισμένο, παρακολουθεί τις έρευνες για τον εντοπισμό του καθηγητή Πανεπιστημίου και συγγραφέα Δημήτρη Λιαντίνη. Ανακρίβεια. Όσοι τον ήξεραν (μόνο) με αυτές τις ιδιότητες είχαν ένα κενό ενημέρωσης.
Όσοι τον γνώριζαν και με αυτές του στοχαστή και φιλοσόφου, ίσως να μην αγωνιούσαν για την τύχη του. Θα ψυχανεμίζονταν ότι ο μεγάλος Λάκωνας που ανέβηκε στον αγαπημένο του Ταΰγετο την 1η Ιουνίου δεν επρόκειτο να επιστρέψει. Το είχε κάνει πολλάκις. Ποτέ όμως δεν είχε εξαφανιστεί. Εκείνη έμελλε να είναι η στερνή (του) φορά.
Είναι δυνατόν να έβαλε κάποιος τέλος στη ζωή του από θλίψη για το έγκλημα σε βάρος των επόμενων γενεών; «Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους», έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Είναι απόσπασμα από την αποχαιρετιστήρια επιστολή που άφησε στην κόρη του, Διοτίμα, προτού χαθεί.
Πόσο διαφορετικός ποιοτικά είναι ένας άνθρωπος που έχει προφητέψει το «έγκλημα» και βασανίζεται από θανατηφόρες τύψεις διότι ανήκει στη γενιά των «θυτών»; Ήταν αυτός ένας «απόγονος» του Υπερανθρώπου του Νίτσε με αυτοκαταστροφικές τάσεις; Ποια καταραμένη μοίρα οδήγησε έναν σύγχρονο φιλόσοφο και απόλυτα επιτυχημένο επαγγελματία στην αυτοχειρία;
Εκτός από τους λίγους που είχαν διαβάσει (έως τότε) τα έργα του, εκείνοι που συνέδεσαν πρώτοι τα νέα της εξαφάνισης του με μαντάτα θανάτου, ήταν οι μαθητές του στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών.
«Σήμερα θα πούμε τα στερνά μας λόγια. Αύριο οι ψυχούλες μας κάνουν φτερά… Για να σας δω όλους λίγο στα μάτια», τους είπε στο τελευταίο μάθημα, την 27η Μαϊου του ’98…
Μέντορας, όχι καθηγητής. Δεν δίδασκε ύλη, αλλά τρόπο και αντίληψη ζωής, λένε όσοι γέμιζαν το αμφιθέατρο για να παρακολουθήσουν ένα διαφορετικό από τα στερεοτυπικά πρότυπα μάθημα φιλοσοφίας.
Η γνώση του σε καθήλωνε καθώς έρεε από τα χείλη του, σαν δεύτερη αναπνοή. Λάτρης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και των μεγάλων κλασικών, με βαθύτατη μόρφωση πέραν της εξειδίκευσης του, ήταν ικανός να μπλέξει σε μια πρόταση όσες φράσεις σπουδαίων ανδρών ήθελε να επικαλεστεί.
Με έκδηλη την αγάπη του προς τους νέους, παρότρυνε να κλείσουν τις τηλεοράσεις, να διαβάζουν βιβλία, να εμπλουτίσουν το γνωστικό επίπεδό τους, να επικοινωνούν, να ερωτεύονται. «Τρύγησε την ημέρα, σα να είναι η τελευταία σας. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη», ήταν επίσης κάποια από τα λόγια του, σε εκείνο το κύκνειο διδακτικό, άσμα του.
Και τότε γιατί επέλεξε να φύγει από τη ζωή στα 56 χρόνια του, πάνω στην ακμή της πνευματικής ολοκλήρωσής του, είναι το εύλογο ερώτημα.
Ο «θάνατος». Δεν προσπάθησε ποτέ να κρυφτεί πίσω από μεταφυσικές αναζητήσεις. Είχε συμβιβαστεί με την άβυσσο και γοητευτεί από τη φιλοσοφική έννοια της. «Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Ένα είναι βέβαιο και ασφαλές, απόλυτο ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε». Στα βιβλία του είναι εμφανής αυτή η επιρροή και η μετεξέλιξη της αγωνίας σε γαλήνη για το τι περιμένει τον άνθρωπο μεταθανάτια.
«Η ζωή του όλη ήταν ένας αγώνας να ξεπεράσει το φόβο του θανάτου, να τον κοιτάξει κάποτε άφοβα στα μάτια», εκτιμά ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αλικάκος, που έγραψε τη βιογραφία του.
«Οι αντιφάσεις του ήταν το πιο μυστηριώδες στοιχείο της προσωπικότητας του», λέει ο ίδιος. «Ήταν άθρησκος, αλλά μιλούσε με τρυφερότητα για τον Ιησού. Ήταν αυστηρός, αλλά ξεχείλιζε από ευγένεια και τρυφερότητα. Ήταν απαιτητικός από τους άλλους, αλλά έδειχνε και κατανόηση. Και το κορύφωμα: πήγε να πεθάνει, κι όμως ήταν γεμάτος ζωή…».
Στο τελευταίο βιβλίο του, το Γκέμμα, το οποίο γράφτηκε τη διετία 1993-94, ουσιαστικά προλογίζει το μοιραίο. Είναι ένα δυσνόητο δοκίμιο, γραμματικά και συντακτικά χαώδες, εξαιρετικά πυκνογραμμένο. «Το σώμα του νεκρού δεν θα το ιδεί ανθρώπου μάτι…», γράφει στη σελίδα 152.
Κι όντως, δεν το είδε. Η σορός του βρέθηκε εφτά χρόνια αργότερα, το 2005, όπως ακριβώς είχε ζητήσει. «Εγώ τελειώνω τη ζωή μου», είχε πει στον εξάδελφο και αδελφικό του φίλο Παναγιώτη Νικολακάκο, ένα μήνα περίπου πριν εξαφανιστεί. «Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ».
Ο Λιαντίνης του εκμυστηρεύθηκε πού θα βρίσκεται, του σχεδίασε μάλιστα και χάρτη. Του ζήτησε να τον εντοπίσει λίγο αφότου φύγει, αλλά να μην αποκαλύψει τίποτα πριν περάσουν επτά χρόνια. «Τότε μόνο θα πάρεις την οικογένειά μου». Έτσι κι έγινε. Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου του 2005, ο Νικολακάκος τηλεφωνεί στη σύζυγο του Λιαντίνη. «Ήρθε η ώρα να σου πω πού είναι ο Δημήτρης».
«Ο Νικολακάκος ανέβηκε τρεις φορές στον Ταΰγετο μέχρι να εντοπίσει το σημείο. Ο Λιαντίνης είχε πάει σε σημείο απάτητο, χάραξε δικό του μονοπάτι. Πρέπει να είχε εντοπίσει τον τάφο του χρόνια πριν, δεν ξέρουμε ακριβώς πότε», λέει ο Αλικάκος, που τις μέρες της εξαφάνισης είχε αναλάβει το σχετικό ρεπορτάζ, ως νεαρός ρεπόρτερ για λογαριασμό του ΣΚΑΪ.
Ήταν μια βραχοσκεπή, ένας φυσικός τάφος. Το 2005, ο Παναγιώτης ανέβηκε στο βουνό με την κόρη του Λιαντίνη, Διοτίμα, και τον τότε σύζυγό της. Η σκηνή ήταν τρομερή όταν η Διοτίμα αναγνώρισε τον προσωπικό φακό του. Την επομένη ανέβηκε η ΕΜΑΚ. Η σορός ταυτοποιήθηκε με τη μέθοδο του DNA, αλλά και από οδοντιατρικό έλεγχο.
Το καλοκαίρι του 2005 τελείωσε όλη η παραφιλολογία και το συνωμοσιολογικό του πράγματος για το τι έχει γίνει με τον Λιαντίνη. Επί επτά χρόνια οργίαζαν οι φήμες. Mέχρι και στην Αργεντινή είχε γραφτεί ότι κάθεται και πίνει τον καφέ του. «Κρύβεται σε μοναστήρι», και «παριστάνει τον ταξιτζή», ήταν δύο ακόμα θεωρίες. Η γυναίκα του, Νικολίτσα, πιστεύει ακόμα ότι είναι ζωντανός…
«Μάνα, άκου. Σύντομα θα λάβεις μια μαχαιριά, όχι στην πλάτη, αλλά στην καρδιά. Θέλω να φανείς γενναία, σαν αρχαία Σπαρτιάτισσα, που έχανε το γιο της, αλλά έστεκε περήφανη», είπε στη μητέρα του, δύο μέρες προτού εκτελέσει το σχέδιο του. «Όχι, παιδί μου, όχι, εγώ πρέπει να φύγω πρώτη», του απάντησε συγκλονισμένη. «Όχι μάνα, πάρ’το πίσω, αυτό είναι κατάρα για μένα. Ηρέμησε», αποκρίθηκε, πιάνοντας της το χέρι. «Εγώ τα έχω κανονίσει τα πράγματα. Μέχρι εδώ ήταν. Ήρθε η ώρα να φύγω, νιώθω ότι έχω ζήσει πέντε ζωές».
«Σε όλη τη ζωή του προετοίμαζε τη μεγάλη έξοδο. Ο ίδιος έβλεπε το θάνατό του ως έργο. Ένα έργο με αρχή μέση και τέλος, που ζητάει να μελετηθεί. Ο θάνατος του ήταν νεύμα κατανόησης και φωνή διαμαρτυρίας», γράφει ο Αλικάκος στο βιβλίο «Λιαντίνης: Έζησα έρημος και ισχυρός».
Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον Λιαντίνη με «μια καμπάνα, ένα ξυπνητήρι, ένα εγερτήριο ζωής». Θεωρεί ότι αυτό που ζητάει από τον κόσμο είναι κάτι «τόσο απλό όσο και βαθύ, που μέσα στο θόρυβο της αγοράς, της έγνοιας για επιτυχία και κοινωνική καταξίωση, το λησμονήσαμε: να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι».
Έχοντας ερευνήσει εξονυχιστικά τη ζωή του στοχαστή και συλλέγοντας πληροφορίες από τους οικείους του επί 18 ολόκληρα χρόνια, ο Αλικάκος δεν έχει καμία αμφιβολία για το τι τον οδήγησε στο θάνατο. «Ένιωσε ότι έκανε τον κύκλο του, έδωσε ό,τι είχε να δώσει. Ο Λιαντίνης πεθαίνει, αλλά η κραυγή μέσα από το έργο του είναι ζήστε! Δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο, που μελέτησε το έργο του, να πει το αντίθετο. Απόδειξη, κανείς δεν μιμήθηκε τον Λιαντίνη από το 1998 και μετά. Κανείς δεν πέθανε. Ξέρω όμως πολλούς ανθρώπους που είδαν με άλλο μάτι τη ζωή. Της έδωσαν αξία…»
Ακόμα και η μητέρα του συμβιβάστηκε πιθανώς – όσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό – με την ιδέα ότι ο γιος της είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του στα εγκόσμια. «Παιδί μου, σπλάχνο μου, πάντα πίστευα σε σένα. Ας γίνει αυτό που θέλεις», του είπε, αγκαλιάζοντας τον, εκείνη την τελευταία τους φορά.
Η προφητεία των λόγων του, στην επιστολή που άφησε στην κόρη του, είναι ανατριχιαστική. Σε λίγες γραμμές ο Λιαντίνης περιγράφει τις παθογένειες και την πνευματική σήψη μιας κοινωνίας, που μέσα στην απληστία της για υλιστική ευδαιμονία οδηγεί στο χάος τις επόμενες γενεές. «Οι πλείστοι ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού», γράφει, προβλέποντας εν έτει 1998 τους επερχόμενους «χαλεπούς καιρούς».
«Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο Γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι αυτο το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης
Έζησα έρημος και ισχυρός. Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου Στη Σπάρτη».
Αλήθεια, πως θα ήταν η Ελλάδα αν το πνεύμα του Λιαντίνη δεν αντιπροσώπευε μια θλιβερή μειονότητα μεταξύ των νεοελλήνων; Αν δεν ασφυκτιούσε, κατά πως φαίνεται, δίπλα σε ανόμοιους του; Αν δεν ένιωθε νικημένος από την υποκρισία, τη διάβρωση και τον ενταφιασμό των ηθικών αξιών, σε μια κοινωνία τυφλά προσκολλημένη στη μακαριότητα της παρακμής της;
Η ξενιτιά θα ήταν πιθανόν μια λύση. Αλλά για έναν καταγόμενο από τη Λιαντίνα της Σπάρτης, με αυτή την αρχαιοελληνική παιδεία και λατρεία για τον τόπο του, ο Σεφέρης θα ήταν οι Ερινύες του. Όπου κι αν ταξίδευε, η Ελλάδα θα τον πλήγωνε. Επέλεξε να φύγει ως γνήσιος αρχαίος Λάκων, προτού ζήσει όσα είχε προφητέψει. Νικημένος, αλλά όρθιος και στητός. Αξιοπρεπής, άφθαρτος και ακραία συμβολικός.
«Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται, μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη, παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Κι ακόμα ετούτο το πιο δύσκολο: η βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μην σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά υπερηφάνεια κι αντρεία», γράφει ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο».
Αν ο Λιαντίνης διαπίστωσε ότι ο δικός του αγώνας για τη Νίκη δεν έχει αμοιβή, ένα είναι σίγουρο: ότι δεν τον εγκατέλειψε με κομμένα τα ήπατα. Με υπερηφάνεια και ανδρεία έφυγε όπως έζησε. Αλλιώτικος. Βαθύς και μυστήριος. Όπως το βουνό «του».
«Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη, δε θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου…»